Ένα καινούργιο brand έχει κατακτήσει το διεθνές κοινό της μόδας με την εμπνευσμένη από τον χορό αισθητική του. Ο ιδρυτής του, Alain Paul, αναλύει το όραμά του.
Αποκλειστική συνέντευξη & φωτογραφίες: Filep Motwary
Καθώς το παιχνίδι με τις μουσικές καρέκλες συνεχίζεται, με τους μεγάλους οίκους να ανανεώνουν τους καλλιτεχνικούς τους διευθυντές με την ίδια ταχύτητα που οι ομάδες αλλάζουν παίκτες σ’ έναν κρίσιμο ποδοσφαιρικό αγώνα, το παγκόσμιο κοινό της μόδας βρίσκεται και αυτό σε εγρήγορση. Κι ενώ όλα τα βλέμματα στρέφονται προς το μέλλον, σ’ εκείνο το άγνωστο αλλά υποσχόμενο brand που ίσως αξίζει την επόμενη μεγάλη ευκαιρία, οι εβδομάδες μόδας παραμένουν το σταθερό ρολόι της βιομηχανίας — μια υπενθύμιση ότι στην υψηλή ραπτική και στο prêt-à-porter δεν υπάρχει χώρος για παύσεις. Ο ρυθμός είναι γρήγορος και η εξέλιξη αδιαπραγμάτευτη. Πέρα από τα μεγάλα ονόματα που απολαμβάνουν για χρόνια την παγκόσμια αναγνώριση μέσα από μια συνεχή εξελικτική πορεία —Pierpaolo Piccioli, Demna Gvasalia, Jonathan Anderson— τους τελευταίους μήνες νέα πρόσωπα διεκδικούν την προσοχή μας. Κάποια πιο αναγνωρίσιμα —όπως ο Duran Lantink στον οίκο Jean Paul Gaultier και ο Miguel Castro Freitas στον Mugler—, άλλα λιγότερο -σαν τους Burc Akyol, Sarah Levy, Hodakova, Meryll Rogge, Steve O’ Smith-, όλα εμφυσούν μια συναρπαστική ενέργεια στον χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο, αναρωτιέμαι πόσο εύκολο είναι για έναν νέο δημιουργό να ξεχωρίσει ανάμεσα στους χιλιάδες που αποφοιτούν κάθε χρόνο από τις σχολές μόδας. Είναι οι διαγωνισμοί πραγματικά μια ευκαιρία ανόδου ή μήπως όχι πάντα;

Ας σταθούμε στην περίπτωση του brand ALAINPAUL, που συνυπογράφουν ο σχεδιαστής Alain Paul και ο σύντροφός του και υπεύθυνος για τη στρατηγική του, Luis Philippe, και σε μόλις ένα χρόνο έχει ήδη τραβήξει την προσοχή του διεθνούς κοινού. Με αισθητική που ισορροπεί ανάμεσα στο ραφινάτο και το ριζοσπαστικό, η νεοσύστατη ετικέτα με ρούχα για άντρες και γυναίκες απέσπασε φέτος το βραβείο ANDAM και μαζί χρηματοδότηση 100.000 ευρώ, ενώ έφτασε και στον τελικό του πολυπόθητου LVMH Prize. Δεν πρόκειται απλώς για καλό ξεκίνημα, είναι μια υπόσχεση για κάτι πολύ μεγαλύτερο. Ακριβώς ένα χρόνο νωρίτερα είχα βρεθεί στην καλοκαιρινή τους παρουσίαση για τη σεζόν που μόλις ολοκληρώθηκε, το ντεμπούτο τους στο επίσημο πρόγραμμα της Εβδομάδας Μόδας του Παρισιού. Η εμπειρία υπήρξε αναμφίβολα θετική· το σώμα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και ακολουθούσε η κίνηση, σε μια χορογραφημένη αρμονία με το χρώμα και την εκλεπτυσμένη αισθητική του νεαρού Paul. Συναντηθήκαμε έξι μήνες αργότερα, στα παρασκήνια του σόου για τη σεζόν που διανύουμε. Ο Mathieu Malbec από το πρακτορείο της Karla Otto έκανε τις συστάσεις λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει η επίδειξη – μια σκοτεινή, σχεδόν θεατρική εμπειρία με τίτλο Performer. Αυτήν τη φορά, η φιλοσοφική αναζήτηση του σχεδιαστή αφορούσε το πώς το ένδυμα γίνεται ο καθρέφτης του ρόλου που επιλέγουμε να ενσαρκώσουμε στο διαρκές θέατρο της ζωής.

