Μερικά χρόνια πριν – που τις τελευταίες μέρες μπορεί να φαντάζουν έτη φωτός μακριά – το νέο trend στη διασκέδαση και το clubbing ήταν τα Silent Disco Parties. Νέοι και νέες σε διάφορες χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, έβγαιναν Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, συγκεντρώνονταν στον προ συμφωνημένο χώρο, έπαιρναν από ένα ζευγάρι ακουστικά ο καθένας, συντονίζονταν στο κανάλι όπου έπαιζε μουσική ο DJ της επιλογής τους και το party ξεκινούσε. Έτσι, όλοι μαζί και ο καθένας μόνος, χόρευαν σε διαφορετικούς ρυθμούς, ανάλογα με το μουσικό γούστο τους και το DJ set που διάλεγαν από όσα ήταν διαθέσιμα.
Δεν το δοκίμασα ποτέ, η ιδέα μου φαινόταν παράλογη – ίσως κάποιος σήμερα να μου απαντούσε ‘ok, boomer”, αν με άκουγε να το λέω αυτό. Αλλά για μένα η μουσική πάντα ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας. Ένας τρόπος είτε να έρθω σε επαφή με τα δικά μου συναισθήματα και τον εαυτό μου, είτε να τα επικοινωνήσω σε κάποιον άλλον μέσω ενός τραγουδιού, είτε να επικοινωνήσω σωματικά και πνευματικά με τον κόσμο τη στιγμή που χορεύουμε και διασκεδάζουμε με το ίδιο κομμάτι που ακούγεται δυνατά μέσα στο μπαρ. Ποιο το νόημα να χορεύω κάπου μαζί με άλλα εκατό άτομα που βρίσκονται στη δική τους συχνότητα στην οποία δεν έχω πρόσβαση, εντελώς απομονωμένοι σε έναν ρυθμό που δεν μπορώ να συντονιστώ κι εγώ;