οι-τελευταίες-μέρες-του-καλοκαιριού-θ-104524

Tα απογεύματα που τα μανίκια μακραίνουν και καλύπτουν τα μαυρισμένα χέρια μας, τα μεσημέρια που τα περνάμε διαβάζοντας, χωρίς ενοχές για το μπάνιο που χάνουμε, τα βράδια που απολαμβάνουμε το αγαπημένο φετινό μας cocktail, τα πρωινά που ο καφές αχνίζει δίπλα στα πρώτα σταφύλια και στα φρέσκα σύκα…

Οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού έχουν τη γλυκόπικρη αίσθηση της Κυριακής πριν από το σχολείο. Οι φίλοι από μακριά, που έφτασαν πριν από εβδομάδες γεμάτοι νέα και νοσταλγία, αναχωρούν και πάλι. Όλοι ετοιμαζόμαστε για τις καινούργιες αρχές. Στα περιοδικά μιλάμε ήδη για τον Σεπτέμβριο, που είναι γεμάτος εβδομάδες μόδας σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Στα γραφεία επιστρέφουν και οι τελευταίοι αδειούχοι, με θεατρικά παράπονα, τεράστιες κούπες με καφέ στο χέρι και πάρα πολλές ιδέες σημειωμένες σε post-it γεμάτα άμμο. Το Instagram γίνεται ένα ατελείωτο «take me back». Όμως, κανείς δεν θέλει στ’ αλήθεια να γυρίσει πίσω. Είμαστε όλοι χορτασμένοι από ήλιο και θάλασσα, από τεμπέλικα μεσημέρια, και καλύπτουμε τα ρόμπερς μας με τις ναυτικές ζακέτες και τα μακριά κιμονό, που σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος αυτής της εποχής.

Κάποτε, οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού σήμαιναν και την αρχή της εξεταστικής περιόδου στο πανεπιστήμιο. Αργότερα, προορίζονταν για λίγες ακόμα, πολύτιμες ημέρες άδειας. Πλέον, τα πάντα μετριούνται σε παιδικά νούμερα. Τα παντελονάκια και τα φορεματάκια που κόντυναν σε μερικές μόνο εβδομάδες και δεν είναι κατάλληλα πια για περιπέτειες. Με τα παιδιά, ο χρόνος αποκτά μια διαφορετική, υλική, χειροπιαστή μορφή. Οι φίλες που συναντάμε μετά από καιρό να σπρώχνουν ένα καρότσι μπορούν να μας πουν με ακρίβεια πόσους μήνες έχουμε να ιδωθούμε. Και οι γιοι μου, οι οποίοι μοιάζουν να μεγαλώνουν λίγο παραπάνω, λίγο πιο γρήγορα, λίγο πιο απότομα κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα, μου υποδεικνύουν ότι τα ρούχα που πακετάρισα στην Αμερική για να ταξιδέψουμε δεν τους κάνουν πια – είναι μικρά, στενά, αλμυρά, έτοιμα να αποθηκευτούν σε δέματα δωρεών και να αφήσουν χώρο στα καινούργια. Όπως τα άδεια κελύφη των τζιτζικιών που κυνηγούν συνεπαρμένοι στο αμπέλι του παππού τους, ενώ λίγο αργότερα στην αυλή πετούν τα σανδάλια που σφίγγουν πια τα ποδαράκια τους, βγάζουν τις βοηθητικές ρόδες και μαρκάρουν για πάντα το φετινό καλοκαίρι σαν αυτό που έμαθαν ποδήλατο.

Είναι πολυτέλεια να μετράμε τη ζωή μας με τα καλοκαίρια. Να αναπολούμε και να προσδιορίζουμε τον χρόνο που περνάει με φωτογραφίες και αναμνήσεις κάτω από ένα τεράστιο ψάθινο καπέλο. Όπως εκείνο το καλοκαίρι στην Ικαρία, που μας έπεισε με τη Σολέρο να μετακομίσουμε στο Λος Άντζελες. Και το άλλο στη Χαλκιδική, όταν στο όνομα του μεγάλου έρωτα δοκίμασα να κάνω κάμπινγκ – ποτέ ξανά! Ή εκείνο στους καταρράκτες της Σαμοθράκης και στα μπαρ της Μυκόνου. Αυτό που δεν πέταξα για την Ελλάδα, αλλά έκανα διακοπές σε λίμνες του Μίσιγκαν, επειδή ήμουν έγκυος στο πρώτο μου παιδί. Και το επόμενο που έφερα το μωρό μου στην Αθήνα για να δει το σπίτι όπου μεγάλωσα και να ακούσει τις φωνές της οικογένειάς μου χωρίς τη μεσολάβηση της τεχνολογίας.

