“Εσείς τι θα κάνετε φέτος;” ρωτάμε διαρκώς ο ένας τον άλλο, κανείς δεν ξέρει, άλλες χρονιές είχαμε ήδη τα εισιτήρια, τις ημερομηνίες, τα πλάνα, την ανυπομονησία, τη χαρά. Οι γονείς μας είχαν ήδη λάβει τη λίστα με τις μεγαλύτερες μας λιγούρες και μετρούσαν μέρες όπως κι εμείς. Δοκιμάζαμε μαγιό μήπως καταφέρουμε και σπρώξουμε πιο γρήγορα τον χρόνο, μιλούσαμε διαρκώς με τους φίλους μας, οργανώναμε τον χρόνο μας πιο αποτελεσματικά και από CEO στην Silicon Valley με ξεχωριστά χρώματα για κάθε ομάδα, να μην πάει λεπτό χαμένο, να τους δούμε όλους, να τους αγκαλιάσουμε αρκετά μήπως και τους χορτάσουμε, μήπως και μας λείψουν λιγότερο τον υπόλοιπο χρόνο.
Ήταν εορταστική αυτή η περίοδος της προετοιμασίας, η ώρα των ονειροπολήσεων και της προσμονής, η ώρα των λεπτομερειών του ταξιδιού, των αποσκευών, των δώρων, συναρπαστική και στρεσογόνα ταυτόχρονα, μπορεί και να γκρινιάζαμε κάπου κάπου για τις εκκρεμότητες, για τις τιμές, για τα παπούτσια μας που ποτέ δεν χωράνε στο όριο του βάρους της αεροπορικής, αλλά στο τέλος πιάναμε στα χέρια μας την κάρτα επιβίβασης με τέτοια χαρά που μας έκανε να θέλουμε να τσιρίξουμε ενθουσιασμένοι.
“Δεν ξέρω” είναι η πιο συνηθισμένη απάντηση και μετά αμήχανη σιωπή, δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε φέτος το καλοκαίρι και όχι γιατί δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Όλοι θέλουμε να φύγουμε, να γυρίσουμε, να ταξιδέψουμε, ν’ αγκαλιάσουμε, να μιλήσουμε, αλλά τα διαδικαστικά είναι εξαιρετικά περίπλοκα. Δεν είναι μόνο τα τεστ, οι περιορισμοί, η ανυπαρξία σαφούς πλάνου σε διοικητικό επίπεδο. Είναι κυρίως η αίσθηση της ευθύνης για τη διάδοση του ιού. Ακόμα και αν εμείς έχουμε ήδη μία ή δύο δόσεις από το πολυπόθητο εμβόλιο, οι δικοί μας, όπως και οι άλλοι γύρω τους, είναι ακόμα σε λίστες αναμονής, η ζωή τους αναστατωμένη, για κάποιους και αμφίβολη, αυτή η αγωνία, αυτό το ρίσκο ξεπερνάει το βάρος κάθε ορίου αποσκευών.
“Εσείς;” κάποιοι είναι πιο σίγουροι, έχουν λεπτομερές σχέδιο και έξτρα ημέρες να κάνουν καραντίνα και τεστ πριν αγκαλιάσουν τους δικούς τους, αλλά οι υπόλοιποι είμαστε ακόμα στο κούνημα του κεφαλιού. Και τι θα γίνει όταν βγαίνεις έξω; “Δεν ξέρω.”