Ως μαθήτρια ερχόταν με το ΚΤΕΛ από τη Λαμία στην Αθήνα για να παρακολουθήσει τις παραστάσεις της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη. Στα διαλείμματα της πρόβας του Εθνικού διάβαζε Συνταγματικό Δίκαιο. Αποφάσισε να υιοθετήσει ένα παιδί και μετέβη επί πανδημίας στην Αφρική για να ολοκληρώσει τη διαδικασία, τη στιγμή που τα αεροδρόμια έκλειναν το ένα μετά το άλλο, λόγω της μετάλλαξης Ο. Σήμερα, μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στα παιχνίδια με την κόρη της και στις επαγγελματικές της υποχρεώσεις σε θέατρο και τηλεόραση, με το καρδιοχτύπι φοιτήτριας δραματικής. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, η Ευγενία Δημητροπούλου συστήθηκε στο ελληνικό κοινό μέσα από την τηλεοπτική σειρά Το νησί· πολλοί την παρομοίασαν με τη Juliette Binoche, άλλοι την ονόμασαν Ελληνίδα Amélie. Όλοι τη θεωρούμε το καλό κορίτσι που θα θέλαμε να έχουμε στη ζωή μας. Συνομιλώντας, όμως, μαζί της ανακαλύπτω ότι είναι πολλά περισσότερα: ρομαντική και δυναμική, έχει πολλά να μας πει, όπως οι ηρωίδες που αγαπάει ως ηθοποιός να ενσαρκώνει.
Το καλό κορίτσι αφηγείται δύσκολες ιστορίες
Η Romaine Vole μιλάει με απαξίωση για τον σύζυγό της και πετά δηλητηριώδεις ατάκες στο δικαστήριο. Η πρωταγωνίστρια της Agatha Christie στον Μάρτυρα κατηγορίας, ένας συνδυασμός femme fatale και κατασκόπου του Ψυχρού Πολέμου, μηχανορραφεί με περισσή χάρη για δύο ώρες επί σκηνής. «Μα, είναι δυνατόν αυτή τη δαιμόνια γυναίκα να την παίζει η “δική” μας Ευγενία Δημητροπούλου;» αναρωτήθηκα σιωπηλά στη διάρκεια της παράστασης. «Από την αρχή της καριέρας μου έχω παλέψει για να μην ταυτιστώ με την εικόνα του καλού κοριτσιού», μου απαντά η ίδια τρεις ώρες αργότερα, έχοντας αφήσει πίσω της την επιβλητική περιβολή της Vole.
«Προσανατολιζόμουν εξ αρχής συνειδητά σε ρόλους που δεν ήταν κοντά σε εμένα. Έτσι απελευθερώθηκα και οι άνθρωποι του χώρου με είδαν με άλλο μάτι. Και στο Νησί άλλωστε, η διανομή των ρόλων θα μπορούσε να είναι διαφορετική, όπως και σε πολλά επεισόδια του Πάνου Κοκκινόπουλου. Το ίδιο ισχύει και στο θέατρο· στα Κόκκινα φανάρια ο Κωνσταντίνος Ρήγος με προόριζε για τον ρόλο της Ελένης, που είχε παίξει η Καρέζη, αλλά πολύ γρήγορα με ρώτησε “θες να σε δοκιμάσω σε κάτι άλλο;” κι έτσι πήρα τον ρόλο της Μυρσίνης». Η ίδια απολαμβάνει να «μπαίνει» στην τυπολογία ενός διαφορετικού ανθρώπου και να λέει την ιστορία του χωρίς να τον κρίνει. Οι ηρωίδες, ωστόσο, που κατεξοχήν αγαπάει είναι «ρομαντικές και δυναμικές, που έχουν κάτι να μας πουν». Ξεχωριστή θέση στην καρδιά της κατέχει η Στέλλα Βιολάντη του Ξενόπουλου.
«Η παράσταση ξεκινάει στο οικογενειακό τραπέζι, όπου όλα μοιάζουν κανονικά, παρά την υποβόσκουσα ένταση· ξαφνικά, ο πατέρας ξυλοκοπεί άγρια τη Στέλλα και η υπόθεση εξελίσσεται σε θρίλερ. Ο ξυλοδαρμός ήταν τόσο αληθοφανής που το κοινό πάγωνε». Είναι πολλές οι γυναίκες που περνούσαν τότε από το καμαρίνι της Ευγενίας. «Μοιράζονταν μαζί μου πολλές εμπειρίες ενδοοικογενειακής βίας· δεν θα ξεχάσω ποτέ μια γυναίκα που μου έδειξε στο κινητό τη φωτογραφία του γιου της και μου είπε: “Για χάρη του κατάφερα και έφυγα”».
