χαλαρό-πρωινό-πρωτοχρονιάς-120957
©unsplash

Το τέλος εκείνης της χρονιάς είχαν όλοι αυτοπραγµατωθεί και κανείς δεν είχε ανάγκη κανέναν. Μεγάλα πολιτιστικά ιδρύµατα και κοινωνικά αφυπνισµένοι ιδιώτες προσέφεραν εξ αποστάσεως σεµινάρια αυτοάµυνας, αυτοσχεδιασµού, πρώτων αυτοβοηθειών, δηµιουργικής αυθυπαρξίας, ενεργειακής αυτονοµίας, διαδικτυακής αυτοδιαφήµισης, αυτοβιογραφίας-αυτοπροσωπογραφίας, αυτοπαρηγορίας µέσω της ποίησης, έµφυλου αυτοπροσδιορισµού, ενδυνάµωσης του αυτοσεβασµού, οικιακής αυτοϊκανοποίησης και αυτοφυούς καλλιέργειας. Έτσι, είχαν όλοι µάθει να περνούν καλά µόνοι τους, περιστοιχιζόµενοι από αληθινά εξωτικά φυτά που δεν χρειάζονταν καν πότισµα.

Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, ήταν πανθοµολογουµένως ένα παράξενο γεγονός το ότι η Στελλίνα (32) και ο Στέλιος (38), άγνωστοι µέχρι προ ολίγων ωρών –αν και µε 56 κοινούς φίλους– είχαν περάσει την πρώτη νύχτα του νέου έτους µοιραζόµενοι το ίδιο κρεβάτι. Βεβαίως, πλάτη πλάτη, αλλά ακόµα και έτσι, µαζί. «Ήµασταν απλώς πολύ πιωµένοι για να πάρουµε τα πόδια µας», θα δικαιολογούνταν σε φίλους και ψυχοθεραπευτές όταν θα έβρισκαν το κουράγιο να µιλήσουν για ό,τι έγινε χθες – για κάτι τόσο µικροαστικό και τετριµµένο όσο ένας ύπνος µοιρασµένος.

Ήταν πράγµατι πιωµένοι; Λοιπόν, ήταν τόσο πιωµένοι που δεν είχαν καν το κουράγιο να πάθουν µια αξιοπρεπή κρίση πανικού, φρικαρισµένοι από το εφιαλτικό της περιστάσεως: µια γυναίκα και ένας άνδρας –αµφότεροι σε αναπαραγωγική ηλικία και ελευθέρας καταστάσεως– µόνοι και γυµνοί στο ίδιο δωµάτιο, κατόπιν µιας λυσιτελούς σαρκικής διεργασίας που είχε αρχίσει από τα µεσάνυχτα, µε όλα τα ενδεχόµενα να χάσκουν µπρος στα πόδια τους ορθάνοιχτα.

Γυµνοί; Η Στελλίνα κρυφοκοίταξε αθόρυβα κάτω από τα σκεπάσµατα. Γυµνοί. Θα ’χουµε δράµατα. Προσπάθησε να ανακαλέσει ένα ηδονικό ενσταντανέ της προηγούµενης βραδιάς, µα, όσο κι αν παιδεύτηκε, πάλι τον Νίκο σκέφτηκε. Πού να ’ναι τώρα; Να ’χει ξυπνήσει; Που να της κοπεί το χέρι, δεν θα επικοινωνήσει. Ο Στέλιος (Στέλιος;) δίπλα της άλλαξε πλευρό και µες στον ύπνο του έκανε κάτι το τροµερό: γυρίζοντας προς τη µεριά της, άπλωσε ασυναίσθητα το χέρι του στη µέση της. Εκείνη πάγωσε στη θέση της. Το δωµάτιο στροβιλιζόταν σε ταχύτητες ιλιγγιώδεις. Έπρεπε να ’χε κάνει εµετό πριν κοιµηθεί, µα δεν γινόταν µε τον τύπο µες στο σπίτι – ξεφτίλα µνηµειώδης. Σπίτι; Φακ. Στο δικό του σπίτι ήταν. Ξεχάστηκε η ηλίθια και κοιµήθηκε εκεί. «Κόκκινη σηµαία», θα έλεγαν οι φίλοι του, η γκόµενα είναι πιεστική. Τώρα θα ξυπνήσει αυτός και θα νοµίζει ότι θέλει τα παιδιά του. Αυτή. Που όλοι στη δουλειά την ψήφισαν και φέτος Υπεύθυνη Ελάτου. Αυτή που βγάζει περισσότερα απ’ αυτόν –κρίνοντας από το MALM κρεβάτι του– και έχει σαφώς βάλει τη ζωή της σε µια πιο Habitat τάξη από την πάρτη του. Εντάξει, δεν έχει φτάσει ακόµα στο Roche Bobois επίπεδο που θα ’θελε ιδανικά, µα όλα δείχνουν πως –ελλείψει άλλης προοπτικής– θα φτάσει αναγκαστικά. Μήπως να φύγει πριν αυτός ξυπνήσει και τον βρει δύο χρόνια µετά να αράζει µε τα αθλητικά στον µελλοντικό καναπέ της; «Cut πριν να ’ναι αργά», φωνάζει ο σκηνοθέτης. Ναι, τώρα σηκώνεται. Ζαλίζεται πολύ. Ξαναξαπλώνει. Σκατά. Δύο λεπτά ακόµα – έχει δύο λεπτά; Και τι θα πει µετά στους άλλους; Την είχαν βάλει να ορκιστεί ότι δεν θα κοιµηθεί ξανά σε ξένο σπίτι.