Στη συνέντευξη που έγινε λίγες μέρες αργότερα, ο Alain μου μίλησε για τα παιδικά του χρόνια και για την ενασχόλησή του με τον κλασικό χορό. «Γεννήθηκα στο Χονγκ Κονγκ το 1989, όταν ακόμη βρισκόταν υπό βρετανική κυριαρχία», διηγείται. «Οι γονείς μου εργάζονταν εκεί, έτσι γνωρίστηκαν. Ήταν –και παραμένει– μια κοσμοπολίτικη πόλη, ζωντανή, με μια μοναδική αύρα που κουβαλάω ακόμα μέσα μου. Μέχρι τα οκτώ μου φοιτούσα σε αμερικανικό σχολείο. Το 1997 μετακομίσαμε στη Γαλλία, καθώς ο πατέρας μου, όντας Γάλλος, βρήκε εκεί εργασία. Ήταν μια φυσική επιστροφή για εκείνον και για μένα ένα νέο ξεκίνημα. Το μπαλέτο μπήκε στη ζωή μου όταν ήμουν έξι ετών. Το συνέχισα στη Γαλλία, σε μια μικρή σχολή χορού, τόσο μικρή που ήμουν το μοναδικό αγόρι στην τάξη! Ομολογώ ότι με ενοχλούσε λίγο. Η μητέρα μου όμως ήταν ακούραστη. Με πήγαινε σε οντισιόν, σε κάστινγκ, στεκόταν πάντα στο πλευρό μου. Μία από αυτές τις οντισιόν ήταν για την Όπερα της Μασσαλίας, τότε υπό τη διεύθυνση του Roland Petit. Το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό, υπήρχε άμεση σύνδεση με την Όπερα του Παρισιού. Ήμουν πολύ μικρός όμως για να ονειρεύομαι μεγάλα πράγματα, το μόνο που ήθελα ήταν να χορεύω. Η μητέρα μου είχε άλλη άποψη και με ώθησε να κυνηγήσω περισσότερα. Τελικά, μπήκα στην Όπερα. Και μετά από μόλις ένα χρόνο κατάλαβα ότι ήθελα να γίνω χορευτής!» (γέλια) Μου εξομολογείται πως ο χορός για πολλά χρόνια αποτελούσε για εκείνον τη μοναδική διέξοδο έκφρασης.