Βρισκόμαστε στο 2017 και η δημόσια συζήτηση γύρω από την έμφυλη βία δεν έχει ακόμα ανοίξει. «Αν και πατιναρισμένο στον χρόνο, το κείμενο του Ξενόπουλου μιλάει στον σύγχρονο θεατή και, τελικά, ενδυναμώνει τις γυναίκες, όπως μόνο τα κλασικά κείμενα ξέρουν να κάνουν», λέει. Παρατηρώντας την πορεία της –από τις Νύφες του Παντελή Βούλγαρη έως το Απαραίτητο φως που παίζεται αυτή τη στιγμή στο ΕΡΤflix– το όνομά της συνδέεται πάντοτε με παραγωγές εποχής. «Νιώθω ότι μπαίνω σε χρονοντούλαπο και αυτό μου αρέσει πάρα πολύ· ανακαλύπτω εκ νέου, για παράδειγμα, πώς σκέφτονταν και επικοινωνούσαν τότε οι άνθρωποι, οι οποίοι, απουσία τηλεφώνων, μάζευαν μέσα τους όλα όσα ήθελαν να πουν σε ένα αγαπημένο πρόσωπο, που μπορεί να συναντούσαν πολύ αραιά».
Η Ευγενία παρατηρεί πάντα πώς σχετίζονται οι άνθρωποι, ως ένα κομμάτι της δουλειάς της. Αντίστοιχα, διακρίνει με δέος πώς οι μαμάδες ενσωματώνουν στη συμπεριφορά τους την παροχή φροντίδας στα παιδιά τους – μέχρι τη στιγμή που αναλαμβάνει και εκείνη τον ρόλο της μαμάς στην πραγματική ζωή.

Η υιοθεσία ως πρώτη επιλογή
«Η επιθυμία να μεγαλώσω ένα παιδί γεννήθηκε σε ένα πολύ καλό timing, γιατί ένιωθα ώριμη και πλήρης εμπειριών». Ευτυχής συγκυρία είναι ότι, όταν γνωρίζεται με τον μετέπειτα σύζυγό της, Στέλιο, διαπιστώνουν ότι έχουν μια κοινή επιθυμία: να υιοθετήσουν ένα παιδί. «Ήταν πρώτη μας επιλογή, ήταν ένα ιδανικό για το οποίο παλέψαμε, χωρίς να έχουμε φθαρεί με άλλες προσπάθειες». Όταν το αποφασίζουν, το 2021, τα νομικά διαθέσιμα προς υιοθεσία παιδιά στην Ελλάδα ήταν μόλις 68 και οι υποψήφιοι θετοί γονείς εκατοντάδες. «Σκεφτήκαμε τότε ότι θα είχε περισσότερο νόημα να στραφούμε σε άλλες χώρες, όπου η υποψηφιότητά μας θα έκανε τη διαφορά στη ζωή ενός παιδιού». Μέχρι η Ευγενία και ο Στέλιος να επιβιβαστούν στο αεροπλάνο για τη Σιέρα Λεόνε, μεσολαβεί πολλή δουλειά. «Ήταν τότε μια χώρα που μόλις “άνοιγε” τη διαδικασία σε ξένους, έκανα πολλή έρευνα και πολλά τηλέφωνα, διάβασα ξανά τη Συνθήκη της Χάγης [σ.σ. αν και η Σιέρα Λεόνε δεν την έχει υπογράψει]», θυμάται. «Στην αφρικανική χώρα δεν έχουμε πρεσβεία, ενώ παράλληλα ήμασταν εν μέσω πανδημίας», απαριθμεί μερικά από τα εμπόδια. «Είμαι ευγνώμων σε άγνωστους ανθρώπους που εμφανίστηκαν και μας έτειναν χείρα βοηθείας», τονίζει η Ευγενία, που εξίσου απλόχερα έχει δώσει πληροφορίες για πολλά πρακτικά ζητήματα στους επόμενους ενδιαφερομένους, όπως ποια εμβόλια και ποια έγγραφα χρειάζονται, πού μπορούν να μείνουν κ.ά. Η τριμελής οικογένεια προσγειώνεται στην Αθήνα λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 2021. «Όταν έφτασα, έκλαιγα για ώρες, μου βγήκε όλη η ένταση». Για την υιοθεσία μίλησε από την πρώτη στιγμή ανοιχτά. «Ήθελα να επικοινωνήσω μια ιστορία απαλλαγμένη από την επωδό “αχ, τι κρίμα, δεν έκαναν δικό τους και υιοθέτησαν”, ήθελα να μεταφέρω τη δική μου αλήθεια και υπαρξιακή χαρά». Περίπου τέσσερα χρόνια αργότερα, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η Ευγενία με τη στάση της ανέδειξε και απενοχοποίησε μια διαφορετική προσέγγιση στον θεσμό της υιοθεσίας.
