Και τις δύο μέρες που τη συνάντησα γι’ αυτή τη συνέντευξη, φορούσε μαύρα. Όχι από μελαγχολία. Αντιθέτως, η Μαρίνα Σάττι βρίσκεται στην πιο φωτεινή της φάση. Αλλά αφού είμαστε στη Vogue, ας επιτρέψουμε μια πρόχειρη ενδυματολογική ανάλυση: αυτό το total black outfit έμοιαζε να λειτουργεί ως τέλειο αντίβαρο στην εκρηκτικά πολύχρωμη περίοδο της ζωής της. Σκέφτομαι πως για τη Σάττι η αντίθεση ήταν πάντα ο πιο πιστός της «σύμμαχος». Εκεί ακριβώς που δεν την περιμένεις, εκεί θα τη βρεις. Το «κόντρα» της υπήρξε ανέκαθεν πιο αληθινό από το προφανές.
Τη συναντώ αρχικά σ’ ένα στούντιο ηχογράφησης. Τελειοποιεί το νέο της άλμπουμ, POP TOO, τη φυσική συνέχεια του περσινού P.O.P. Μου το περιγράφει ως «τη χαρούμενη, την πιο απενοχοποιημένη εκδοχή μου. Επιτέλους, θέλω λίγη απόλαυση στη ζωή μου», λέει γελώντας, λίγο πριν αρχίσει να χορεύει τα Καβουράκια πάνω στον καναπέ. Η Σάττι επιστρέφει, όχι για να συστηθεί ξανά, αλλά για να ολοκληρώσει το πορτρέτο μιας γυναίκας που αρνείται να μπει σε καλούπια. Στο πρώτο της άλμπουμ, YENNA, πριν από τρία χρόνια, μας φανέρωσε την εσωστρεφή πλευρά της. «Ήμουν πολύ θλιμμένη τότε», μου λέει ήρεμα.
«Μετά την YΕΝΝΑ ένιωσα ότι μου χρωστάω να βγω από τη ζώνη ασφαλείας μου. Τα δύο άλμπουμ της ποπ φάσης μου ήταν αυτή η έξοδος. Κάτι σαν προσωπική επανάσταση. Δεν θέλω πια να ενοχοποιώ την πιο “ελαφριά”, την πιο ανέμελη πλευρά μου. Δεν είμαι μόνο η σοβαρή πτυχιούχος των ωδείων και των πανεπιστημίων στην Αμερική. Είμαι και το κορίτσι που μεγάλωσε με MTV, που τη γοητεύει και η κουλτούρα και η “υποκουλτούρα”, που θέλει να νιώθει και όμορφη και σέξι, να φοράει κοντές φούστες, να λέει και καμιά βλακεία. Τα P.O.P. & POP ΤΟΟ είναι η απενοχοποίηση αυτής της πλευράς μου. Εκείνης που ντρεπόταν για το σώμα της και τα παραπανίσια κιλά, αγωνιούσε για το αν θα την πάρουν στα σοβαρά και πώς θα την αποδεχτούν ως παιδί ενός Σουδανού και μιας Ελληνίδας – πάντα ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ήθελα μια ελαφρότητα, αλλά με απόλυτη συνειδητότητα. Πέρασα ώρες στο στούντιο, με επιμονή στη λεπτομέρεια, και έκανα επιλογές με πλήρη επίγνωση. Δεν γίνεσαι πιο “καλλιτέχνης” επειδή τραγουδάς μόνο για τη θλίψη. Η ζωή έχει και λύπες και χαρές. Έχει και Αχ θάλασσα και Μπλουζάκι. Τα κομμάτια Mixtape και Pop είναι σαν ένα γρήγορο scroll στο Instagram: πόλεμος, παραλίες, σκυλάκια, πολιτικοί… Αυτό αποτύπωσα: τις πολλές φωνές της ζωής και του μυαλού μου. Για μένα ήταν μια έξοδος από εσωτερικές “ντουλάπες”. Ίσως γι’ αυτό ταυτίζομαι με τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Είναι ενός άλλου τύπου coming out αυτό που κάνω. Πλέον, ξέρω ποια είμαι, ξέρω τι δίνω στη μουσική μου. Δεν θα αρέσω σε όλους. Και είμαι εντάξει. Πολλοί πιστεύουν πως άνοιξα αυτή την πόρτα με τη Eurovision, αλλά στην πραγματικότητα την άνοιξα με το TUCUTUM. Η Eurovision ήταν η κορύφωση, η καλύτερη αφορμή για να επιταχύνω τη διαδρομή μου προς την απελευθέρωση. Μια μαγική αλλά και έντονη εμπειρία που όσο τη χάρηκα, άλλο τόσο με δυσκόλεψε».