«Δεν έμαθα ποτέ πραγματικά να εκφράζω τα συναισθήματά μου με λόγια. Αντ’ αυτού, συνήθισα να επικοινωνώ αρχικά με το μπαλέτο και αργότερα με τη μόδα. Από πολύ μικρή ηλικία ήξερα πώς να αφηγούμαι ιστορίες μέσα από το σώμα σε κίνηση. Όταν ξεκίνησα να δημιουργώ χορογραφίες με φίλους, ενστικτωδώς άρχισα να ντύνω τους χορευτές. Με ενδιέφερε πολύ, για παράδειγμα, πώς το χρώμα μπορεί να διαμορφώσει μια δυναμική επί σκηνής. Ίσως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έκανα κάτι σαν styling. Εκεί άρχισε στ’ αλήθεια η διαδρομή μου προς τη μόδα, γιατί μέχρι τότε δεν είχα φανταστεί τον εαυτό μου σχεδιαστή. Δεν ήμουν από εκείνα τα παιδιά που από έξι χρονών γνώριζαν τον προορισμό τους. Γύρω στα 14 ξεκίνησα να βλέπω το ρούχο ως εργαλείο και όχι απλώς ως μέσο προσωπικής έκφρασης. Φυσικά, πάντα μου άρεσε να ντύνομαι — ήμουν εκκεντρικός, διαφορετικός, ένα αγόρι που ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη να κρυφτεί. Ήμουν χορευτής, ήμουν επίσης γκέι, αλλά πάνω απ’ όλα είχα την έμφυτη ανάγκη να είμαι απλώς ο εαυτός μου. Και το ρούχο έγινε η γλώσσα μου. Με τον καιρό, όσο περισσότερο ασχολούμουν με τα ρούχα, τόσο μεγάλωνε το ενδιαφέρον μου για τη μόδα και σιγά σιγά άρχισα να φαντάζομαι τη ζωή μου μέσα σε αυτήν. Το να γίνω σχεδιαστής ήρθε μέσα από την εμπειρία».

Ξεκινώντας, έπιασε δουλειά στον οίκο Vetements και στη συνέχεια στον Louis Vuitton. Εν τω μεταξύ, ο σύντροφός του, Luis Philippe, αποκτούσε εμπειρία εργαζόμενος στην μπουτίκ-θρύλο Colette και αργότερα στους Sacai, Balenciaga, Alaïa, Jacquemus. Τον ρωτώ πώς συνέβαλε όλο αυτό στην εξέλιξη του brand τους. «Ήμασταν τυχεροί που είχαμε αυτές τις ευκαιρίες, αλλά δουλέψαμε σκληρά για να τις κατακτήσουμε», απαντά. «Και αυτή η τριβή επηρεάζει τα πάντα, σε κάθε επίπεδο. Ένα από τα πιο πολύτιμα μαθήματα ήταν πώς να δομείς μια συλλογή, πώς να τη χτίζεις από την αρχή. Το έχω κάνει αμέτρητες φορές και σε τελείως διαφορετικές κλίμακες. Όταν πήγα στον οίκο Vetements, ήταν ένα νεαρό brand που μεγάλωσε ραγδαία. Ξαφνικά, οι συλλογές του έγιναν μεγαλύτερες, πιο περίπλοκες. Στον Louis Vuitton η κλίμακα ήταν τεράστια. Εκεί έμαθα διαφορετικούς τρόπους να προσεγγίζω τη δημιουργία, την έμπνευση, τη μετάφραση μιας ιδέας σε κάτι χειροπιαστό και, το πιο σημαντικό για μένα, σε κάτι που μπορεί να φορεθεί. Όσο κι αν μου αρέσει να φτιάχνω “καλλιτεχνικά” κομμάτια, με ενδιαφέρει εξίσου το πώς θα ενταχθούν στην καθημερινότητα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκινητικό από το να βλέπω κάποιον να φοράει ένα ρούχο που έχω σχεδιάσει, είτε σε ένα event είτε στον δρόμο, να ξέρω πως το κομμάτι αυτό έγινε μέρος της ζωής του. Απολαμβάνω να βλέπω τα ρούχα μου και σε editorials, είναι μια άλλη μορφή ομορφιάς, πιο εικόνα, πιο concept. Αλλά στο τέλος και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά και λειτουργούν συμπληρωματικά». Αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως πολυπολιτισμικό ον. «Η γαλλική πλευρά της οικογένειάς μου με έχει επηρεάσει πολύ, αλλά όχι μόνο αυτή. Η μητέρα μου μου μιλάει στα αγγλικά, έχει διαφορετικές καταβολές, άλλους τρόπους να αφηγείται ιστορίες. Ως εκ τούτου, δεν θα όριζα τη δουλειά μου μέσα από την εικόνα της Παριζιάνας ή της Γαλλίδας. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι εκείνη ή εκείνος που ταξιδεύει, που έχει περιέργεια για άλλους πολιτισμούς και ξέρει τι συμβαίνει στον κόσμο. Αυτοί είναι, νομίζω, οι πελάτες του ALAINPAUL». Του ζητώ να μου μιλήσει για τη σχέση του με τον Luis και τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την προσωπική τους ζωή από την επαγγελματική τους συνεργασία.