«Ούτε καν σε Γάλλους;» είχε φωνάξει απελπισµένη.

«Κυρίως σ’ αυτούς», είχαν διατάξει τσαντισµένοι. 

  Εντάξει. Για το σηµερινό δεν έπρεπε να της ξεφύγει λέξη.

«Αµάν πια µ’ αυτή την έξη!» είχε φωνάξει ένα µήνα πριν η Έλλη.

«Δεν το κάνω από απελπισία, από κούραση το κάνω», αντέτεινε εκείνη µια Κυριακή που είχε ξυπνήσει στην Κυψέλη.

«Μα δεν σε ξέρει ο άλλος, βρε πουλάκι µου, δίνεις λάθος εικόνα», νουθετούσε η Ρίτα.

«Επειδή µε παίρνει ο ύπνος µετά το σεξ;» ξέσπαγε εκείνη, αρνούµενη την ήττα.

«Επειδή σε παίρνει σπίτι τους», κατέληγε ο Άκης, που είχε βαρεθεί µ’ αυτή την ιστορία. Η αλήθεια είναι πως όταν της συνέβαινε αυτό είχε περάσει ήδη πέντε δωδεκάωρα στη γαµωεταιρεία. Ήταν, ούτως ειπείν, Παρασκευή, ηµέρα ακατάλληλη για περισυλλογή, πόσω δε µάλλον για φρονιµάδα. Όση ζωή είχε χάσει µέσα στην εβδοµάδα έπρεπε –τη βοηθεία αλκοόλ– να αναπληρωθεί. Όµως η κούραση ήταν κούραση και ποιος µπορούσε για πολύ να αντισταθεί;   

«Για τον Θεό, απλώς µε παίρνει ο ύπνος, δεν τους αλλάζω τη διαρρύθµιση», αγανακτούσε η Στελλίνα.

Τότε κάποιος –συνήθως ο Αντώνης–  την κοίταζε µε λύπηση, ξερόβηχε επιτιµητικά και έδινε στη συζήτηση την προσήκουσα σοβαρότητα:

«Ας είµαστε ειλικρινείς. Βλέπεις ότι δεν λειτουργεί αυτή η χαλαρότητα».

«Μα για µια χαλαρότητα δεν ζουν οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη; “Να το πάρουµε χαλαρά”, “ας χαλαρώσουµε”, “είσαι για ένα χαλαρό ροσόλι;”. Αυτά δεν λένε όλοι;»

«Δεν τα εννοούν στ’ αλήθεια. Οι άνθρωποι είναι φοβισµένοι και φρικάρουν».

«Οι άνθρωποι αυτοί απλώς δεν µας γουστάρουν. Και είναι αρκετά κωλόπαιδα για να το πουν στα ίσια. Θυµάστε αυτόν που έστελνε “Μου λείπεις” και δεν κουνιότανε να ’ρθει απ’ το Παγκράτι στα Πατήσια; Οι άνθρωποι είναι συναισθηµατικά ανάπηροι!» 

«Όλοι οι άνθρωποι, Στελλίνα; Ή µόνο αυτοί που συναντάς εσύ;»

«Αυτοί που συναντάω εγώ. Που, όπως ξέρεις, είναι άπειροι!» 

