Στο ισόγειο ενός από τα επιβλητικά κτίρια της Place Vendome, στον αριθμό 16, στεγάζονται τα γραφεία των Comme Des Garçons και Junya Watanabe, ενώ στον πρώτο όροφο κάποιος μπορεί να δει τις δημιουργίες του νεοσυσταθέντος οίκου Kei Ninomiya – πάντοτε κατόπιν ραντεβού. Ανεβαίνοντας όμως τις κυκλικές μαρμάρινες σκάλες, στον τρίτο όροφο σε περιμένει μια έκπληξη: το showroom ενός Έλληνα σχεδιαστή που δεν έχει καμία σχέση με την ιαπωνική μόδα και κουλτούρα και ο οποίος αντιλαμβάνεται το σώμα ως μια πλατφόρμα δημιουργίας, ένα γλυπτό που το αποθεώνει σε κάθε του συλλογή. Ο Christos Costarellos ακολουθεί επί 25 συναπτά έτη μια διαρκώς εξελίξιμη πορεία, εστιάζοντας με συνέπεια στους στόχους του και προστατεύοντας τη δουλειά του από την υπερβολική και ανούσια έκθεση.
Γεννημένος στη Γερμανία, σε οικογένεια με εμπειρία στην κατασκευή του ρούχου –η μητέρα του ήταν μοδίστρα και ο πατέρας του ράφτης–, μυήθηκε από νωρίς στις βασικές αρχές της μόδας. Παρότι, όπως παραδέχεται, οι γενικότερες επιρροές του ήταν φτωχές, είχε δίψα για μάθηση, ενώ στη διαμόρφωση της αισθητικής του συνέβαλαν πολύ η μουσική, το σινεμά και τα βιβλία. «Με τα μέσα που ήταν διαθέσιμα, από οργισμένος έφηβος που ήμουν μεταμορφώθηκα σε έναν ονειροπόλο και γεμάτο φαντασία νέο», μου λέει. «Ήταν κάπου στις αρχές των ’90s όταν πήγα στο Λονδίνο για ένα καλοκαιρινό course πάνω στο θεατρικό κοστούμι, με υψηλά δίδακτρα, που για να τα πληρώσω εργάστηκα σε τρεις δουλειές για έναν ολόκληρο χρόνο. Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι ότι κάθε μέρα μετά τη σχολή καθόμουν στην Old Compton Street και παρατηρούσα τους περαστικούς για ώρες. H όλη εμπειρία ήταν μαγική, γιατί με έκανε να αισθάνομαι σαν να ήμουν καλεσμένος σε κάποια σημαντική επίδειξη μόδας».
H πρώιμη αντίληψή του για τη βιομηχανία της οποίας έμελλε να γίνει μέλος είχε στοιχεία ιδεαλισμού. Το 1998 έβαλε πλώρη για τον χώρο με την επωνυμία Dramatis Personae, καταλήγοντας σήμερα να χρησιμοποιεί απλώς το όνομά του. Την πρώτη του συλλογή την παρουσίασε στην Αθήνα πριν από τρεις δεκαετίες. «Ήταν μια μάλλον ανασφαλής περίοδος, περίσσευε όμως το πάθος», μου λέει κοιτάζοντας την καριέρα του από απόσταση. «Μόλις ολοκλήρωσα το course θεατρικών κοστουμιών, ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη δημιουργία ρούχων για το θέατρο και τον χορό. Η φιλοσοφία μου γύρω από το ένδυμα παραμένει ίδια μέχρι σήμερα. Το αντιλαμβάνομαι και το προσεγγίζω ως εργαλείο. Οι ερευνητές προσεγγίζουν τη μόδα όχι ως άλλο ένα φαινόμενο των καιρών, αλλά με όρους κοινωνικής ψυχολογίας και επιρροής. Έχοντας αυτό ως αφετηρία, με εξίταρε να σκέφτομαι ότι τα ρούχα που δημιουργώ συντελούν στη δημιουργία ενός ρόλου. Θα έλεγα πως η ματιά μου ήταν κάπως αιρετική στον τρόπο που προσέγγισα τότε τη μόδα και το γενικότερο περιβάλλον της. Φυσικά, εκτός από τη ρομαντική ιδέα, την αρχική έρευνα, τις αναφορές, την έμπνευση, υπάρχει και αυτό που στη δουλειά μας ονομάζεται merchandising, αφορά την ανάλυση δεδομένων που αποτελούν μέρος της διαδικασίας δημιουργίας και είναι κάτι για το οποίο στο ξεκίνημά μου δεν ήμουν προετοιμασμένος», τονίζει.