Μετράμε στάδια ζωής και επιτυχίες, μεγάλες αλλαγές και παράτολμες αποφάσεις, όπως κάποτε μετρούσαμε τα μπάνια – αλήθεια, ξέρει κανείς αν το πρωινό και το απογευματινό της ίδιας μέρας μετράει σαν διπλό; Με τον ίδιο τρόπο μετράμε και απουσίες, όσα χάσαμε, όσα άλλαξαν, τον αγαπημένο άνθρωπο που δεν ήρθε στο αεροδρόμιο να μας υποδεχτεί φέτος. Ούτε πέρυσι. Το κενό του μπερδεύεται με όλα τα καινούργια δώρα και ορίζει την πολυπλοκότητα της ζωής. Υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να αφήνει κανείς εξομολογήσεις και αγκαλιές μισές, γιατί δεν ξέρει αν το επόμενο καλοκαίρι θα έχει την ευκαιρία να τις χαρεί και πάλι. Και οι μέρες που μας παρασύρουν από τον Αύγουστο στον Σεπτέμβριο μας αναγκάζουν να τα σκεφτόμαστε όλα μαζεμένα, χτυπάνε εκκωφαντικά, σαν παλιομοδίτικο ρολόι σε άδειο δωμάτιο. Τραβάμε τα μανίκια μας ακόμα πιο πολύ – τι ωραία η αίσθηση του βαμβακερού πάνω στους καρπούς, θυμίζει το μακρινό εκείνο πρωινό που φορούσαμε –επιτέλους– και πάλι το τυχερό φούτερ στο σχολείο και ξέραμε ότι θα ήταν μια καλή μέρα. Τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά τότε. Το φούτερ με τη στάμπα από το αγαπημένο συγκρότημα μπορούσε να μας προφυλάξει από τα πάντα. Μακάρι να υπήρχε ακόμη.

Τικ-τοκ, τώρα είναι η ευκαιρία να ταξιδέψουμε σε μέρη και σκέψεις που έχουμε αφήσει σε εκκρεμότητα. Να πούμε και να γράψουμε αυτά που μας φέρνουν απέναντι στους δαίμονές μας. Να παραδεχτούμε ότι κατά βάθος είμαστε το ίδιο χαμένοι όπως οι έφηβοι που περνούσαν κάποτε τα φούτερ πάνω από το κεφάλι τους και ένιωθαν να τους καλύπτουν, σαν πανοπλία. Ίσως, όμως, αυτή τη φορά καταφέρουμε να τα αφήσουμε όλα αυτά θαρραλέα στην άκρη και να εκμεταλλευτούμε την κορύφωση της θερινής ευφορίας, όταν όλοι είναι πιο ανοιχτοί, πιο χαλαροί, πιο κοντά στον πραγματικό εαυτό τους, σαν την κορυφαία στιγμή του πάρτι με όλους τους καλεσμένους σε ζωηρό κέφι. Τώρα μπορούμε να πάρουμε βαθιά ανάσα, να τυλιχτούμε σε άνετα breton και να απολαύσουμε τη μεθυσμένη ευτυχία του μεγαλύτερου ετήσιου πάρτι.

Αυτές είναι οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού. Που για τον καθένα μπορεί να έχουν διαφορετικές ημερομηνίες, αλλά για όλους μας διαθέτουν ένα κοινό: την απόφαση να διατηρήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε αυτή την αίσθηση. Και να θυμόμαστε να γελάμε περισσότερο. Πιο συχνά και πιο δυνατά. Ειδικά με τους νεαρούς που κάποτε θα μετράνε με τη σειρά τους τις αναμνήσεις της παιδικής τους ηλικίας με καλοκαίρια.Δημοσιεύθηκε στη Vogue Greece Αυγούστου/Σεπτεμβρίου 2019.