Η γαλλική κομψότητα, η προσβάσιμη πολυτέλεια και η πολυπολιτισμικότητα αποτελούν δομικά στοιχεία της δουλειάς του Charaf Tajer, όπως εκφράζεται μέσα από το brand του, το όνομα του οποίου παραπέμπει στη χώρα καταγωγής του, το Μαρόκο.
Αποκλειστική συνέντευξη & φωτογραφίες Filep Motwary
Πολύ πριν το brand Casablanca καθηλώσει τον κόσμο της μόδας με τη ρευστή, πολυτελή αισθητική του, αποκτώντας σε μόλις δύο χρόνια υποψηφιότητες για το βραβείο LVMH 2020, το International Woolmark Prize 2021 και μια πολυσυζητημένη συνεργασία με τη New Balance, ο ιδρυτής του, Charaf Tajer, είχε ήδη χαράξει μια ενδιαφέρουσα πορεία ως «αρχιτέκτονας» μιας νέας πολιτιστικής παριζιάνικης ταυτότητας. Όλα ξεκίνησαν στα τέλη των ’00s στο Παρίσι, όταν μαζί με μια ομάδα δημιουργικών φίλων του ίδρυσαν το Pain O choKolat, μια πολιτιστική κολεκτίβα χωρίς προηγούμενο. Θρυλικά block parties, πρωτοποριακά καλλιτεχνικά events και το εμβληματικό club Le Pompon έγιναν σημεία αναφοράς για ανθρώπους που μέχρι τότε δεν είχαν κοινή σκηνή. Φυλή, τάξη, σεξουαλικότητα, στιλ, όλα αναμειγνύονταν σε μια νέα ταυτότητα που δεν ζητούσε άδεια για να αναπνεύσει. Το Casablanca δεν είναι παρά ένα ακόμα κεφάλαιο σε αυτή την αφήγηση, μια ωδή στη γαλλική κομψότητα φιλτραρισμένη μέσα από τη μαροκινή κληρονομιά του Tajer, ο οποίος δεν σχεδιάζει απλώς ρούχα, υφαίνει κόσμους με μια ιδεαλιστική ματιά. Μια ματιά που κάνει την πολυτέλεια προσβάσιμη, την παράδοση σύγχρονη και το Παρίσι παγκόσμιο.

Δεν είναι τυχαίο ότι, την τελευταία δεκαπενταετία, η μόδα πέρασε στα χέρια των ράπερ, των DJs και γενικά δημιουργών οι οποίοι δεν διαθέτουν «επίσημη» εκπαίδευση στον σχεδιασμό. Ονόματα όπως A$AP Rocky, Rihanna, Pharrell Williams και Kanye West κυριαρχούν πλέον πολύ πέρα από τη μουσική, ορίζοντας ο ένας μετά τον άλλον μια νέα τάξη πραγμάτων. Αβίαστα διεκδικούν χώρο και επαναδιαπραγματεύονται τις κλασικές σχεδιαστικές ιδέες, τις οποίες ο κόσμος είχε άλλοτε αγκαλιάσει με δέος. Η είσοδος στη νέα χιλιετηρίδα, ο θάνατος εμβληματικών προσωπικοτήτων όπως ο Yves Saint Laurent, ο Alexander McQueen, ο Karl Lagerfeld, αλλά και ο Virgil Abloh -ο πρώτος μαύρος δημιουργός που αναγνωρίστηκε παγκοσμίως για το ταλέντο του και έφυγε πρόωρα από τη ζωή-, καθώς και η έλευση της πανδημίας, της οποίας ο απόηχος είναι παρών έστω και με χαμηλή ένταση, άλλαξαν ριζικά το τοπίο. Μαζί τους μετασχηματίστηκαν η οπτική, οι ανάγκες μας και κατ’ επέκταση ολόκληρη η βιομηχανία του ρούχου, που πλέον διαμορφώνεται μέσα από τους νέους, τα social media, τα πάρτι και τη μουσική.