Most Read Articles
Πλέον, γνωρίζει καλά τι χρειάζεται για να παραμείνει κάποιος στην κορυφή. Θεωρεί πως οι μόνες ομοιότητες με το παρελθόν του παραμένουν η δίψα για δημιουργία και η διάθεση για εξέλιξη. Μου εξομολογείται, δε, πως μέσα σε αυτά τα 25 χρόνια το brand Costarellos αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις, κάποιες πραγματικά κρίσιμες. Τις κρατάει ακόμα στη μνήμη του ως μια άλλη όψη της «εκπαίδευσης» που τον έκανε ό,τι είναι σήμερα. «Αυτό που με προστατεύει, πιστεύω, είναι η ψύχραιμη αντίληψη που είχα ανέκαθεν για τη μόδα ως σύστημα. Προσπάθησα να απέχω από το κυνήγι των τάσεων και το στιγμιαίο lifestyle, κάτι που συνεχίζω να κάνω. Είμαι ευγνώμων που κάνω μια δουλειά στην οποία υλοποιείται μια ιδέα μου και ελπίζω πως, μέσα από αυτό που πρεσβεύω, συμμετέχω στην παγκόσμια οπτική γλώσσα. Το ότι βρίσκομαι σε αυτό το περιβάλλον είναι κατά κάποιον τρόπο πρωταθλητισμός, κάτι που απαιτεί χρόνο, ενημέρωση, πειραματισμό, συνέπεια, υπομονή και διάθεση για υπέρβαση. Ποτέ δεν υπήρξα καλός επιχειρηματίας με την κλασική έννοια και ομολογώ πως έκανα αρκετά λάθη, τόσο σε επίπεδο στρατηγικής όσο και σε επιλογές συνεργατών στο εξωτερικό. Ανέκαθεν με ενδιέφερε η εξέλιξη, ως πορεία και όχι τόσο ως εμπορικός στόχος. Και αυτό μου στοίχισε σε χρόνο και χρήμα, αλλά κυρίως ψυχολογικά. Από την άλλη, όλα αυτά με έκαναν περισσότερο επίμονο και με έφεραν ένα βήμα πιο κοντά στην επίτευξη του στόχου διεθνοποίησης του brand μου».
Την πρώτη φορά που παρουσίασε συλλογή του μέσω ενός showroom στο Παρίσι, στο υπόγειο ενός ξενοδοχείου, το μόνο που κατάφερε ήταν να γνωρίσει κάποιους buyers, με ενημερώνει. Κάτι που επαναλήφθηκε τη δεύτερη σεζόν, με την όλη εμπειρία να είναι τουλάχιστον απογοητευτική. Ακολούθησε ένα σημαντικό ραντεβού με το Harrods, όπου έπρεπε να τους πείσει για την αξιοπιστία του Made in Greece, καταλήγοντας να είναι το πρώτο ελληνικό brand που μέσα σε οκτώ χρόνια κατάφερε να εκπροσωπείται ταυτόχρονα από μεγάλους και διαφορετικούς ομίλους της διεθνούς βιομηχανίας, οι οποίοι παραμένουν πελάτες του και μάλιστα με αυξητική τάση. Για τον ίδιο η δικαίωση είναι μεγάλη, αφού τον τοποθετεί στην κατηγορία των ελάχιστων Ελλήνων δημιουργών που τόλμησαν και βγήκαν κερδισμένοι. «Βρισκόμαστε σε μια κομβική στιγμή, κατά την οποία πρέπει να εκλάβουμε σαν πολιτιστικό και οικονομικό πλεονέκτημα της χώρας