εδώ-λονδίνο-248168
©Unsplash

Το Λονδίνο μυρίζει burger από τα Mac και τηγανητές πατάτες. Μυρίζει μετρό και νοτισμένα από την υγρασία καθίσματα. Έχει την αίσθηση από παγωμένα μάγουλα, γάντια και σκουφιά. Τα σπίτια έχουν μοκέτες και εισόδους στις οποίες αφήνεις τις γαλότσες και τo αδιάβροχό σου. Το Λονδίνο είναι σκοτεινό, αλλά διαθέτει και τα πιο φωτεινά, καταπράσινα πάρκα. Έχει ανθρώπους που φωνάζουν μεθυσμένοι το βράδυ και ωραία, ζουμερά σάντουιτς. Έχει κινέζικο, ταϊλανδέζικο, λαμπερά κοκτέιλ, pints και Pimms. Έχει επίσης κατοίκους με φλεγματικό χιούμορ, που μπορεί να φαντάζουν ψυχροί, αλλά δεν είναι. Έχει ανθρώπους που αγαπώ πολύ, το σπίτι του αδελφού μου, τις βόλτες της φίλης δίπλα στο ποτάμι, το γραφείο που έστησε ο Μπ.

Το Λονδίνο κρατάει ένα κομμάτι της ζωής μου, ακόμα κι αν δεν είναι απαραίτητα ένα κομμάτι της καρδιάς μου. Πρόκειται για την πόλη στην οποία έχω ταξιδέψει πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη. Εκεί έχω κάνει πολλές φορές Πάσχα, Πρωτομαγιά και διάφορα τριήμερα. Ήταν ο τελευταίος μου προορισμός πριν χτυπήσει η πανδημία και κοπούν μαχαίρι τα ταξίδια στο εξωτερικό. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθώ να μισώ τις δαιδαλώδεις συγκοινωνίες και τη φασαρία του. Μισώ επίσης τη μίζερη μουντάδα του, αλλά παράλληλα, με έναν παράξενο τρόπο, μου αρέσει κιόλας. Αγαπώ τις παμπ, τις εκθέσεις, τα γοητευτικά open markets και τα βιβλιοπωλεία του – τι ωραία που είναι τα βιβλιοπωλεία στο Λονδίνο! Αγαπώ την αγγλική εξοχή και τα ζεστά ροφήματα τα βροχερά πρωινά ή απογεύματα. Δεν αγαπώ όμως το ίδιο Λονδίνο. Ίσως φταίει που έχω και προσωπικά ζητήματα μαζί του: βλέπεις, ρούφηξε έναν έναν τους δικούς μου ανθρώπους, οι οποίοι έστησαν τις ζωές τους εκεί, τρεισήμισι ώρες μακριά με το αεροπλάνο, σε αυτή την τόσο συχνά συννεφιασμένη πόλη, όπου μασουλάνε fish and chips και ανεβοκατεβαίνουν καθημερινά σε δεκάδες τρένα, πάνω και κάτω από τη γη.