«Στην αρχή φοβόμασταν λίγο. Σκεφτόμασταν μήπως ο υπερβολικός χρόνος που περνούσαμε μαζί προκαλούσε εντάσεις και καυγάδες. Η πρώτη χρονιά ήταν αρκετά δύσκολη, αφού το διαμέρισμά μας ήταν και γραφείο μας. Ήμασταν πάντα εκεί, στον ίδιο χώρο και δουλεύαμε χωρίς παύσεις. Τελικά, αυτό μας έφερε πιο κοντά, μας έκανε πιο δυνατούς. Ο Luis είναι ο άνθρωπος που εμπιστεύομαι περισσότερο και νιώθω πως κι εκείνος με εμπιστεύεται. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ αυτό το project με κανέναν άλλον. Τώρα πια έχουμε ξεχωριστό γραφείο, ο καθένας με τη δική του μικρή ομάδα, και μέσα στη μέρα σχεδόν δεν βλεπόμαστε. Κάνουμε meetings για τα σημαντικά θέματα, αλλά εκείνος έχει τον δικό του ρόλο κι εγώ τον δικό μου, λειτουργούμε συμπληρωματικά. Είμαστε πολύ τυχεροί, γιατί υπάρχουν εξαιρετικοί σχεδιαστές εκεί έξω που δεν βρίσκουν ποτέ τον κατάλληλο business partner ή το αντίστροφο. Έχω δίπλα μου έναν άνθρωπο που αγαπώ, που πιστεύει στη δουλειά μου και με βοηθάει να χτίσουμε το brand μαζί».

Αναλύοντας τη συλλογή του φετινού χειμώνα, μου εξηγεί πως κάποια κομμάτια —ιδίως στην αρχή της επίδειξης— έμοιαζαν σαν να είχε κάποιος τραβήξει μια φωτογραφία ενός σώματος εν κινήσει, φορώντας ένα φόρεμα, ένα τοπ ή ένα παντελόνι. «Τα κομμάτια ήταν δουλεμένα με ντραπέ από νάιλον και μετάξι και έμοιαζαν σαν να φυσούσε αέρας μέσα τους κι εμείς καταφέραμε να παγιδεύσουμε εκείνη τη στιγμή. Ήταν μια απόπειρα να μιμηθούμε την κίνηση και τους όγκους που δημιουργεί». Προς το τέλος της παρουσίασης προστέθηκαν και άλλα στοιχεία, όπως τα αφαιρούμενα βολάν. «Αυτήν τη σεζόν ανατρέχω στο έργο της Pina Bausch και πώς ερμήνευσε τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία», μου λέει λίγο πριν αποχαιρετιστούμε. «Το μήνυμα είνει διττό: πρέπει να φοράς βολάν —σύμβολα της θηλυκότητας— αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να απελευθερωθείς από αυτά. Δεν πρόκειται ακριβώς για χορό —δεν είναι χορευτική συλλογή— αλλά περισσότερο για χορογραφία, για έναν πολιτισμικό σχολιασμό. Η συλλογή είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Πάντα εντάσσω και στοιχεία από το rehearsal wear, τα ρούχα δηλαδή που φοράει κανείς στις πρόβες μιας παράστασης – κασμιρένια πλεκτά, καλσόν, παντελόνια φόρμας… Στη δουλειά μου υπάρχουν κάθε φορά τα διαφορετικά “στιγμιότυπα” ενός ρούχου που μπλέκονται και συνυπάρχουν οργανικά».
Cover photo: Alain Paul, Portrait © Erick Faulkner





