Το πρώτο που μου ζήτησε ήταν να μιλάμε στον ενικό. Το πρώτο που της είπα, όταν έφτασε στο ραντεβού μας, ήταν πόσο όμορφη τη βρίσκω. Χαμογέλασε με μια γλυκιά συστολή. Δεν το απέρριψε. Αλλά είπε ήσυχα: «Δεν θεωρούσα ποτέ ότι ήμουν ιδιαίτερα όμορφη». Πόσο γοητευτικό να είσαι γοητευτική ερήμην σου, σκέφτομαι. Η Καρυοφυλλιά της ζωής μοιάζει πολύ με την Καρυοφυλλιά της σκηνής: φωνή καθαρή, βλέμμα βαθύ, σκέψη κοφτερή. Μια παρουσία λιτή, ευγενής, σχεδόν αυστηρή, που δεν φωνάζει για να επιβληθεί. Σε κερδίζει με μια ήρεμη βαρύτητα. Ξεκινώντας την κουβέντα, τη ρώτησα: «Αν ήμουν ένας στενός φίλος σου και απλώς καθόμασταν σ’ ένα μπαλκόνι στο τέλος μιας κουραστικής μέρας με ένα ποτήρι κρασί, και σε ρωτούσα τι είναι αυτό που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς τα βράδια, τι θα μου απαντούσες;». «Ευτυχώς, κοιμάμαι ήσυχη τα βράδια!», μου είπε γελώντας.
«Αν έπρεπε να σου δώσω μια απάντηση, θα έλεγα το άγχος του μέλλοντος», συνέχισε, κάνοντας μια μικρή παύση πριν συνεχίσει τη σκέψη της. «Πόσο χρόνο έχω ακόμα. Για πόσο ακόμα θα είμαι καλά. Είμαι 66 ετών. Πώς να μην έχω τέτοιους προβληματισμούς; Είναι η υπαρξιακή αγωνία που με κάνει καμιά φορά να μην κοιμάμαι τα βράδια. Και όσο ευγνώμων κι αν είμαι για όσα έχω ζήσει, όσο γεμάτη κι αν έχει υπάρξει η ζωή μου, η ζωή δεν χορταίνεται. Ο άνθρωπος είναι αχόρταγος. Από μικρή κουβαλάω αυτό το άγχος. Ο θάνατος ήταν πάντα η μεγάλη μου σκιά. Είχα απώλειες πολύ νωρίς. Νέοι άνθρωποι· δικοί μου· από την οικογένεια, από τον στενό κύκλο. Και αυτό με στοίχειωσε. Μεγαλώνοντας, βίωσα κι άλλες απώλειες. Γονείς, φίλους που μοιραστήκαμε μια ζωή. Όσο έρχεται η απώλεια πιο κοντά, τόσο αρχίζεις, όχι να συμφιλιώνεσαι, όχι ακριβώς, αλλά κάπως να την αποδέχεσαι. Σχεδόν φιλοσοφικά. Λες, συνέβη σ’ εκείνους, θα συμβεί και σ’ εμένα. Είναι η φυσική πορεία των πραγμάτων. Εκείνο που προσπαθώ να κάνω πράξη είναι αυτό που λέμε “carpe diem”, “άδραξε τη μέρα”, ζήσε το παρόν. Δεν είναι πάντα εύκολο. Δεν το πετυχαίνω κάθε μέρα. Αλλά είμαι ευγνώμων που έχω την υγεία μου, που παραμένω ενεργή, που δουλεύω ακόμα, και μάλιστα σε πράγματα ουσιαστικά. Με ανθρώπους που αγαπώ και εκτιμώ βαθιά. Αυτό από μόνο του είναι μια νίκη απέναντι στον χρόνο».

