Ο μόνος συμβιβασμός που δέχεται να κάνει στη ζωή της η Σοφία Νεοφύτου είναι να φορέσει ένα ζευγάρι φλατ Hermès σανδάλια μετά από ένα βράδυ που στέκεται όρθια επί έξι ώρες πάνω στις ψηλοτάκουνες Alaïa γόβες της. «Λατρεύω τα τακούνια γιατί νιώθω ψηλότερη, μου αρέσει το πώς αλλάζει η στάση του σώματός μου και πόσο πιο όμορφο δείχνει το πόδι – όλα είναι θέμα αισθητικής. Για ψηλοτάκουνα επέλεγα ανέκαθεν Alaïa, γιατί είναι μοναδικές οι λεπτομέρειες των παπουτσιών του Azzedine, και τώρα του Pieter Mulier», μου λέει στην τηλεφωνική συνομιλία μας όταν αναφέρω ότι είναι διάσημη, μεταξύ πολλών άλλων, για το ότι δεν αποχωρίζεται ποτέ τα τακούνια της.
Στα British Fashion Awards, που θα πραγματοποιηθούν στις 2 Δεκεμβρίου 2024 στο Royal Albert Hall, θα απονεμηθεί τιμητική διάκριση στη Σοφία για τη συνεισφορά της στη μόδα. Ακούγοντάς τη να μου μιλάει εκστασιασμένη για τις εμπειρίες της ως fashion editor και director σε παγκοσμίου φήμης περιοδικά και εφημερίδες, ως creative director για εντυπωσιακά fashion shows και consultant σχεδιαστών σε πασίγνωστα brands και μεγάλους οίκους, ως εκδότρια και global editor–in–chief των εκδόσεων 10 magazine, 10 men και 10 Japan, για όσα την εμπνέουν διαχρονικά, φαίνεται ότι η μόδα είναι εγγεγραμμένη στο DNA της. Πριν όμως χτίσει την ανεξάρτητη οικονομικά εκδοτική αυτοκρατορία της στον χώρο της μόδας, εργαζόταν σε αρχιτεκτονικό γραφείο. «Όταν σχεδιάζεις κτίρια, περνάνε χρόνια μέχρι να υλοποιηθούν, ενώ μεσολαβούν τόσες αλλαγές, που το αποτέλεσμα είναι μια μέτρια εκδοχή του αρχικού οράματός σου», μου εξηγεί. «Ένιωθα ότι ήταν ένας συνεχής συμβιβασμός και ήθελα να δοκιμάσω την τύχη μου ως set designer σε εκπομπές του BBC, μέχρι που μια φίλη διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων σε περιοδικό deco μού πρότεινε να δουλέψω μαζί της. Τότε κατάλαβα ότι μου αρέσει ο χώρος των περιοδικών, αλλά προτιμούσα τη μόδα. Ξεκίνησα, λοιπόν, να στέλνω επιστολές –δεν υπήρχαν τότε emails– σε όλα τα περιοδικά μόδας, ζητώντας να εργαστώ ως ασκούμενη fashion editor, μέχρι που μια μέρα έλαβα θετική απάντηση από τη Liz Tilberis, την τότε editor–in–chief της βρετανικής Vogue. Ο σύζυγός της ήταν ελληνικής καταγωγής και, μέχρι σήμερα, πιστεύω ότι με επέλεξε επειδή είδε το ελληνικό όνομά μου, γιατί δεν υπήρχε τίποτα στο βιογραφικό μου που να την έπειθε ότι είχα τα προσόντα (γελάει)! Έμαθα πάρα πολλά δίπλα στη Liz, όπως και από τη Franca Sozzani, δουλεύοντας ως εξωτερική συνεργάτις στην ιταλική Vogue. Με έμαθαν να μη συμβιβάζομαι δημιουργικά, αλλά και ότι πάνω απ’ όλα μετράει το να είσαι σωστός άνθρωπος. Στον χώρο της μόδας οι άνθρωποι μπορεί να νιώθουν ότι έχουν εξουσία και προνόμια, να συμπεριφέρονται σαν κακομαθημένα, και πολλές φορές θέλω να τους πω “εντάξει, χαλαρώστε, δεν είμαστε πυρηνικοί φυσικοί ούτε νευροχειρουργοί, προσφέρουμε στον κόσμο κάτι που τους μεταφέρει σε ένα πιο όμορφο μέρος, αλλά δεν σώζουμε και ζωές”».