το design και το Μade in Greece», πιστεύει. «Ό,τι παράγεται μέσα σε αυτό το πλαίσιο καλό είναι να βασίζεται στις αρχές της ηθικής προσέγγισης της μόδας, με σεβασμό στο περιβάλλον και στην κυκλική οικονομία, έμφαση στην ανάπτυξη και στην αξιοποίηση ελληνικών πόρων, καθώς και στην ανάδειξη εξειδικευμένων αριστοτεχνών και γενικότερα της παραδοσιακής χειροτεχνίας. Χρειάζεται στρατηγική για να προχωρήσουμε πέρα από το ωραίο και λειτουργικό design, η οποία θα βασίζεται στη βιωσιμότητα, προσδίδοντας προστιθέμενη αξία σε κάθε προϊόν, όχι μόνο σήμερα, αλλά και στο μέλλον. Το τοπικό design και το Μade in Greece που δεν έχουν ακόμα εκτεθεί και φθαρεί μπορούν να κάνουν τη δική τους πρόταση σε παγκόσμιο επίπεδο. Ευτυχώς, ο δρόμος έχει ανοίξει και η ευρύτερη αγορά είναι θετικότερη σε προϊόντα που σχεδιάζονται και παράγονται στην Ελλάδα». Τον ρωτώ αν σε γενικότερο επίπεδο απέτυχε, πράγματι, η παγκοσμιοποίηση της ελληνικής μόδας.
«Αυτό το ερώτημα είναι επίκαιρο, για πολλούς λόγους», απαντά. «Θα ήταν άδικο να πούμε ότι απέτυχε, γιατί στο γενικό πλαίσιο δεν δοκιμάστηκε με τους καλύτερους όρους. Για να μιλήσουμε για παγκοσμιοποίηση ενός κλάδου, δεν απαιτείται μόνο ατομική προσπάθεια, αλλά κι ένα θεσμικό υποστηρικτικό πλαίσιο, το οποίο δυστυχώς δεν υπήρξε ποτέ. Συνεπώς, κάποιες ατομικές επιτυχίες μπορούν να αποτελέσουν, ίσως, την αφετηρία μιας δυναμικής που όμως, για να υπάρξει συνέχεια, απαιτούνται συνέργειες και στρατηγικές μεγαλύτερης κλίμακας σε μια γενικότερη πολιτική εξωστρέφειας. Σε προσωπικό επίπεδο θα έλεγα ότι η εμπειρία που έχουμε σήμερα ως brand μπορεί να αξιοποιηθεί μέσα από μια λεπτομερή καταγραφή και να αποτελέσει βάση για έναν στρατηγικό σχεδιασμό που θα μπορούσε, κατά την άποψή μου, να φέρει θετικά αποτελέσματα. Η σχεδιαστική δυναμική στην Ελλάδα δεν υπολείπεται σε ιδέες και δημιουργικότητα. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο και παρουσιάζονται πολύ ωραίες δουλειές, με δυνατότητα διεθνούς καριέρας. Δυστυχώς, η μικρή εγχώρια αγορά δεν προσφέρει τα απαιτούμενα εφόδια για επιθετική ανάπτυξη. Κάνοντας την αυτοκριτική μου και παρατηρώντας όσα συμβαίνουν γύρω μου όλα αυτά τα χρόνια, θα έλεγα ότι μόνο οι απαιτήσεις της αγοράς μπορούν να δώσουν κίνητρο σε έναν σχεδιαστή να προχωρήσει και να υπερβεί στεγανά σε σχεδιαστικό επίπεδο, αντιμετωπίζοντας επιτυχώς φοβίες και ανασφάλειες».