«Εσένα η μαμά σου τι ώρα έχει παράσταση;»
Το σπίτι της σήμερα είναι γεμάτο λούτρινα κουκλάκια περιτυλιγμένα με… γάζες. «Η κόρη μου τα περιθάλπει, ακολουθώντας το πρότυπο του γιατρού μπαμπά της», λέει γελώντας. Η 4χρονη Εύα έχει αναδιαμορφώσει την καθημερινότητα του ζευγαριού. «Κάνουμε και οι δύο επαγγέλματα που δεν έχουν ωράριο ούτε μπορείς να τα ασκήσεις εξ αποστάσεως». Ως εκ τούτου, τα Σαββατοκύριακα η μαμά συνοδεύει στα πρωινά πάρτι και ο μπαμπάς στα απογευματινά – «προσπαθούμε να καλύπτουμε ο ένας την απουσία του άλλου». Στο σπίτι τους δεν μιλούν πολύ για τα επαγγελματικά. «Μερικές φορές την παίρνω μαζί στη δουλειά και παρακολουθεί κυρίως την προετοιμασία, αλλά το κάνω για να ξέρει πού είναι η μαμά όσο λείπει. Θέλω, όμως, να αντιμετωπίζει την υποκριτική ως μία ακόμα δουλειά», διευκρινίζει. Παίζοντας ένα απόγευμα με μια φίλη της, η μικρή γνωρίζει ότι η μαμά θα φύγει σε λίγο, γιατί έχει παράσταση. «Τότε ρώτησε με απόλυτη φυσικότητα τη φίλη της: “Η δική σου μαμά τι ώρα θα φύγει για την παράσταση;”». Την περσινή καλοκαιρινή της περιοδεία με το έργο Οκτώ γυναίκες την παρακολουθεί στενά. «Ήταν μικρή για να έρθει μαζί μας με το πούλμαν, όμως ήρθε με ΙΧ σε διάφορους προορισμούς, διασκέδαζε με το έργο, καθώς περιλάμβανε πολύ χορό, τον οποίο λατρεύει». Όταν είναι μαζί στο σπίτι, μαμά και κόρη επιδίδονται στη μαγειρική ή στην κηπουρική. «Θα κάνουμε ένα κεκάκι; Ένα ψωμάκι; Πάμε να ποτίσουμε τα λουλούδια μας;» προτείνει καθημερινά η 4χρονη.
Πολύτιμοι συμπαραστάτες στην ανατροφή του παιδιού είναι οι γονείς της, που μετακόμισαν στην Αθήνα για να βοηθήσουν τη νέα οικογένεια. Γιαγιά και εγγονή φέρουν, άλλωστε, το ίδιο όνομα. «Έχουν μεγάλο δέσιμο, έχουν τα δικά τους αστεία και μυστικά. Η μαμά μου της μαθαίνει μυθολογία, ακόμα και αρχαιοπρεπείς φράσεις». Οι γονείς της, φιλόλογοι από επιλογή, με το παράδειγμά τους την καθόρισαν. «Ήταν εκπαιδευτικοί με ευαίσθητες κεραίες. Θυμάμαι τη μαμά μου να μιλάει από το τηλέφωνο ντούμπλεξ με μια μαθήτρια της οποίας οι γονείς μόλις χώριζαν ή να κάνει επιπλέον μάθημα στο σχολείο σε παιδιά με δυσλεξία». Αργότερα, εκείνη ταξιδεύει στους Αγίους Τόπους· επιστρέφοντας λέει ότι θα ήθελε στο μέλλον να διδάξει παιδιά σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Ουκ ολίγες φορές η Ευγενία «συλλαμβάνει» τον εαυτό της να λέει στην κόρη της όσα της έλεγε κάποτε η δική της μαμά. «Τότε κάνω μια παύση και προσπαθώ να φιλτράρω τις σκέψεις μου», ομολογεί γελώντας. Οι ατάκες της κόρης της την αιφνιδιάζουν. «Προχθές με ρώτησε με μεγάλη σοβαρότητα: “Μαμά, όταν θα πάω πρώτη Δημοτικού, που θα είμαι μεγάλη, μπορώ να πάρω όλα σου τα φουστάνια;”».