Εκτιμώντας τη χειμαρρώδη ειλικρίνεια και το ήθος της, συμφωνώ και συνεχίζω ρωτώντας τη για την απόφαση να ξεκινήσει το 10 magazine. «Το αποφάσισα όταν ήμουν 33 ετών, αναρωτώμενη πώς θα μπορούσα να διασφαλίσω τη δημιουργικότητά μου στο μέλλον χωρίς να συμβιβάζομαι», διηγείται. «Η απάντηση βρισκόταν στη δημιουργία ενός σύμπαντος που θα μου ανήκει, όπου εγώ θα αποφασίζω για την εικόνα του, κοιτώντας πάντα μπροστά. Τότε ο γιος μου ήταν δύο ετών και δεν θα είχα καταφέρει τίποτα αν δεν είχα την υποστήριξη της οικογένειάς μου, αλλά και πίστη στο όραμά μου. Υπήρχαν τόσοι που μου έλεγαν “όχι”, αλλά όλη η καριέρα μου είναι μια πρόκληση να μετατρέπω τα όχι σε ναι, και όταν το καταφέρνω, νιώθω σαν να έχω βάλει γκολ! Όταν χρειαζόμουν 20 χιλιάδες λίρες για το πρώτο τεύχος, ο σύζυγός μου μού έδωσε μια συμβουλή-μάθημα ζωής: “Αν πιστεύεις ότι θα πετύχεις, πρέπει να βρεις αυτά τα χρήματα”. Η τράπεζα αρνήθηκε να μου δώσει δάνειο, γιατί δεν είχαν ασφαλή εκτίμηση της επένδυσης, οπότε ζήτησα δάνειο για να αγοράσω αυτοκίνητο και με αυτό το ποσό ξεκίνησα την επιχείρησή μου. Θέλω να πω στους νέους δημιουργικούς ανθρώπους να μην αποθαρρύνονται από τα όχι, να βρουν το μονοπάτι τους, ακόμη κι αν χρειάζεται να το χαράξουν με οδοντογλυφίδα, και να δημιουργήσουν τη δική τους πραγματικότητα». Επισημαίνω πως και ο Giorgio Armani ξεκίνησε την επιχείρησή του πουλώντας το αυτοκίνητό του. «Ναι, εκείνος είναι εκατομμυριούχος, εγώ είμαι πλούσια επειδή κάθε μέρα ξυπνάω και κάνω αυτό που αγαπώ», απαντά.
Η Σοφία έχει δηλώσει ότι θα συνεχίσει να ασχολείται ενεργά με τη μόδα, όσο εμπνέεται από αυτήν. «Βρίσκω έμπνευση καθημερινά στους νέους στιλίστες φωτογράφους και makeup artists! Λατρεύω τα σόου των Ιαπώνων σχεδιαστών, όπως εκείνα του Noir Kei Ninomiya και της Rei Kawakubo, μιας από τις πιο εξέχουσες οραματίστριες, γιατί δεν ακολουθούν κανόνες», τονίζει. «Θέλω τα σόου να με ταξιδεύουν κάπου όπου η εμπειρία θα εγγραφεί στη μνήμη μου. Το σόου του John Galliano για την artisanal συλλογή Margiela μάς μετέφερε μέσα στο μυαλό του, στον μηχανισμό με τον οποίο δημιουργεί. Πολλοί νέοι που δεν είχαν παρακολουθήσει τα παλιότερα σόου του εκστασιάστηκαν, αλλά εγώ θυμάμαι, για παράδειγμα, την παρουσίαση της Spring 1998 Christian Dior Couture συλλογής στην όπερα Palais Garnier – καθόμασταν σε μικρά τραπεζάκια σαν σε παριζιάνικο καφέ, περιτριγυρισμένοι από χορευτές του τανγκό, μέχρι που τα κορίτσια κατέβηκαν τις σκάλες φορώντας εκπληκτικές δημιουργίες, καθεμία εντελώς διαφορετική από την προηγούμενη. Τι αξέχαστη στιγμή ευφορίας! Έτσι ήταν και τα σόου του Alexander McQueen, όπως εκείνο της συλλογής Voss για την Άνοιξη 2001 – ήμασταν αναγκασμένοι να βλέπουμε για ώρα τις αντανακλάσεις μας σε ένα κουτί καλυμμένο από καθρέφτες, μέχρι που άναψε ένα φως μέσα του και ακολούθησε ατόφιο δέος. Πολύς κόσμος συνειδητοποίησε με το φετινό σόου Margiela ότι η μόδα μπορεί να απευθυνθεί στα βαθιά ένστικτά μας – εκεί καταλαβαίνεις ότι δεν έχει να κάνει με το αν σου αρέσει ένα χρώμα ή μια φούστα, αλλά ότι η ουσία βρίσκεται στην αναζωογονητική πινελιά του καλλιτέχνη. Από την άλλη, στα σόου των συλλογών The Row θα σκέφτομαι τα looks που θέλω να αγοράσω. Είναι δύσκολο να βρεις κάτι πιο ακριβό για ρούχα που φαίνονται τόσο απλά, αλλά η αίσθηση που έχουν πάνω στο δέρμα σου, το πόσο άψογα στέκονται στους ώμους σου, αυτές οι μικρές λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά για μένα».