Κάθε Πέμπτη απόγευμα φεύγω από το γραφείο νωρίς και πηγαίνω τον επτάχρονο γιο μου στο ραντεβού του με την παιδοψυχολόγο. Του δείχνει φωτογραφίες από παιδικά πρόσωπα και του προσφέρει τα γλωσσικά εργαλεία να αναγνωρίσει και να εκφράζει τα συναισθήματά του. Αυτά τα χαοτικά συναισθήματα που τον κάνουν πολλές φορές να σφίγγει τα χέρια του σε γροθιές και να κλαίει σιωπηλά. Από Πέμπτη σε Πέμπτη βλέπω τις αλλαγές, την πρόοδο, παίρνω θάρρος, μετά έρχεται μια κρίση και απελπίζομαι, θέλω να τον σφίξω πάνω μου μέχρι να ξαναγίνει το χαρούμενο και ατρόμητο παιδί που ήταν πριν από την πανδημία, πριν από τις απανωτές μετακομίσεις, πριν από το άγχος και την ένταση των αλλαγών που έχουν κάνει το μυαλό να κολλήσει σε μια διαρκή κατάσταση «fight–or–flight». Στην αίθουσα αναμονής περιμένουν και άλλα παιδιά με τους δικούς τους, μικρά χεράκια που χτίζουν Lego και διηγούνται ιστορίες, έφηβοι με χρωματιστά μαλλιά και σνίκερς φαγωμένα στις μύτες. Κοιταζόμαστε οι «μεγάλοι» και χαμογελάμε με ευγενική ψυχρότητα, ο καθένας με τις δικές του διαγνώσεις, δυσκολίες και ανησυχίες. Και τύψεις. Πολλές τύψεις.
Δείγματα anxiety and depression, λέει η παιδοψυχολόγος, υπερευαισθησία διαπιστώνει η ειδική στην εργοθεραπεία, «ό,τι χρειάζεστε» με διαβεβαιώνει η διευθύντρια του δημοτικού και φροντίζει να του παρέχουν ακουστικά ακύρωσης θορύβου όταν κάνουν σχολικές ασκήσεις ετοιμότητας για πυρκαγιές ή για «active shooter». Αυτό το παιδί που παλεύει με το άγχος έχει μάθει ήδη πώς να κλειδώνει την πόρτα αν ακούσει πυροβολισμούς, πώς να τυλιχτεί κουβάρι κάτω από το θρανίο του, πώς να το σκάσει από το παράθυρο μόλις του δώσει το σήμα η δασκάλα. Όπως μαθαίνει για την κλιματική αλλαγή και ότι ο πλανήτης μας πεθαίνει, μαθαίνει και για την αδικία όταν προσπερνάει άστεγους βετεράνους στο πεζοδρόμιο, μαθαίνει όσα δεν ήταν έτοιμος να μάθει όταν χρειάστηκε να του εξηγήσουμε γιατί στους κήπους της γειτονιάς μας έχουν όλοι πλακάτ με το σύνθημα «black lives matter». Αναγνωρίζοντας πλήρως το προνόμιό του να μεγαλώνει σε μια δυτική πόλη λευκών ακαδημαϊκών με πρόσβαση σε απίστευτες υπηρεσίες -παρεμπιπτόντως, η παιδοψυχολόγος καλύπτεται από την ασφάλειά μας-, δεν γίνεται να μην τον κοιτάζω με ανησυχία για το μέλλον που τον περιμένει. Και όσο και αν προσπαθούμε να χτίσουμε μια φούσκα προστασίας γύρω του και να κλειστούμε στον μικρόκοσμό μας, η αλήθεια είναι πως μέχρι να γίνουν ουσιαστικές συστημικές αλλαγές κανένα προνόμιο δεν θα είναι αρκετό.
«Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» τον ρώτησε ένας συνάδελφος στην Αθήνα όταν ήταν πιο μικρός. «Παπούτσι», απάντησε με πολύ σοβαρό ύφος. «Δεν θες να γίνεις καθηγητής σαν τον μπαμπά σου;» επέμεινε εκείνος. «Ο μπαμπάς μου κάνει ποδήλατο», είπε μπερδεμένος, γιατί τον έβλεπε να φεύγει κάθε πρωί με το ποδήλατο και πίστευε ότι αυτή ήταν η δουλειά του. «Γιατρός να γίνεις», κατέληξε ο ενήλικος, χωρίς να έχει ακούσει ούτε λέξη από όσα του είπε το παιδί.
Είναι πολύ κοινή η τακτική να μην ακούμε τα παιδιά, να μη δίνουμε σημασία σε όσα έχουν να πουν, να ισοπεδώνουμε τη φαντασία τους και να προσπερνάμε τις αγωνίες τους σαν βλακειούλες. Θυμάμαι καθαρά τον θυμό μου όταν ήμουν μικρή και ένιωθα ότι δεν με άκουγαν, θυμάμαι να ξεσπάω σε κλάματα και φωνές προσπαθώντας να εκφράσω αυτόν τον θυμό χωρίς τα σωστά εργαλεία, θυμάμαι να εγκαταλείπω την προσπάθεια και να αποδέχομαι ότι οι ιδέες μου, οι σκέψεις μου και, τελικά, οι ανάγκες μου δεν είχαν σημασία. Τώρα ξέρω πόσο βλαβερή ήταν αυτή η άμυνα και πόσο επηρέασε τις ενήλικες σχέσεις μου -α, ναι, και ο δικός μας ψυχολόγος καλύπτεται από την ασφάλεια-, αλλά ακόμα και πριν φτάσω σε αυτή την καθαρότητα σκέψης, ήξερα ότι δεν θα άφηνα ποτέ τα παιδιά μου να νιώσουν έτσι. Και, κοίτα να δεις -ή μάλλον να ακούσεις-, όταν δίνεις σημασία σε αυτά που σου λένε τα παιδιά, οι προέφηβοι, οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες, μαθαίνεις κι εσύ πολλά πράγματα για τη ζωή. Για το χιούμορ. Για την έμπνευση. Για την υπομονή. Και μαθαίνεις να μην τα βλέπεις όλα μαύρα, να μην υποκύπτεις στον ναρκισσισμό, να μην απελπίζεσαι εύκολα. Μαθαίνεις από τη δύναμη, την επιμονή, τον αυθορμητισμό τους. Γιατί όσα εμπόδια κι αν τους έχουμε βάλει, οι καινούργιες γενιές βγαίνουν με αξιοθαύμαστες αντοχές και ανεξάντλητη αισιοδοξία. Βγαίνουν έτοιμοι να αποφύγουν τις τρικλοποδιές μας και να τρέξουν με τα τριμμένα σνίκερς τους προς το μέλλον που ονειρεύονται.
Από Πέμπτη σε Πέμπτη, τα παιδιά στο σαλονάκι της αίθουσας αναμονής, αλλά και τα άλλα παιδιά που δεν είναι αρκετά τυχερά ώστε να έχουν πρόσβαση σε αυτήν, χτίζουν κάτι μέσα τους και έξω, μοχθούν, μιλούν, διηγούνται, τραγουδούν, φτιάχνουν κόσμους και σενάρια, ζωγραφίζουν και εξηγούν με λεπτομέρειες τις ιδέες τους, δείχνουν αυθόρμητη τρυφερότητα στα λούτρινα και ενσυναίσθηση στους γύρω τους, μοιράζουν παντού την αυθόρμητη σοφία τους – και αν αρνούμαστε να τα ακούσουμε, τουλάχιστον αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους δώσουμε το περιθώριο, την άνεση και ένα διάλειμμα από την κακοφωνία μας, ώστε να ακουστεί η δική τους καθαρή φωνή. Από Πέμπτη σε Πέμπτη, τα παιδιά αυτών των νέων, βελτιωμένων και εξαιρετικά δυνατών γενεών ίσως μας μάθουν κι εμάς πώς να είμαστε λίγο καλύτερ@.