Με τον Χρήστο γνωριστήκαμε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας των ’00s, μέσα από τον Σύλλογο Ελλήνων Σχεδιαστών Μόδας, του οποίου υπήρξαμε και οι δύο ενεργά μέλη. Η ιδέα της συγκέντρωσης των εγχώριων ταλέντων κάτω από μία ομπρέλα, ενώ ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές, κατέληξε να ανταγωνίζεται μια παρόμοια οργάνωση που συστάθηκε παράλληλα και είχε τους ίδιους ακριβώς στόχους: την εξαγωγή της ελληνικής μόδας. Έπειτα από κάποιες Εβδομάδες Μόδας παρουσία ξένων δημοσιογράφων, ο πρώτος σύλλογος εξέπνευσε, ακριβώς τη στιγμή που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση. «Νομίζω ότι σε κάποιον βαθμό υπήρξαν καλά στοιχεία, ξεκινώντας από την αναγνώριση αυτής της συλλογικής προσπάθειας, που ήταν ένα μεγάλο βήμα και προσωπικά το αξιολογώ ως επιτυχία», λέει. «Το ότι δεν είχε συνέχεια οφείλεται σε πολλούς και σύνθετους παράγοντες, όπως η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού. Ενώ παρουσιάστηκαν πολλές ενδιαφέρουσες δουλειές εκείνη την περίοδο, υπήρχαν και αρκετές ατομικές και ετερόκλητες τακτικές, σε συνδυασμό με την απουσία κεντρικού σχεδιασμού και επενδύσεων στο παραγωγικό μοντέλο – στο οποίο, πέρα από την εκπαίδευση και το mentoring, περιλαμβάνονται η επικοινωνία, το craftsmanship κ.λπ. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, την έλλειψη κοινών στόχων και τη λανθασμένη άποψη που επικρατούσε, ότι δηλαδή τα αποτελέσματα έπρεπε να φανούν άμεσα, οδήγησαν στην αποδυνάμωση και, σταδιακά, στην κατάργηση του θεσμού. Αυτή τη στιγμή γίνεται μια προσπάθεια αναβίωσής του, καθώς και του συλλόγου σχεδιαστών, κάτι που θεωρώ καλό βήμα προς το μέλλον».
Συμφωνούμε ότι η Ελλάδα, αξιοποιώντας τη γεωγραφική της θέση, θα μπορούσε να αποτελέσει πυρήνα μόδας για τα Βαλκάνια, τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ασία, καθώς οι μεγάλες αλλαγές των τελευταίων δύο δεκαετιών άλλαξαν τη ροή των πραγμάτων γενικότερα στη ζωή και ειδικότερα στη μόδα – ξεκινώντας από την παγκόσμια οικονομική κρίση, την κλιματική-περιβαλλοντική κρίση, την πανδημία, τα κινήματα υπέρ των δικαιωμάτων κάθε είδους μειονοτήτων, την εισαγωγή στην κοινωνική ζωή του όρου «συμπερίληψη», την αποδοχή της διαφορετικότητας, το #BlackLivesMatter και τόσα άλλα. Συζητάμε για το πώς όλα τα παραπάνω υπήρξαν η αιτία και η αφορμή για μια νέα προσέγγιση του τομέα της μόδας, τόσο σε σχεδιαστικό επίπεδο όσο και στον τρόπο κατανάλωσης του ίδιου του προϊόντος, δαιμονοποιώντας το fast fashion, τον συγκεντρωτισμό –το ότι πέντε όμιλοι ελέγχουν το 85% της παγκόσμιας κατανάλωσης–, το πέρασμα από τη δικτατορία των τάσεων στον εκδημοκρατισμό της πληροφορίας, που επιτεύχθηκε μέσω των social media, και φυσικά την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση – από το e–com μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη. Αλήθεια, πού βρίσκουν την Ελλάδα αυτές οι τόσο μεγάλες αλλαγές και τι σημαίνει ελληνική μόδα τελικά; τον ρωτώ. «Ζούμε σε μια ενδιαφέρουσα εποχή, στην οποία ο εκδημοκρατισμός