Μιλώντας για τη δική του διαδρομή στον χώρο κατά τη συνάντηση που είχα μαζί του πρόσφατα, ο Charaf Tajer μου εξηγεί: «Σε όλη τη διάρκεια της πορείας μου, η ιδέα παρέμεινε σταθερή: να φέρνω τους ανθρώπους κοντά. Τα πάρτι του Pain O choKolat δεν ήταν απλώς εκδηλώσεις, ήταν μικρές πολιτισμικές εκρήξεις, ένα μωσαϊκό από ήχους, στιλ, παρουσίες – από skaters και punks μέχρι σχεδιαστές μόδας και εκπροσώπους της hip–hop σκηνής, όλες οι φυλές, όλα τα χρώματα, όλοι οι ρυθμοί μαζί, στο ίδιο dancefloor. Ήταν μια γιορτή διαφορετικότητας, αλλά και μια “ήσυχη” επανάσταση. Είχα έναν και μόνο στόχο, να προσφέρω στους ανθρώπους στιγμές διαφορετικές, αληθινές, κοινές. Με συγκινούσε ανέκαθεν η ιδέα της συνάθροισης, ίσως επειδή μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που, όσο κι αν ευαγγελιζόταν την ισότητα, μας δίχαζε αθόρυβα μέσα από το χρώμα του δέρματός μας. Και αυτή ήταν μια αλήθεια που με σημάδεψε. Μου πήρε χρόνο να τη δω κατάματα. Στη γειτονιά μου η έννοια της φυλής ήταν σχεδόν ανύπαρκτη για μένα – ένιωθα πολίτης του κόσμου. Ώσπου ήρθε η στιγμή που ήθελα να βγω σε club, να βρω το δικό μου σπίτι, να ζήσω τη ζωή μου. Και τότε, αναπάντεχα, βρέθηκα αντιμέτωπος με έναν ρατσισμό υπόγειο αλλά βαθιά ριζωμένο, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις ίδιες τις αξίες της Γαλλίας που μιλούν για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη – στα χαρτιά ναι, στην πράξη όμως οι μετανάστες βρίσκονταν στο περιθώριο. Και τότε, ναι, πόνεσα». Μου εξομολογείται πως ο πόνος έγινε η σπίθα που χρειαζόταν ώστε να αναγεννηθεί και να φτιάχνει κόσμους όπου όλοι, ανεξαρτήτως χρώματος, καταγωγής, ταυτότητας ή έκφρασης, νιώθουν πως ανήκουν. «Ξεκίνησα να διοργανώνω πάρτι», συνεχίζει.

«Όχι ως απόδραση, αλλά ως πράξη αντίστασης, ως μια ιεροτελεστία συνύπαρξης. Tο πρώτο μου δημιούργημα ήταν το Pain O choKolat γύρω στο 2007, που απαρτιζόταν από μια συλλογικότητα καλλιτεχνών η οποία διοργάνωνε εκδηλώσεις και στη συνέχεια γέννησε το Pigalle και αργότερα το Le Pompon. Στην περίοδο Pigalle ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι τη λογική της βιομηχανίας της μόδας. Είχαμε δικό μας showroom, κάναμε επιδείξεις και πάρτι. Έμαθα πώς να επικοινωνώ με τα Μέσα. Έμαθα τα πάντα. Αλλά τα έμαθα έτσι, απλά, με τους φίλους μου. Ανοίξαμε ένα κατάστημα, μετά ήρθε το δεύτερο, έπειτα το τρίτο. Είχαμε δύο στο Παρίσι και ένα στο Τόκιο. Επίσης, τα ταξίδια με βοήθησαν πολύ. Έμαθα τόσο πολλά!»
Του ζητώ να μου μιλήσει για την οικογένειά του, ώστε να καταλάβω περισσότερα για τον τρόπο που εκφράζεται δημιουργικά. Μου λέει πως οι γονείς του γνωρίστηκαν σε ένα ατελιέ υψηλής ραπτικής στην Καζαμπλάνκα -εξ ου και το όνομα του brand-, ενώ ο παππούς και ο προπάππους του ήταν και οι δύο ράφτες. O άλλος του παππούς δημιουργούσε γραβάτες και αξεσουάρ για τον βασιλιά του Μαρόκου. Ο πατέρας του ήταν κι αυτός ράφτης, αλλά και μουσικός. «Η πρώτη μου ανάμνηση μόδας ήταν ένα… τύπωμα. Όταν η μητέρα μου ήρθε στη Γαλλία, εργαζόταν ως οικιακή βοηθός για ένα ζευγάρι δικηγόρων. Θυμάμαι να πηγαίνω στο σπίτι τους και να μαγεύομαι. Το κτίριο ήταν ψηλοτάβανο και είχε ασανσέρ με μπρούντζινο φινίρισμα – πράγματα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Μια μέρα βρήκα ένα φουλάρι Hermès. Το κρατούσα και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν. Ανήκε στην κυρία του σπιτιού, μια αυστηρή, ευγενική και άψογα περιποιημένη γυναίκα, η οποία ενέπνεε σεβασμό. Και φορούσε αυτό το φουλάρι που μου φαινόταν σαν καρτούν!» λέει γελώντας. «Ένα παιδικό, πολύχρωμο σύμπαν, γεμάτο φαντασία, αποτυπωμένο πάνω σε ένα πολυτελές ύφασμα. Και το φορούσε αυτή η σοβαρή γυναίκα. Μια αντίθεση που με συγκλόνισε».