Εδώ Λονδίνο!-1
©Unsplash

Το Λονδίνο ουδέποτε μου ήταν ξένο. Για την ακρίβεια, μου είναι αρκετά οικείο, αν σκεφτείτε ότι έτυχε να ζήσω μία ώρα έξω από αυτό για περίπου δυόμισι χρόνια και μέχρι να κλείσω τα πέντε μου έτη. Οι γονείς μου οδηγούσαν τότε από την ανάποδη πλευρά του δρόμου, εγώ είχα κολλητή φίλη τη Charlotte τη γειτόνισσα και ο αδελφός μου μίλησε πρώτα αγγλικά και ύστερα ελληνικά. Το σπίτι μας είχε κι εκείνο μοκέτα, και μάλιστα σε γαλαζοπράσινη απόχρωση. Η μητέρα μου έφτιαχνε συχνά shepherds pie για μεσημεριανό και τα καροτσάκια μας έκαναν ενίοτε βόλτα στις όχθες του Τάμεση. Με έναν μυστήριο τρόπο, τις ίδιες βόλτες κάνουν σήμερα τα ανίψια μου, που μεγαλώνουν στο κέντρο της πόλης. Το Λονδίνο ήρθε να πάρει τη θέση του στη ζωή μου από το ξεκίνημά της κιόλας και φρόντισε να έχει δυναμική παρουσία στη συνέχειά της. Με φοιτητικά ταξίδια, ξενύχτια, γέλια και τσακωμούς, τραπεζώματα και ύπνο σε καναπέδες φίλων. Αργότερα, με πολύωρα skype calls, γεννητούρια σε λονδρέζικα νοσοκομεία, online γενέθλια πάρτι και digital φύσημα σε κεράκια, άπειρες φωτογραφίες από νέες περιπέτειες στη βρετανική πρωτεύουσα, καινούργιους φίλους και νέες αγάπες. Στο Λονδίνο εκτυλίσσεται πάντα μια παράλληλη ζωή. Όχι μόνο των ανθρώπων μου που βρίσκονται εκεί, αλλά και της ζωής που δεν έζησα. Για πολλά χρόνια γυρόφερνε το μυαλό μου η ιδέα να μετακομίσω στην πόλη, να κυνηγήσω μια νέα καριέρα, ίσως και μια διαφορετική καθημερινότητα – άλλωστε, ένα κομμάτι της ζωής μου ήταν ήδη στημένο εκεί. Φανταζόμουν τον εαυτό μου να περπατάω πολύ, ακόμα και τσαλαβουτώντας στα νερά, αλλά να μην παίρνω παρ’ όλα αυτά το μετρό. Να μαζεύομαι νωρίς στο σπίτι, να μιλάω και να δουλεύω στα αγγλικά, να τρώω διαφορετικά φαγητά, να πηγαινοφέρνω φακές και βότανα από την πατρίδα, σαν φυλαχτά. Φαντάστηκα πολλές φορές ένα μικρό ζεστό δωμάτιο, τις σπουδές σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον διαφορετικό από το ελληνικό, την επαφή με ανθρώπους από πολλούς πολιτισμούς, τη διαδικασία τού να ανακαλύπτεις την ευτυχία και την απόλαυση σε διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι έχεις συνηθίσει. Η ιδέα ήταν κάποιες φορές δελεαστική – σε ορισμένες περιπτώσεις οι συνθήκες μπορεί και να ευνοούσαν μια τέτοια μετακίνηση. Αφορμές και ευκαιρίες δόθηκαν μέσα στα χρόνια, όμως ποτέ δεν πήρα την απόφαση να μαζέψω τα πράγματά μου ώστε να ξυπνάω κάθε μέρα στο Λονδίνο.

Μιλάω με τη φίλη που μόλις μετακόμισε σε καινούργιο σπίτι εκεί. Από το παράθυρό της βλέπει δέντρα και σπίτια φτιαγμένα από τούβλα. Κάποιοι Έλληνες μένουν στο διπλανό τετράγωνο και ακούγονται οι φωνές τους. Στην κουβέντα τής ξεφεύγουν μισά αγγλικά – μετά από δέκα χρόνια παραμονής, έχει αποκτήσει πια άψογη βρετανική προφορά. Ο Μπ. μού στέλνει τα καινούργια του projects, υπέροχες ιδέες μακριά από την ελληνική πραγματικότητα. Το παράλληλο Λονδίνο μου ζει και αναπνέει, πάντα λίγες ώρες μακριά με το αεροπλάνο. Οι άνθρωποί μου το κάνουν κάθε χρόνο και περισσότερο δικό τους, κάποιοι έρχονται πια όλο και λιγότερο εδώ. Φτιάχνουν τις δικές τους οικογένειες και, ίσως, μια καινούργια πατρίδα στην πόλη που μυρίζει πρόχειρο burger. Η φασαρία του Λονδίνου αυτές τις μέρες μού φαντάζει μακρινή, σαν βουητό από μια άλλη ζωή. Κάποτε το ένιωθα να πάλλεται και να με ταράζει, υπενθυμίζοντάς μου όλα εκείνα στα οποία δεν ήμουν παρούσα. Όμως, μετά από πολλά χρόνια, έχω πια κάνει ανακωχή με το Λονδίνο. Δεν περιμένω πότε θα στείλει τους δικούς μου πίσω, ούτε σκέφτομαι πια να πάω μετακομίσω εγώ. Το μόνο που θέλω είναι η πόλη του Big Ben να φέρεται καλά σε όσους τη διάλεξαν για σπίτι τους.