Στο στούντιο φτάνει η 17χρονη αδερφή της, κόρη του ίδιου πατέρα, από διαφορετική μητέρα. Ήρθε στην Ελλάδα πριν από δύο χρόνια, εξαιτίας του εμφυλίου στο Σουδάν. Η Μαρίνα μοιάζει τρομερά ευαισθητοποιημένη με τις ιστορίες των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Πρόσφατα εντάχθηκε και επίσημα στους Υποστηρικτές της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Μου δείχνει φωτογραφίες από ένα camp στη Λέσβο που επισκέφτηκε τον χειμώνα, με προσφυγόπουλα να παίζουν μουσική μαζί της. «Η αδερφή μου δεν ήρθε με βάρκα από το Σουδάν, όμως βίωσε τι σημαίνει να εγκαταλείπεις την εμπόλεμη χώρα σου. Την είδα πρώτη φορά όταν ήταν επτά ετών. Η σχέση μας χτίστηκε από απόσταση. Τώρα βλέπω ένα κορίτσι πιο ώριμο και πιο δυναμωμένο απ’ ό,τι ήμουν εγώ στην ηλικία της», λέει και μου δείχνει τα υπέροχα εικαστικά έργα της.
Καμαρώνει σαν χαζομαμά. «Βλέπεις να μου βγαίνει κάτι μητρικό, ε;», με ρωτάει μισογελώντας. «Δεν ξέρω αν θέλω να γίνω μητέρα. Ίσως. Κάποτε». Πριν προλάβω να απαντήσω, μου σιγοτραγουδάει με το γνώριμο, αιχμηρό της χιούμορ –πίσω από το οποίο διέκρινα πάντα μια ανομολόγητη ευαισθησία– το “Σχεδόν 40 και δεν έχει παιδί”, ένα από τα πολλά χοντροκομμένα σχόλια που έχει διαβάσει για τον εαυτό της στα social. Δεν το προσπέρασε. Το πήρε και το έριξε πίσω τους σαν μπούμερανγκ, βάζοντάς το στίχο στο LOLA, το πρόσφατο σουξέ της. Γιατί έτσι κάνει η Σάττι: παίρνει την τοξικότητα και τη μετατρέπει σε pop χειρονομία.
«Κάθε γυναίκα που σκέφτεται τη μητρότητα ίσως φέρνει ασυναίσθητα στον νου της τη δική της μάνα. Εγώ διαμορφώθηκα από την υπερβολική αγάπη της δικής μου. Θυμάμαι, μια φορά με ρώτησε “τι χρειάζεσαι;” και της είπα “αν θες να με βοηθήσεις, σταμάτα να μου τα δίνεις όλα έτοιμα”. Με κάποια πράγματα ήρθα αντιμέτωπη αργά στη ζωή. Δεν είχα μάθει να δυσκολεύομαι, να μένω σε κάτι που με ζορίζει. Δεν είχα γνωρίσει την αποτυχία, τη ματαίωση, γιατί πάντα υπήρχε μια μαμά από πίσω που με προστάτευε από όλα».