της πληροφορίας προσφέρει πολλές ευκαιρίες δημιουργικότητας και ανταλλαγής απόψεων», θεωρεί. «Η ζύμωση είναι πρωτόγνωρη σε ιστορικό επίπεδο. Προσωπικά προσπαθώ να αποκωδικοποιώ αυτό το μπόλιασμα και να του δίνω μια άλλη δυναμική, που σχετίζεται με την ελληνική μου ταυτότητα ως σχεδιαστή. Έχω όμως την αίσθηση ότι είναι συγκεχυμένη η κατάσταση στο διεθνές περιβάλλον. Το κυνήγι των τάσεων, η προσπάθεια να είσαι εκσυγχρονισμένος αισθητικά με αυτό που συμβαίνει, πολλές φορές σε μετατρέπει ακούσια σε έρμαιο μιας προσέγγισης χωρίς ισχυρή ταυτότητα –που είναι η κυρίαρχη–, κυρίως μέσω των social media. Με βάση τα παραπάνω, θεωρώ ότι η ταυτότητα της ελληνικής μόδας σε γενικό πλαίσιο δεν είναι ξεκάθαρη, γιατί είναι δύσκολο να την αποκωδικοποιήσει κάποιος εφόσον δεν υπάρχει ακμάζον περιβάλλον και σαφές μήνυμα που να μπορεί να επικοινωνηθεί αρχικά στο εσωτερικό και φυσικά στο εξωτερικό, που είναι και το ζητούμενο για τη βιωσιμότητά της σε βάθος χρόνου». «Προηγουμένως αναφέρθηκες στην ηθική της μόδας.
Τι εννοείς;» τον ρωτώ. «Ως καταναλωτές παίζουμε πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ποιότητας των προϊόντων που διανέμονται στην αγορά. Τα ρούχα που αποφασίζουμε να αγοράζουμε και να φοράμε αντανακλούν την προσωπική μας ηθική και κοινωνική επιλογή. Θα πρέπει επομένως να υπάρχει διαφάνεια, όχι μόνο σε σχέση με τις πηγές έμπνευσης ή τις επιρροές ενός σχεδιαστή, αλλά κυρίως για το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα όλα όσα φοράμε, αν είναι ζωικής προέλευσης, πού, πώς και από ποιον κατασκευάστηκαν, πόσων ετών είναι οι εργαζόμενοι στις σχετικές βιομηχανίες, ποιες είναι οι απολαβές τους και ποιες οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται. Το κοινό έχει αρχίσει να καταναλώνει πιο συνετά, επειδή αντιλαμβάνεται πλέον τη σημασία της βιωσιμότητας. Δεν πρόκειται για άλλη μία τάση, αλλά για αναγκαιότητα που φρενάρει τη λογική του fast fashion. Βrands όπως το δικό μου επιβραβεύονται επειδή υιοθετήσαμε μια ηθική προσέγγιση μέσω της κυκλικής οικονομίας, της σωστής επιλογής πρώτων υλών και της διοχέτευσης του deadstock και του υπολοίπου των πρώτων υλών μας είτε σε ευπαθείς ομάδες είτε σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο τρόπος που δημιουργούμε και καταναλώνουμε μόδα βοηθά να επέλθει αλλαγή σε όλους τους τομείς κατασκευής και διανομής. Οφείλουμε να προλαβαίνουμε γεγονότα όπως το Rana Plaza [σ.σ.: το εργοστάσιο στην Ντάκα του Μπανγκλαντές που κατέρρευσε, με τραγικό απολογισμό 1.100 νεκρούς και πάνω από 2.500 τραυματίες], καθώς και θέματα όπως η κακοποίηση και η θανάτωση ζώων για τη γούνα και το δέρμα τους, η καταστροφή ολόκληρων οικοσυστημάτων, το απίστευτα υψηλό ποσοστό με το οποίο συμμετέχει –δυστυχώς– η μόδα στη ρύπανση του πλανήτη, η απάνθρωπη, βάναυση ή απαξιωτική συμπεριφορά απέναντι σε συνανθρώπους μας με δικαιολογία την οποιαδήποτε διαφορετικότητά τους, είτε έχει να κάνει με το χρώμα, την εθνικότητα και το φύλο είτε με την ηλικία και τον σωματότυπό τους», τονίζει.