Σε έναν κόσμο όπου τα στερεότυπα γύρω από το φύλο, την ηλικία και τις επιλογές ζωής επιμένουν πεισματικά, η Καραμπέτη δεν τα αμφισβητεί μόνο φωναχτά, αλλά τα ανατρέπει και σιωπηλά, απλώς ζώντας όπως η ίδια επέλεξε. «Μεγάλωσα σε μια πατριαρχική κοινωνία, σε ένα χωριό, στη Δόξα Έβρου, όπου ο “προορισμός” της γυναίκας ήταν να παντρευτεί πριν από τα είκοσι, αλλιώς θεωρούνταν “γεροντοκόρη”. Είχα την τύχη να έχω έναν πατέρα με ανοιχτό μυαλό, που διέκρινε ότι αγαπούσα τα γράμματα και πήρε τη γενναία απόφαση να αφήσει το καφενείο στο χωριό και να ξεκινήσει από το μηδέν στη Θεσσαλονίκη, χωρίς σίγουρη δουλειά, για να μου δώσει καλύτερες προοπτικές, αφήνοντάς με να εξελίξω ελεύθερα τη ζωή μου. Η πατριαρχία, όμως, είναι ακόμα εδώ, δυστυχώς, σε ολόκληρη τη δομή της κοινωνίας. Πάρε για παράδειγμα τη σεξουαλική ελευθερία: ένας άνδρας με πολλές ερωτικές εμπειρίες εισπράττει θαυμασμό. Αντίθετα, μια γυναίκα με ελεύθερη ερωτική συμπεριφορά παραμένει ακόμη και σήμερα αντικείμενο σχολιασμού και κριτικής. Εγώ στάθηκα απέναντι σε όλα τα στερεότυπα. Ακολούθησα πάντα αυτά που μου υπαγόρευαν ο εαυτός μου, οι επιθυμίες και οι έρωτές μου. Με διαμόρφωσαν οι ταινίες, τα βιβλία, το θέατρο και, κυρίως, η Μεταπολίτευση, που έζησα στην εφηβεία μου. Εκείνη η εποχή, με τον αέρα της κοινωνικής και πολιτισμικής αλλαγής, μου έδωσε το κουράγιο να πορεύομαι χωρίς φόβο, σε έναν χώρο όπως η τέχνη ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, υπήρξε πάντα πιο ελεύθερος και ανοιχτός». Αυτό που τη συγκλονίζει δεν είναι μόνο η πατριαρχική αντίληψη της κοινωνίας, αλλά και η σκληρή της συνέπεια στην καθημερινότητα των γυναικών, και ειδικά η βία που συνεχώς επανεμφανίζεται. «Με τρομάζει η έξαρση της βίας κατά των γυναικών», λέει. «Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι το 2025 υπάρχουν ακόμη γυναίκες που ζουν υπό το κράτος του φόβου, που δεν είναι ελεύθερες να ζήσουν όπως θέλουν. Ότι αν βρεθούν δίπλα σε έναν κακοποιητικό σύντροφο και προσπαθήσουν να φύγουν, να σωθούν, μπορεί τελικά να χάσουν και την ίδια τους τη ζωή. Μου είναι αδιανόητο αυτό. Η κοινωνία, αντί να προχωρά, άρχισε να συντηρητικοποιείται όλο και περισσότερο. Εκεί που πιστεύαμε πως βαδίζουμε προς έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο ανοιχτό, με ισότητα ανάμεσα στα φύλα, βρεθήκαμε διαψευσμένοι. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις –οικονομικές, υγειονομικές, πολιτισμικές– δεν μας πήγαν μπροστά. Μας γύρισαν πίσω».