Θέλει, λέει, να μεταδώσει στα κορίτσια κάθε ηλικίας ένα μήνυμα: Να είναι ο εαυτός τους. Να μην ντρέπονται. Να μη φοβούνται. «Μεγάλωσα στη μικρή κοινωνία της Κρήτης με άπειρα στερεότυπα. Έχω νιώσει την καταπίεση που συχνά ακολουθεί τη γυναικεία ταυτότητα. Θέλω να πω στις γυναίκες, μικρές και μεγάλες, να κάνουν αυτό που γουστάρουν στη ζωή τους, να μην τους νοιάζει τι θα πει ο κόσμος. Ήρθε πέρυσι σε μια συναυλία μια μαμά και μου είπε: “Μεγαλώνω μόνη το παιδί μου, μεγάλωσα με τόσα στερεότυπα για το τι σημαίνει σωστή μάνα και παίρνω δύναμη από την απενοχοποίηση που μεταδίδεις καλλιτεχνικά”. Έκλαψα. Γι’ αυτές τις γυναίκες θέλω να τραγουδάω. Πιο πολύ γυναίκες με έχουν εμπνεύσει».
Ρίχνω μια ματιά στο Spotify της. Τον Μάρτιο ταξίδεψε στα Spotify Studios στη Στοκχόλμη, προσκεκλημένη της πλατφόρμας για να ηχογραφήσει ένα νέο τραγούδι, το Φοβάμαι. Είναι η πρώτη Ελληνίδα καλλιτέχνιδα που δέχεται αυτή την τιμητική πρόσκληση σε μια πλατφόρμα που σημειώνει απίστευτη επιτυχία τον τελευταίο χρόνο, με εκατομμύρια φανατικούς ακροατές της μουσικής της από κάθε γωνιά του πλανήτη. Παρατηρώ ότι ακούει κυρίως γυναίκες: Shygirl, Sevdaliza, Yseult, FKA twigs, Oklou, Judeline, Charli XCX, Rosalía.
Της μεταφέρω τα σχόλια περί μίμησης των δύο τελευταίων. Το έχει τρολάρει και η ίδια, άλλωστε, στη LOLA: «Ισπανίδα pop star wannabe». «Στο IGAGA!, πάντως, το reference ήταν o David Guetta, όχι η Charli!», λέει υπαινικτικά. «Τέτοια σχόλια δεν με αγγίζουν. Ξέρω πολύ καλά τι μουσική φτιάχνω. Για τη μουσική μου ταυτότητα δεν νιώθω καμία ανασφάλεια. Είναι χτισμένη πάνω σε μελέτη, έρευνα και σκληρή δουλειά. Γεννιέται από εσωτερική ανάγκη, από μια αυθεντική παρόρμηση για έκφραση. Και στο νέο μου project προσπάθησα να συνομιλήσω με τις παγκόσμιες τάσεις, στις οποίες πάντα αυτές οι μεγάλες pop stars έχουν πρόσβαση πρώτες: από τον ήχο και τη μόδα μέχρι τα visuals. Ήταν ζητούμενο για μένα να προσπαθήσω να το κάνω σε ένα επίπεδο όπως όλα αυτά που ακούμε και βλέπουμε διεθνώς».

Συναντιόμαστε μέρες μετά σε ένα εστιατόριο στο κέντρο. Έχει όρεξη και για φαγητό και για συζήτηση. Με ρωτάει τι σχόλια ακούω για το νέο της άλμπουμ, που μόλις έχει κυκλοφορήσει. Το βασικό αρνητικό, της λέω, είναι το «βαρεθήκαμε με την αυτοαναφορικότητά σου». «Είναι λογικό ό,τι με απασχολεί να περνά κάπως στα τραγούδια μου. Γιατί όταν θέλω να εκφράσω χαρά, απενοχοποίηση ή ενδυνάμωση να θεωρείται αυτοαναφορικό; Κρίνεται το μήνυμα ή απλώς ποιος το λέει; Ο καθένας λέει την ιστορία του. Σίγουρα οι ιστορίες που λέω στα τραγούδια μου δεν είναι όλες αυτοβιογραφικές. Κάποιες φορές είμαι η LOLA και άλλες η LOLA είναι μια γυναίκα που θα ήθελα να είμαι. Δεν έχω πάει ποτέ στη Μύκονο. Δεν είχα ποτέ τσάντα Louis Vuitton. Δεν είναι η φάση μου αυτή. Η LOLA, όμως, είναι μια γυναίκα ελεύθερη, που δεν υιοθετεί στερεότυπα, δεν τη νοιάζει τι λένε οι γύρω της και κάνει πάντα αυτό που θέλει. Σ’ αυτό το κομμάτι θα ήθελα να της μοιάζω».
