Λατρεύω τον Robbie Williams, from day one, όπως λένε και οι Άγγλοι. Τον Νοέμβριο του 2003 περίμενα με αγωνία το μωρό pug μου να το φέρουν από την εξοχή στο σπίτι μου στο Chelsea, στο Λονδίνο. Όταν χτύπησε το κουδούνι, τρέξαμε με τον γιο μου να ανοίξουμε την πόρτα, γεμάτοι χαρά. Η έκπληξη ήταν διπλή, γιατί πίσω από το καλάθι με το pug, περνούσε εκείνη τη στιγμή ο Robbie Williams, που έτυχε να μοιραστεί τον ενθουσιασμό μας—και έτσι το κουτάβι ονομάστηκε Robbie.
Από τους Take That μέχρι την απόλυτη pop-star καριέρα του ως σόλο καλλιτέχνης, ο Robbie Williams μεσουρανούσε. Ο γιος μου έγινε τεράστιος φαν—κι εγώ επίσης. Τον είδα στην επική συναυλία στο Knebworth και αρκετές φορές στο Royal Albert Hall. Η ζωή από τότε πέρασε σαν αστραπή. Λες και η δεκαετία του 2000 ήταν χθες.
Βλέποντας το ντοκιμαντέρ του στο Netflix, κατάλαβα πολλά για την προσωπική του πάλη με το ποτό, τα ναρκωτικά και τη συμπεριφορά του. Δεν με ενθουσίασε όλο αυτό το self-pity, γι’ αυτό, όταν το Betterman άρχισε να λανσάρεται, περίμενα για να το δω αργότερα. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς θα “κολλούσε” μία μαϊμού ως πρωταγωνιστής. Ώσπου βγήκε στην τηλεόραση, και κάθισα να το δω. Από τη συγκίνηση στο τέλος, δεν μπορούσα για ώρες να καθαρίσω τα μάτια μου—ειλικρινά, δεν το περίμενα.
Ο σκηνοθέτης του Rocketman, Michael Gracey, δημιούργησε ένα αριστούργημα. Έχω ήδη δει πολλές φορές στο replay το χορευτικό των Take That στη χριστουγεννιάτικη Regent Street και την ονειρική συνάντηση του Robbie Williams με την μεγάλη του αγάπη Nicole Appleton των All Saints. Η ταινία δεν είναι φλύαρη, και η μαϊμού ως πρωταγωνιστής είναι το τέλειο εύρημα.
Ο Robbie, παρά τα πάθη του, μίλησε ανοιχτά για τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα του, που τον έφερε στην κορυφή, την αυτογνωσία του—παραδέχεται πως ανήκει στην κατηγορία cabaret—και τη συμφιλίωση με τα αγαπημένα του πρόσωπα. Έλαμπε από παιδάκι. Είδωλό του ο Frank Sinatra. Στη Μεγάλη Βρετανία τον λατρεύουν. Μεγάλος πρωταγωνιστής της Brit Pop, το Angels είναι κάτι σαν εθνικός ύμνος και must σε κάθε παμπ με καραόκε. Η αφιέρωση στη μητέρα του στο Royal Albert Hall ήταν τόσο συγκινητική, που την αντέγραψε μέχρι και ο δικός μας Αργυρός.
Στην Ελλάδα, το κοινό και οι καλλιτέχνες αγαπούν τον Robbie Williams. Το μεγάλο ερώτημα, όμως, είναι γιατί δεν κατάφερε ποτέ να “περάσει” στο αμερικανικό κοινό. Είναι σαν να μην είναι ικανοί να τον καταλάβουν. Με την ταινία, ίσως ακούν τα τραγούδια του για πρώτη φορά.
Ο ίδιος τρολάρει τον εαυτό του στα social media, περπατώντας σε πάρκα και παρατηρώντας ποιος θα τον αναγνωρίσει. Δεν έκανε ποτέ καμία προσπάθεια να “τα βρει” με τους Αμερικανούς, αφού πάντα ξεχώριζε για το βρετανικό σαρκαστικό χιούμορ και τους ιδιωματισμούς του. Σε συνέντευξη στη Vogue το 2011, είχε δηλώσει: “Slags are what I like.” Και στο τέλος συναυλίας του έχει ξεστομίσει: “So need you all, so fuck you all.”
Οι Coldplay, με την οικογενειακού τύπου ροκ τους και τα αγαπησιάρικα μηνύματα, κατέκτησαν εύκολα τις ΗΠΑ. Οι Duran Duran εκεί αναγνωρίστηκαν περισσότερο και από την πατρίδα τους. Ο Robbie, με τα τατουάζ, τους δαίμονές του και την εφηβική πανηδονία που τον χαρακτηρίζει, όχι.
Το ξέρει και ο ίδιος. Όταν τον ρώτησαν τι θα ήθελε να αφιερώσει στους Αμερικανούς φανς του, γύρισε στην κάμερα και, χαμογελώντας σαρκαστικά, είπε:
“Ναι, θα μιλήσω σε αυτή τη μία φαν! Γεια σου, Λίντα, ελπίζω να είσαι καλά! Συγγνώμη που δεν έχω έρθει στην Αμερική από τον περασμένο αιώνα, και χαίρομαι που ακόμα τσεκάρεις τι κάνω online. Τι κάνουν τα παιδιά; Η οικογένεια; Όλοι καλά;”
Ο ίδιος λέει, ανάμεσα σε άλλα υπέροχα στο Betterman, πως μέσα του έμεινε 15 χρόνων. Τότε που έγινε διάσημος. Ως better man, θέλει να μετατρέψει τα παθήματά του σε μαθήματα. Δεν έχει χάσει το star quality ούτε το χιούμορ του.
Η σχέση του με τον πατέρα του, Pete Conway, ήταν πάντα κομβική στη ζωή του. Ο πατέρας του, τραγουδιστής και entertainer, ήταν το πρώτο του πρότυπο και αυτός που τον εισήγαγε στον κόσμο του θεάματος. Ακόμα και στα πιο σκοτεινά του χρόνια, ο Robbie τον ανέφερε ως στήριγμά του. Σε συνεντεύξεις έχει μιλήσει για τη δυνατή τους σχέση, ενώ όταν τον κάλεσε στη σκηνή για ένα ντουέτο, έκανε το κοινό να συγκινηθεί. Το Better Man δεν είναι μόνο ένας απολογισμός της ζωής του, αλλά και μία μεγάλη συγγνώμη και ένας φόρος τιμής σε όσους τον στήριξαν—και ο πατέρας του είναι σίγουρα ένας από αυτούς.
Ευτυχώς, στη χώρα μας τον αγαπάμε. Και για όλη αυτή τη σχέση του με τη γιαγιά του, ίσως τώρα λίγο ακόμα παραπάνω.