Τότε συνέβαινε µια παύση, κατά την οποία η Στελλίνα έπρεπε να συνειδητοποιήσει πως, αφού όλοι οι άνθρωποι αντιδρούσαν µε τον ίδιο τρόπο, µάλλον εκείνη είχε το πρόβληµα. Κατά βάθος δεν συµφωνούσε µε το πόρισµα, αλλά δεν ήθελε να φανεί µη ψυχοθεραπευµένη στους φίλους της. Προσποιούνταν για λίγο ότι σκεφτόταν και ύστερα ξεφυσούσε ένοχα. Εντάξει, δεν θα ξανακοιµόταν πουθενά. Ούτε καν στο σαλόνι της, µη νιώσουν τα φυτά απειληµένα. Ναι. Τώρα. Μην τραβάτε – θα σηκωθεί µόνη της. Ναι, έχετε όλοι δίκιο, σκέφτεται νυσταγµένα. Εντάξει, είπαµε, θα φύγω. Ε, όχι και καταπατώ, κύριε, επειδή χουζουρεύω λίγο.

Ο Στέλιος µισάνοιξε τα µάτια του. Όταν κατάφερε να εστιάσει και είδε µπροστά του µια γυναικεία πλάτη, τράβηξε τροµοκρατηµένος το χέρι του και γύρισε πλευρό. Όπα! Τι έχουµε εδώ; Αυτή δεν ήταν η πλάτη της Ελένης. Την τελευταία φορά που τσέκαρε το προφίλ της –ένα τέταρτο πριν από την αλλαγή του χρόνου–, εκείνη ένιωθε ευλογηµένη στην τοποθεσία Cafe Kafka της Βιέννης. Είχε και άντρες η παρέα. Ναι, ίσως καλύτερους απ’ αυτόν. Αλλά, ακόµη κι αν δεν ήταν εξ αρχής καλύτεροι, µπορεί να τη φίλησαν στην αλλαγή και να ’γιναν. Άρα, σήµερα είναι Πρωτοχρονιά; Και η πρώτη µέρα της επόµενης δεκαετίας. Πώς να τον βρήκαν τα µεσάνυχτα; Ποιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που φίλησε; Θυµάται τα ηχεία να τραντάζονται στον στίχο «Κι όποιος είπε “Και του χρόνου” θα εννοεί πως δεν τελειώσαµε φέτος…» κι εκείνος να ψάχνει την Ελένη, που όµως ένιωθε ευλογηµένη στην τοποθεσία Βιέννη, και µετά να έρχεται ένα µεθυσµένο κορίτσι (Ελίνα;), να τον φιλάει µες στα δόντια, λες και έπαιζε η γκόµενα συγκρουόµενα µε το στόµα. Του σπρώχνει µε τη γλώσσα της µια µισολιωµένη πραλίνα και του λέει «Για το καλό…». Και συνεχίζει να τον φιλάει, µέχρι που το παίρνει απόφαση κι αυτός –η Βιέννη είναι µακριά και παγωµένη και παλιά, δεν είναι πια αυτοκρατορία– και αρχίζει να τη φιλάει κι αυτός µε περίσσια (µια και –ας είµαστε ειλικρινείς– δεν τον ενδιέφερε στ’ αλήθεια) µαεστρία. Τώρα θα πήγαινε έτσι όλη η χρονιά; Μαζί της; Μήπως και η δεκαετία; Πώς κατάφερε να κοιµηθεί δίπλα της αυτός; Που, αστεία αστεία, ούτε σεντόνι δεν ανέχεται; Διάολε, κάνε να βλέπεται αυτή που δεν είναι στη Βιέννη, αλλά στο µισό µέτρο, έκανε επίκληση στα θεία – αγνοώντας, ο αδαής, πως η απόσταση στα στρώµατα διαιρείται διά του δύο.

Η Στελλίνα τώρα είχε παγιδευτεί, δεν είχε άλλη επιλογή· κοίταξε πίσω της αργά, σαν να φοβόταν τι θα αντίκριζε, και χαµογέλασε βεβιασµένα.

Μια χαρά βλέπεσαι, σκέφτηκε εκείνος µουδιασµένα.

Και που βλέπεσαι, τι; σκέφτηκε εκείνη σοβαρή.

Δείχνεις καλό παιδί. Μα όλοι δείχνουµε καλοί µόλις ξυπνάµε, χαµογέλασε εκείνος µε βλέφαρο βαρύ.