Παρατηρώ τι τρώει. Δεν κάνει επιλογές ασφαλείας, ούτε στο φαγητό ούτε στη μουσική. Δοκιμάζει ό,τι την κινεί, με την ίδια περιέργεια που γράφει τραγούδια. Ζητά να της φτιάξουν κάτι δικό της. Έναν συνδυασμό που δεν υπάρχει στον κατάλογο, όπως ακριβώς κάνει και στον ήχο της. Την ώρα που το αυτοσχεδιασμένο πιάτο της καταφθάνει, πετάω την ερώτηση που πολλοί θα ’θελαν να σερβίρουν: Πώς είναι να σε καταναλώνουν; Όχι σαν καλλιτέχνιδα, αλλά σαν θήραμα, στα κουτσομπολιά της τηλεόρασης και των social. Εκεί που άλλοτε την αποθεώνουν και άλλοτε την τρώνε ωμή.
«Δεν με τρομάζει πια η έκθεση. Δεν μπορώ, όμως, να ακολουθήσω αυτό το παιχνίδι όπου κάθε φράση γίνεται τίτλος, κάθε σιωπή παρεξηγείται και κάθε λέξη “αναλύεται” ανεξέλεγκτα. Εγώ μάλλον δεν μπορώ να γίνω η “κανονική” pop star που συμβιβάζεται και δεν ενοχλεί. Ας πούμε ότι είμαι η “προβληματική” pop star της καρδιάς σας! (γελάει). Είμαι όπως είμαι, και θα συνεχίσω να αντιστέκομαι σε οτιδήποτε δεν μου ταιριάζει. Να σου πω και κάτι παραπέρα; Ο πιο σκληρός κριτής του εαυτού μου είμαι εγώ. Έχω συνειδητοποιήσει ότι, τις περισσότερες φορές, ίσως εγώ είμαι ο κόσμος που μιλάει εναντίον μου. Ο πιο αυστηρός γονιός με το υψωμένο δάχτυλο πολλές φορές ζει μέσα μας. Δεν είναι το “έξω” που πρέπει να αντιμετωπίσεις, είναι το “μέσα” σου».
Μου μιλάει με λαχτάρα για το επικείμενο POP TOUR το καλοκαίρι, με πρώτο σταθμό την πλατεία Νερού στις 25/6, αλλά και για την ευρωπαϊκή περιοδεία που θα κάνει το φθινόπωρο. «Ό,τι λεφτά βγάζω, τα βάζω στο project μου. Θέλω να το βλέπω να ανθίζει, να ξεπερνά τα σύνορα. Τα χρήματα σου δίνουν την πολυτέλεια να κάνεις τη δουλειά σου με τον τρόπο που θέλεις και έτσι τα χρησιμοποιώ. Δεν έχω αλλάξει το lifestyle μου. Ζω ακόμα στο διαμέρισμα που ζούσα στη Νέα Σμύρνη, δεν σκοπεύω να μετακομίσω στην Εκάλη. Τα χαϊλίκια δεν είναι του στιλ μου».

Της ζητώ να σχολιάσει τον στίχο “Αν ήμουν άντρας θα με λέγαν ροκ σταρ”. «Έχω ανάγκη να οριοθετώ πάντα την αντρική συμπεριφορά», ξεκαθαρίζει. «Νομίζω ότι όλες οι γυναίκες καταλαβαίνουν τι λέω. Η πλειονότητα γύρω μου στη δουλειά είναι άντρες. Κάθε γυναίκα έχει μάθει να παλεύει για να βρει τον χώρο της. Προσωπικά, με έχω δει να σκληραίνω για να επιβιώσω».