Ο Tajer μεγάλωσε στην Belleville, γειτονιά του Παρισιού πραγματικό σταυροδρόμι πολιτισμών, με κινεζική κοινότητα, μεγάλη εβραϊκή παρουσία, ανθρώπους από τη Βόρεια και την Υποσαχάρια Αφρική. «Ήταν εργατική συνοικία και ζούσαμε με απλότητα. Γύρω στα οκτώ διαγνώστηκα με σύνδρομο Asperger, μια μορφή αυτισμού. Ήμουν διαφορετικό παιδί και οι γονείς μου θεωρούσαν ότι ήταν κάτι σοβαρό, αλλά με τα χρόνια καταλάβαμε πως επρόκειτο απλώς για έναν διαφορετικό τρόπο λειτουργίας του μυαλού. Είχα πάντα την ανάγκη να εκφραστώ μέσα από τις τέχνες και εμμονή με την εικόνα. Με τους φίλους μου ήμασταν παθιασμένοι με τη μόδα, λατρεύαμε το sportswear, τον κόσμο της Lacoste, της Hermès, του Cartier – γενικά, τα γαλλικά luxury brands. Είχαμε κοντοκουρεμένα μαλλιά, φορούσαμε Air Max, ήμασταν outsiders στον κόσμο της μόδας, αλλά δεν το βλέπαμε έτσι. Για εμάς η μόδα ήταν έκφραση, ο τρόπος να δηλώσουμε ποιοι είμαστε και ποιοι θέλουμε να γίνουμε. Ξέρεις πώς είναι στην εφηβεία, θέλεις να ξεχωρίζεις, αλλά και να ανήκεις. Όλες αυτές οι αντιθέσεις συγκρούονταν μέσα μου. Ως Βορειοαφρικανός στο Παρίσι, πάντα ήξερες ότι ήσουν “ο άλλος”. Σε κάποια μαγαζιά δεν ήσουν ευπρόσδεκτος. Σε εστιατόρια και σούπερ μάρκετ σε παρακολουθούσαν, σε έψαχναν. Μεγαλώσαμε με αυτή την αίσθηση του περιθωρίου. Αλλά θέλαμε να ανήκουμε. Υπήρχε ένα πολύπλοκο ψυχικό φορτίο μέσα μας. Γύρω στα 18, άρχισα να γνωρίζω κόσμο από τον χώρο της μόδας. Η μητέρα του πιο στενού μου φίλου έκανε παραγωγές για fashion shows. Εκείνος προερχόταν από τελείως διαφορετικό περιβάλλον από το δικό μου, αλλά ήμασταν αχώριστοι. Κι εγώ παρατηρούσα πώς ζούσε. Θυμάμαι ότι έκανα συνέχεια ερωτήσεις στη μητέρα του μέχρι που με πήρε μαζί της σε μία από τις επιδείξεις. Κάπως έτσι βρέθηκα στα παρασκήνια του Rick Owens κι εκεί άνοιξε ένας άλλος κόσμος για μένα, έγινε μια έκρηξη στο μυαλό μου. Αναρωτιόμουν πώς γίνεται άνθρωποι που ντύνονται τόσο ακραία να υπάρχουν σε μια τόσο δομημένη βιομηχανία».