Πήξαµε στα καλά παιδιά. Σήµερα χαµογελάς, κι αν σου χαµογελάσω πίσω, αύριο εξαφανίζεσαι. Το µάθαµε το κόλπο πια, χαµογέλασε κι εκείνη µάλλον βαριεστηµένα.

Συνέβη τότε ξαφνικά µια µεγάλη παύση, κατά την οποία Στέλιος και Στελλίνα δεν σκέφτονταν τίποτα. Κοιτάζονταν σαν να ’παιζαν ποιος-θα-κλείσει-τα-µάτια-του-πρώτος και τα κρατούσαν ανοιχτά µε πείσµα και αγωνία. Κι αυτά άρχισαν να ξηραίνονται, να τσούζουν και να καίνε – γύρω πετούσαν µυγάκια φωτεινά, αλλά κανείς από τους δύο δεν έχανε, ούτε και άφηνε τον άλλο να κερδίσει. Και όσο κοιτάζονταν, τα πάντα γύρω τους σκοτείνιαζαν, λες και το στρίφωµα του κόσµου είχε ξεφτίσει και πίσω του έχασκε ένα απέραντο κενό και τίποτε άλλο. Και όταν βυθίστηκαν πολύ βαθιά στις κόρες των µατιών τους, κάτι είδαν στο σκοτάδι και παρέλυσαν. Και αµέσως ήρθαν πίσω. Και σκέφτηκαν –δεν έχει σηµασία ποιος είναι ποιος– τα κάτωθι:

– Ξέρεις, δεν είµαι σε φάση.

– Και γίνεται χαµός και στη δουλειά.

– Είµαι κάπου αλλού, δεν το ’χω ακόµα ξεπεράσει.

– Κι εγώ χώρισα πρόσφατα, δεν έχω δώσει ακόµα πίσω τα κλειδιά.

– Βασικά, παίζει και να γυρίσει. Κάθε έξι µήνες αυτό κάνει.

– Έφαγα πολλή πίεση. Δύο χρόνια τώρα δεν έχω ανασάνει.

– Είναι κι αυτή η διαταραχή, δεν θα µε αντέξεις – τη δουλεύω.

– Κι εγώ µπήκα προχθές σε αγωγή, σε κάνα τρίµηνο θα ’µαι καλά, πιστεύω.

– Είναι και κάτι άλλο, δεν ξέρω πώς να σου το πω…  Έχω µπλοκάκι ανοιχτό.

– Λυπάµαι. Αυτό είναι αλήθεια σοβαρό. Τώρα καταλαβαίνω…

– Τα δε Σαββατοκύριακα πάω αλλού και µένω. Δίνω το σπίτι Airbnb.

– Πέρυσι τέτοιες µέρες, ρίξαµε ένα παιδί.

– Εµείς προσέχαµε πολύ. Μέναµε σε δυάρι.

– Είχαµε ήδη το σκυλί, δεν θέλαµε άλλα βάρη. 

– Συγγνώµη που τα σκέφτοµαι. Δεν είναι η κατάλληλη ώρα.

– Δεν δίνω µία, µην ανησυχείς. Τι κάνουµε εµείς τώρα;

– Λέω να σε απορρίψω προτού µε απορρίψεις. Τι λες κι εσύ;

– Κι εγώ το ίδιο σκέφτοµαι. Όποιος προλάβει πρώτος.

– Ωραία, λοιπόν. Το λήγουµε εδώ.

– Σύµπτωση. Το ίδιο θα ’λεγα κι εγώ.

– Λοιπόν; Τίτλοι τέλους;

– Επιτέλους.

– Το λήξαµε;

– Κι αργήσαµε.

– Τελειώσαµε οριστικά.

– Φανταστικά. Καµία προσδοκία.

– Καµία ευθύνη, κανένα σχέδιο.

– Θεέ µου, τι ευτυχία.

– Τι τροµερή ανακούφιση.

– Πόση ελευθερία.

– Υπέροχα ξεκίνησε αυτή η δεκαετία.

– Και τι θα κάνεις σήµερα;

– Δεν έχω κανονίσει.

– Ούτε κι εγώ.

– Είσαι για ένα γρήγορο…

– Παρίσι;

Και µπήκαν να τσεκάρουν εισιτήρια.

Πήγαν στο Καρπενήσι.