Χωρίς να το επιδιώκει, η συζήτηση γλιστρά στον πατέρα της, την πρώτη αρσενική παρουσία στη ζωή της. «Η λέξη που χαρακτηρίζει τη σχέση με τον πατέρα μου είναι “απουσία”. Μετά τον χωρισμό από τη μητέρα μου, κάναμε να μιλήσουμε χρόνια. Έμαθα να κρύβω την ευαλωτότητά μου. Όταν ήρθε ξανά στην Ελλάδα, πριν από δύο χρόνια, λόγω του πολέμου στο Σουδάν, ένιωσα μια μικρή ελπίδα για επανασύνδεση. Και ξαφνικά πέθανε. Γι’ αυτό σου λέω. Η ζωή παίρνει αποφάσεις χωρίς να σε ρωτήσει. Είναι απρόβλεπτη. Δεν σε υπολογίζει. Ο θάνατος του πατέρα μου συνέβη την περίοδο του POP. Μέσα στο φως ήρθε και το σκοτάδι. Κι εγώ προσπαθώ να συμφιλιωθώ με “όλες τις φωνές μέσα στο κεφάλι μου”, που λέει και το νέο μου τραγούδι».
Μου δείχνει τα χέρια της. Είναι γεμάτα από τις γρατζουνιές του γάτου της, του Χάρη. Στη νέα ζωή της Μαρίνας, ο θόρυβος και η ένταση της pop star υποχωρούν μπροστά στην ήρεμη και τρυφερή παρουσία του χνουδωτού της φίλου, για τον οποίο μιλάει σαν να είναι το μεγαλύτερο καταφύγιό της από τον κόσμο. «Ακόμα ψάχνω να βρω την ισορροπία ανάμεσα στην παλιά και τη νέα μου ζωή. Τα πράγματα τώρα είναι πιο θορυβώδη. Όταν καταλαγιάσουν όλα αυτά, σίγουρα θα κάνω ένα μεγάλο διάλειμμα», λέει, ενώ μου δείχνει τα νύχια της.
«Τα έκοψα. Ξέρεις τι θέλω από δω και πέρα; Ένα attitude σαν να έχω μακριά νύχια, χωρίς να τα έχω! Μπορείς να καταλάβεις τι εννοώ;»
Απόλυτα, Μαρίνα!
___________________________________________________________
English Version:
On both days I met her for this interview, she wore black. Not out of melancholy. Quite the opposite. Marina Satti is currently in the brightest phase of her life. But since this is Vogue, let’s indulge in a quick fashion analysis: this all-black ensemble seemed to serve as the perfect counterpoint to the explosively colorful chapter she’s experiencing. I believe contrast has always been Satti’s most faithful “ally”. Exactly where you least expect her, that’s where you’ll find her. Her “counterpoint” has always felt more authentic than the obvious.
I first meet her in a recording studio, where she’s putting the finishing touches on her new album, POP TOO, the natural successor to last year’s P.O.P. She describes it as “the joyful, most uninhibited version of myself. Finally, I want a little pleasure in my life”, she says with a laugh, moments before breaking into a dance of “Kavourakia” on the couch. Satti is back—not to reintroduce herself, but to complete the portrait of a woman who refuses to be boxed in. In her debut album, YENNA, released three years ago, she revealed a more introspective side. “I was very sad back then”, she tells me quietly.