Η συζήτηση έρχεται στα «ιδανικά» πρότυπα, που εξυπηρετούσαν στην ουσία το εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον, με τους περιορισμούς και τη (συμ)πίεση να αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της γυναικείας ενδυμασίας. Για παράδειγμα, όσο υψηλότερο ήταν στο παρελθόν το στάτους μιας γυναίκας –ή, πιο σωστά, το στάτους της οικογένειας ή του συζύγου της– τόσο πιο καταπιεστικά ήταν τα ρούχα της. Ας θυμηθούμε τους υπερβολικά στενούς κορσέδες του 18ου και του 19ου αιώνα που έκαναν τη μέση πιο λεπτή, εμποδίζοντας σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και τη σωστή αναπνοή ή προκαλώντας δυσλειτουργία των εσωτερικών οργάνων. Επίσης, τα «πόδια του λωτού» στην Κίνα, μια εξαιρετικά επίπονη πρακτική «εξαφάνισης» των δαχτύλων για τις γυναίκες, που εφαρμοζόταν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και θεωρούνταν σύμβολο ομορφιάς και πλούτου. Τις γυναίκες-καμηλοπαρδάλεις της Βιρμανίας, οι οποίες επιμηκύνουν τον λαιμό τους προσθέτοντας χρόνο με τον χρόνο μεταλλικούς δακτυλίους. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 πάλι, κυριάρχησε μια µη ρεαλιστική εικόνα, με κύριο χαρακτηριστικό τη σχεδόν αφύσικη αδυναμία, μια γυναίκα με τέλειο δέρμα, χωρίς ρυτίδες, δυσμορφίες ή ουλές, µακριά πόδια, λεπτή µέση και αψεγάδιαστη οδοντοστοιχία.
«Πρέπει να αντιληφθούμε ότι “ομορφιά” και “τελειότητα” είναι δύο διαφορετικές έννοιες και το ιδανικό ανθρώπινο σώμα είναι κάτι που διαμορφώνεται από την εκάστοτε κουλτούρα, θρησκεία και οικονομία», πιστεύει. «Κάθε ιστορική περίοδος διαμόρφωσε τη δική της ιδανική ομορφιά. Οι σχεδιαστές σήμερα οικοδομούμε το όνομα και τις επιχειρήσεις μας βασισμένοι στην αρχή ότι η μόδα κατά κύριο λόγο είναι μια μορφή αυτοέκφρασης. Δηλαδή, βασίζεται στην αρχή ότι έχεις τη χαρά να ντύνεσαι όμορφα εκφράζοντας τον εαυτό σου, με το να φαίνεσαι ο εαυτός σου ή έτσι όπως θέλεις να δείχνεσαι στον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι βλέπουμε πλέον στα σόου όχι μόνο τα συμβατικά μοντέλα, αλλά και φίλους και μέλη της οικογένειας και του ευρύτερου περιβάλλοντος των σχεδιαστών που αντιπροσωπεύουν όλα τα μεγέθη, ηλικίες και φύλα, με ρυτίδες, ατέλειες, σημάδια ζωής και τη δύναμη που τους έχουν προσφέρει. Είναι σαφές ότι η μόδα μπορεί να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στον επαναπροσδιορισμό του “ιδανικού” προτύπου ομορφιάς, ανατρέποντας τους ξεπερασμένους κανόνες σχετικά με το τι ανήκει στην πασαρέλα, ποιος μπορεί να φοράει τα ρούχα των σχεδιαστών και την εικόνα που πρέπει να έχουν. Η σιλουέτα είναι πρωταρχικό στοιχείο της σχεδιαστικής διαδικασίας για μένα. Ευτυχώς, τα πράγματα έχουν προχωρήσει και ως προς τον προσδιορισμό του ωραίου αλλά, κυρίως, στο τι είναι υγιές. Με εκφράζει απόλυτα η συζήτηση γύρω από αυτό σε σχέση με τον σχεδιασμό των ρούχων. Αν και δουλεύω με τις βασικές αρχές του κλασικού moulage πάνω στο σώμα, η προσέγγισή μου σήμερα είναι ρεαλιστική», καταλήγει.