Τότε ήταν που κατάλαβε πως οποιαδήποτε έκφραση, όσο προσωπική κι αν είναι, μπορεί να γίνει εμπορική, χωρίς να προδώσει την αλήθεια της. Αν ο Rick Owens μπορούσε να το κάνει, μπορούσε κι εκείνος. «Οι φόρμες, τα χρώματα, οι όγκοι του μου φάνηκαν ακραία, αλλά παράλληλα μου έγινε ξεκάθαρο ότι αυτός ο κόσμος υπάρχει. Και συνειδητοποίησα πως οτιδήποτε είναι αληθινό για μένα μπορεί να γίνει ο τρόπος μου να εκφραστώ, να γίνω κατανοητός στους άλλους. Από εκείνη την ημέρα δεν απολογούμαι για τα γούστα μου». Μου εξηγεί πως ένας σχεδιαστής, για να έχει διάρκεια, πρέπει να βρει την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στην καινοτομία και στην αναγνωρισιμότητα. Δεν μπορείς να επαναπροσδιορίζεις την ταυτότητα της μάρκας σου κάθε σεζόν, όμως οφείλεις να την ανανεώνεις, ώστε να παραμένει φρέσκια και επίκαιρη. Κατά τη γνώμη μου, η πραγματική πρόκληση στο να δημιουργήσεις ένα fashion brand είναι ότι πρέπει να είσαι εμπορικός και παράλληλα ακραία δημιουργικός.

Πρέπει να γνωρίζεις και να σέβεσαι τους κώδικες εκείνων που δεν ενδιαφέρονται για τη μόδα, αλλά και να μιλάς τη γλώσσα των insiders – δηλαδή, να έχεις τα σωστά μοντέλα, τους κατάλληλους συνεργάτες, τους φωτογράφους που αναδεικνύουν το όραμά σου. Κι ενώ η πλειοψηφία του κοινού δεν ασχολείται με τέτοιες τεχνικές λεπτομέρειες, ωστόσο αναγνωρίζουν την ομορφιά. Είναι, λοιπόν, ένα παιχνίδι πολλαπλών αναγνώσεων. Ο απλός πελάτης πρέπει να αντιλαμβάνεται τι κάνεις, το ίδιο και οι άνθρωποι της μόδας, οι κριτικοί, οι επενδυτές. Όλοι πρέπει να μπορούν να το κατανοήσουν. Και ταυτόχρονα πρέπει να παραμένεις αυθεντικός, πιστός στο όραμά σου. Γι’ αυτό για μένα η δουλειά μου συνιστά μια συνεχόμενη διαδικασία αυτοανάλυσης: ποιοι είμαστε, ποιο είναι το μήνυμα που θέλουμε να μεταδώσουμε».

Η συλλογή Casablanca για την τρέχουσα σεζόν κάθε άλλο παρά Rick Owens θυμίζει. Με τίτλο Kaizen, είναι η ματιά του Charaf Tajer στην ιαπωνική κουλτούρα, ένας ύμνος στην αστείρευτη δημιουργικότητα των νέων δημιουργών, που διαμορφώνουν τον μοντέρνο ιστό της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Τα εξαιρετικά superbikes και η λεπτομερειακή κεντητική των Bōsōzoku δημιουργούν μια τολμηρή αντίστιξη με το παιχνιδιάρικο και εκλεπτυσμένο ύφος του Harajuku Kawaii, που με τη σειρά του στέκεται απέναντι στις αυστηρές στολές της ιαπωνικής εταιρικής κουλτούρας, αλλά και στην εκρηκτική λαμπρότητα της ένδυσης των rave πάρτι. Παράλληλα, η συλλογή απηχεί τις μεταμοντέρνες σιλουέτες των ιαπωνικών μητροπόλεων, καθώς και τα συναρπαστικά τοπία της υπαίθρου. Μια χώρα αντιθέσεων γίνεται πηγή έμπνευσης για μια συλλογή αντιθέτων, που όμως μπλέκονται σε απόλυτη αρμονία. Είναι, εν τέλει, ένας φόρος τιμής σε κάθε πτυχή της Ιαπωνίας – τη νεολαία, τον πολιτισμό, την ταυτότητά της, όσα δηλαδή συνοψίζουν και τον τρόπο σκέψης και τα βιώματα του δημιουργού της. «Υπάρχει μια λέξη στην Ιαπωνία, το honmono, που σημαίνει αυθεντικότητα στην πιο αγνή της μορφή. Αυτή είναι και η δική μου οπτική για την πολυτέλεια: καμία υποχώρηση, μόνο απόλυτη αφοσίωση στη δημιουργία της. Θέλω οι άνθρωποι να βλέπουν αυτό που κάνουμε και να λένε: “Ναι, αυτό είναι το αληθινό, το γνήσιο”».