“After YENNA, I felt I owed it to myself to step out of my comfort zone. The two albums from my pop phase were that step – a kind of personal revolution. I no longer want to feel guilty about the more carefree side of me. I’m not just the serious graduate of conservatories and universities in America. I’m also the girl who grew up with MTV, fascinated by both culture and ‘subculture’, who wants to feel beautiful and sexy, wear short skirts, and occasionally say something silly. P.O.P. and POP TOO are the unburdening of that side of me – the side that used to be ashamed of her body and the extra weight, worried about being taken seriously and accepted as the child of a Sudanese father and a Greek mother – always caught between two worlds. I wanted a lightness, but with full awareness. I spent hours in the studio, insisting on every detail, making choices with complete consciousness. You don’t become more of an ‘artist’ just because you sing only about sadness. Life is both sorrow and joy. It’s ‘Ah Thalassa’ and ‘Blouzaki’. The tracks ‘Mixtape’ and ‘Pop’ are like a quick Instagram scroll: war, beaches, puppies, politicians… That’s what I captured – the many voices of my life and mind. For me, it was a way out of inner ‘closets’. Maybe that’s why I relate to members of the LGBTQ+ community. What I’m doing is a different kind of coming out. Now, I know who I am, I know what I bring to my music. I won’t please everyone. And I’m okay with that. Many think I opened this door with Eurovision, but to be honest, I opened it with TUCUTUM. Eurovision was the peak, the perfect occasion to accelerate my journey toward liberation. A magical yet intense experience that, as much as I enjoyed it, also challenged me deeply”.
Her 17-year-old sister arrives at the studio, the daughter of the same father but a different mother. She came to Greece two years ago because of the civil war in Sudan. Marina seems deeply sensitive to the stories of people forced to leave their homeland. She recently became an official supporter of the United Nations High Commissioner for Refugees.
She shows me photos from a camp in Lesvos island that she visited last winter, where refugee children were playing music alongside her. “My sister didn’t come by boat from Sudan, but she experienced what it means to leave a war-torn country. I saw her for the first time when she was seven years old. Our relationship was built from a distance. Now, I see a girl who is more mature and stronger than I was at her age”, she says, showing me her wonderful artistic works.
She beams proudly like a doting mom. “Do you see any motherly side to me?” she asks with a half-smile. “I don’t know if I want to be a mother. Maybe. One day”. Before I can answer, she softly sings with her familiar, sharp humor – behind which I’ve always sensed a hidden sensitivity – the line “Almost forty years old and has not become a mother”, one of the many hate comments she’s read about herself on social media. She didn’t just ignore it. She took it and threw it right back at them like a boomerang, turning it into a lyric on LOLA, her latest hit. Because that’s what Satti does: she takes negativity and turns it into a pop statement.
“Every woman who thinks about motherhood probably subconsciously thinks of her own mother. I was shaped by the overwhelming love of mine. I remember once she asked me, ‘What do you need?’ and I said, ‘If you want to help me, stop giving me everything on a silver platter.’ I faced some things late in life. I hadn’t learned how to struggle or stick with something tough. I’d never really experienced failure or disappointment because there was always a mom behind me protecting me from everything”.
She says she wants to send a message to girls of all ages: to be themselves. To not be ashamed. To not be afraid. “I grew up in the small community of Crete, surrounded by countless stereotypes. I’ve felt the pressure that often comes with being a woman. I want to tell women, both young and old, to do what they love in life and not worry about what people will say. Last year, a mother came to one of my concerts and told me, ‘I’m raising my child alone. I grew up with so many stereotypes about what it means to be a ‘good mother’ and I find strength in the freedom from guilt that your art gives me’. I cried. These are the women I want to sing for. It’s women who have inspired me the most”.
I take a look at her Spotify playlist. In March, she traveled to Spotify Studios in Stockholm, invited by the platform to record a new song, “Fovame”. She is the first Greek artist to receive this honorary invitation from a platform that has seen incredible success over the past year, with millions of devoted listeners worldwide. I notice that she mostly listens to female artists: Shygirl, Sevdaliza, Yseult, FKA twigs, Oklou, Judeline, Charli XCX, Rosalía.
I relay to her the comments about imitating the last two artists. She has even joked about it herself in LOLA: “Spanish pop star wannabe”. “In IGAGA!, though, the reference was David Guetta, not Charli!” she says with a hint of irony. “Comments like that don’t affect me. I know very well the kind of music I make. I have no insecurity about my musical identity. It is built on research and hard work. It comes from an inner need, from an authentic impulse to express myself. And in my new project, I aimed to engage with global trends – trends that these major pop stars always have early access to: from sound and fashion to visuals. It was important for me to try to do it on the same level as everything we hear and see internationally”.