Φέτος το καλοκαίρι μπαίνει σε «ανδρικά παπούτσια», υποδυόμενη τον Κρέοντα στην παράσταση Οιδίπους, που διασκευάζει και σκηνοθετεί ο επί χρόνια καλός της συνεργάτης Γιάννης Χουβαρδάς. Η πρεμιέρα θα δοθεί στην Επίδαυρο, με ένα καστ εκλεκτών πρωταγωνιστών, από τον Νίκο Καραθάνο και τη Στεφανία Γουλιώτη έως τον Ορέστη Χαλκιά και την Πηνελόπη Τσιλίκα. Σε μια συμβολική συγκυρία –70 χρόνια από την ίδρυση του Φεστιβάλ Επιδαύρου και 30 χρόνια από το δικό της πρωταγωνιστικό ντεμπούτο στο αρχαίο θέατρο ως Αντιγόνη, σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη, η Καρυοφυλλιά επιστρέφει στον τόπο που έχει σφραγίσει με μερικές από τις πιο αλησμόνητες ερμηνείες της. «Ο Γιάννης Χουβαρδάς έγραψε ένα νέο έργο, βασισμένο στις τραγωδίες Οιδίπους επί Κολωνώ και Οιδίπους τύραννος του Σοφοκλή, υιοθετώντας σκόπιμα μια μη ρεαλιστική αντίληψη για το φύλο και την ηλικία των προσώπων, ως ένα γενικό σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη φύση. Όσον αφορά τον δικό μου ρόλο, υπάρχει μια ειδική σκηνοθετική συνθήκη. Δεν υποδύομαι έναν άνδρα, αλλά μια γυναίκα που έχει υιοθετήσει ανδρικά χαρακτηριστικά στη συμπεριφορά της. Η έμπνευση για τη συνθήκη αυτή έρχεται από το έθιμο των “Ορκισμένων παρθένων” της Αλβανίας. Σε κάποια απομακρυσμένα χωριά της χώρας, όταν πέθαινε ο αρχηγός του σπιτιού και δεν υπήρχε άλλος άνδρας να αναλάβει τη στήριξη της οικογένειας, όποια από τις μεγαλύτερες κόρες ήθελε μπορούσε να δώσει έναν όρκο παρθενίας στους γέροντες του χωριού. Αυτό της έδινε προνόμια, όπως το δικαίωμα να εργάζεται και να βγάζει χρήματα, κάτι που ήταν απαγορευμένο για τις γυναίκες τότε. Οι γυναίκες αυτές ντύνονταν με ανδρικά ρούχα, έκοβαν κοντά τα μαλλιά τους, πήγαιναν στο καφενείο, κάπνιζαν και δεν μπορούσαν ποτέ να παντρευτούν ή να κάνουν παιδιά. Παραιτούνταν από τη γυναικεία τους φύση, κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο. Σήμερα, υπολογίζεται ότι υπάρχουν ακόμα γύρω στις δώδεκα τέτοιες γυναίκες στην Αλβανία. Ευτυχώς, το έθιμο σταδιακά εκλείπει και μάλιστα προκαλεί αντιδράσεις ως βαθιά προσβλητικό για τη θέση της γυναίκας. Κάποιος φίλος μου είπε πως “γι’ αυτές ήταν τουλάχιστον μια ευκαιρία διαφυγής”. Διαφωνώ με αυτή τη σκέψη. Είναι αδιανόητο να πρέπει μια γυναίκα να απαρνείται τη φύση της και να υποδύεται τον άνδρα για να έχει δικαίωμα στη ζωή. Ακόμα και σήμερα, πολλές γυναίκες αναγκάζονται να υιοθετήσουν ανδρικά χαρακτηριστικά ως ασπίδα για να επιβιώσουν στην ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η παράστασή μας είναι ένα σχόλιο για τη μοίρα των ανθρώπων, ένας στοχασμός πάνω στο γιατί ζήσαμε όπως ζήσαμε, στο γιατί υποφέραμε, στο νόημα της ζωής με λίγα λόγια».

Θα ήταν εύκολο –ίσως και στερεοτυπικό– να την αποκαλέσει κανείς «η κορυφαία Ελληνίδα πρωταγωνίστρια». Και όμως, αυτός ο χαρακτηρισμός τής ανήκει δικαιωματικά. Η Καρυοφυλλιά είναι μια μορφή-σύμβολο για την υποκριτική στην Ελλάδα, με εκτόπισμα που θυμίζει κάτι από τη Meryl Streep. Όχι μόνο για το εύρος και το βάθος των ρόλων που έχει ενσαρκώσει, αλλά κυρίως για εκείνη τη σπάνια συνύπαρξη τεχνικής αρτιότητας και συναισθηματικής αλήθειας που φέρει κάθε φορά στη σκηνή και την κάμερα. Το προσεχές φθινόπωρο, μάλιστα, είναι ξεχωριστό για την ίδια, αφού θα μας χαρίσει μία από τις σπάνιες τηλεοπτικές της εμφανίσεις, πρωταγωνιστώντας στη Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση, μια υψηλών προδιαγραφών παραγωγή που θα προβληθεί στην ΕΡΤ1 και στο Ertflix. Της λέω πως οι επιλογές της στην καριέρα της έμοιαζαν πάντα με στρατηγικές κινήσεις, σαν να τις είχε χαράξει ο πιο διορατικός μάνατζερ. «Εγώ ήμουν πάντα ο μάνατζερ του εαυτού μου!» λέει γελώντας.