We meet a few days later at a restaurant downtown. She’s in the mood for both food and conversation. She asks me what feedback I’ve been hearing about her new album, which has just been released. I tell her the main criticism is, “We’re tired of your self-referential lyrics”. “It’s only natural that whatever occupies my mind comes through in my songs”, she replies. “Why is it considered self-referential when I want to express joy, liberation, or empowerment? Is the message being judged, or simply who’s delivering it? Everyone tells their own story. Certainly, not all the stories I tell in my songs are autobiographical. Sometimes I am LOLA, and other times LOLA is a woman I wish to be. I’ve never been to Mykonos. I’ve never owned a Louis Vuitton bag. That’s not my scene. But LOLA is a free woman, someone who doesn’t adopt stereotypes, doesn’t care what others say, and always does what she wants. In that way, I’d like to be like her”.
I watch what she eats. She doesn’t go for safe choices – neither in food nor in music. She tries whatever intrigues her, with the same curiosity she brings to songwriting. She asks the chef to make something just for her. A custom combination that’s not on the menu – just like her sound. As her improvised dish arrives, I toss in the question many would love to serve: What does it feel like to be consumed? Not as an artist, but as prey – by TV gossip and social media. The places where she’s either glorified or torn apart.
“Media don’t scare me anymore. But I can’t play that game where every sentence becomes a headline, every silence is misinterpreted, and every word is ‘analyzed’ out of control. I’m probably not cut out to be the ‘normal’ pop star who conforms and keeps everyone happy. Let’s just say I’m your favorite ‘problematic’ pop star!” she laughs. “I am who I am, and I’ll keep resisting anything that doesn’t sit right with me. You want to know something deeper? My harshest critic is me. I’ve realized that most of the time, I might actually be the world that’s speaking against me. That strict parent with the wagging finger? Sometimes they live inside us. It’s not the ‘outside’ you need to confront – it’s what’s inside you”.
She speaks to me eagerly about the upcoming POP TOUR this summer, with the first stop at Plateia Nerou on June 25th, as well as the European tour she’ll embark on in the fall. “Every bit of money I make, I put back into my project. I want to see it thrive, to cross borders. Money gives you the luxury to do your work the way you envision it and that’s exactly how I use it. I haven’t changed my lifestyle. I still live in the same apartment in Nea Smyrni. I have no intention of moving to Ekali. That kind of flashy living isn’t my style”.
I ask her to comment on the lyric, “If I were a man, they’d call me a rock star”. “I feel the need to constantly set boundaries around male behavior”, she says firmly. “I think every woman understands what I mean. Most of the people I work with are men. Every woman has learned to fight for her space. Personally, I’ve seen myself toughen up just to survive”.
Without intending to, the conversation drifts toward her father – the first male presence in her life. “The word that defines my relationship with my father is ‘absence’. After he and my mother separated, we didn’t speak for years. I learned to hide my vulnerability. When he returned to Greece two years ago, because of the war in Sudan, I felt a small spark of hope for reconnection. And then, suddenly, he died. That’s what I mean – life makes decisions without asking you. It’s unpredictable. It doesn’t care about your plans. My father’s death happened during the POP era. In the midst of light came darkness. And now I’m trying to make peace with ‘all the voices in my head,’ as my new song puts it”.
She shows me her hands. They’re covered in scratches from her cat, Haris. In Marina’s new life, the noise and intensity of being a pop star fade in the presence of her gentle, furry companion, whom she speaks of as her greatest refuge from the world. “I’m still trying to find the balance between my old life and this new one. Things are louder now. But once all this settles down, I’ll definitely take a long break”, she says, showing me her nails.
“I cut them. You know what I want from now on? An attitude like I have long nails, even if I don’t! Do you get what I mean?”
Absolutely, Marina!