«Δεν διεκδίκησα ποτέ τίτλους ή ταμπέλες. Δεν με αφορούσαν αυτά. Οι επιλογές μου επαγγελματικά ήταν πάντα πολύ αυστηρές. Θέλω να συμμετέχω σε δουλειές που ανοίγουν τους πνευματικούς μας ορίζοντες, που δεν εγκλωβίζονται σε στερεότυπα, που μεταφέρουν ιδέες και νοήματα για όσα απασχολούν τους ανθρώπους του σήμερα, με αισθητική αρτιότητα και δύναμη να συγκινήσουν ή να εμπλουτίσουν τη σκέψη τους. Κι αυτός, ξέρεις, είναι ένας δύσκολος δρόμος. Χρειάστηκε να κάνω αρκετές θυσίες για να τον ακολουθήσω. Το κυριότερο που θυσίασα ήταν η οικονομική μου σταθερότητα. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, η τέχνη και το χρήμα είναι σχεδόν πάντοτε σε αντίστροφη σχέση. Όσο πιο εμπορικές επιλογές κάνει κανείς, τόσο καλύτερα αμείβεται· ενώ όσο πιο απαιτητικά και αυστηρά είναι τα καλλιτεχνικά του βήματα, τόσο λιγότερα χρήματα βγάζει. Μέσα στα χρόνια, αρνήθηκα επανειλημμένως πολλές οικονομικά δελεαστικές προτάσεις, επειδή δεν πληρούσαν τα καλλιτεχνικά μου κριτήρια. Ακολουθώ πολύ συνειδητά αυτόν τον δρόμο, όχι μόνο γιατί αυτή είναι η φύση μου, αλλά και γιατί αυτά μου έμαθαν οι δάσκαλοι που με διαμόρφωσαν, όπως οι αγαπημένοι μου Μάγια Λυμπεροπούλου και Γιώργος Μιχαηλίδης. Αυτό που λέω πάντα στα νέα παιδιά είναι ότι πρέπει να είναι απολύτως συνειδητοποιημένοι ως προς τον λόγο που έρχονται στο θέατρο. Γιατί θέλουν να γίνουν ηθοποιοί; Είναι μια βαθιά πνευματική ανάγκη; Μια προσωπική ανάγκη έκφρασης και ουσιαστικής επικοινωνίας με τον άλλον πάνω στα μεγάλα υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα; Ή είναι απλώς ένα ναρκισσιστικό όχημα, μια εγωκεντρική επιθυμία αυτοπροβολής; Γιατί, αν πρόκειται γι’ αυτό, δεν έχει κανένα πραγματικό νόημα και έχει και ημερομηνία λήξης. Το ζητούμενο δεν είναι να προστεθεί άλλο ένα πρόσωπο στη βιομηχανία κατασκευής ειδώλων. Η κοινωνία δεν έχει ανάγκη από κάτι τέτοιο. Το αντίθετο, της κάνει κακό. Έχει ανάγκη από συνειδητοποιημένους ανθρώπους, πολίτες με επίγνωση, που ανεβαίνουν στη σκηνή για να καταθέσουν την ψυχή, το πνεύμα και την αλήθεια τους. Όχι μόνο για τη δική τους εξέλιξη, αλλά και για τη συλλογική πρόοδο. Ο πολιτισμός είναι το εργαλείο για να πάει η κοινωνία μπροστά».

Άλλοτε, μου εκμυστηρεύεται, νιώθει αισιόδοξη, άλλοτε απαισιόδοξη για τη ζωή. Δεν ξέρει τι σημαίνει επιτυχία ούτε την απασχολεί να την ορίσει. Πιστεύει και στην τύχη και στο πεπρωμένο. Και όταν όλα γύρω της αγριεύουν, βρίσκει καταφύγιο στις αναμνήσεις των ανέμελων παιδικών της χρόνων ή σε μια φράση από την Παλατινή Ανθολογία που έχει κολλήσει στο μυαλό της τελευταία: «Απ’ το ουδέν οδεύουμε στο μηδέν. Στον δρόμο θα δεις τον ήλιο». «Σημασία δεν έχει μόνο να επιλέγουμε το φως, αλλά και να το δημιουργούμε. Αν με ρωτάς, το να συνειδητοποιήσεις τι δίνει φως στη ζωή σου είναι και το νόημα όλης σου της ύπαρξης».
* Οιδίπους, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, 25 και 26 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.