Ήταν Οκτώβριος του 2009 όταν ο διευθυντής μου με φώναξε στο γραφείο του. Είχα γράψει κάτι που τον εντυπωσίασε και ήθελε να μου το πει. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη τη συνάντηση, μια φράση όμως θα έμενε χαραγμένη στο μυαλό μου: «Λίνα, πιστεύω ότι είσαι εδώ, τι μπορούμε να κάνουμε για να φτάσεις εδώ που πιστεύω ότι ανήκεις;», με ρώτησε σχηματίζοντας με κάθε «εδώ» μια νοητή ράμπα με το χέρι, τη μία πιο ψηλά από την άλλη. Εννοούσε ασφαλώς ότι οι δυνατότητες μου ήταν για «εκεί», το ήξερε, το ήξερα, αλλά για κάποιο λόγο εγώ δεν τις εξαντλούσα. Βγήκα από το γραφείο έχοντας ψηλώσει δέκα πόντους και πιστεύοντας ότι κρατούσα το Πούλιτζερ ή, έστω, το βραβείο Μπότση στο τσεπάκι και ότι, τέλος πάντων, η καριέρα μου ήταν έτοιμη να απογειωθεί.
Είναι καλοκαίρι του ’23, δηλαδή πολλά -μα πολλά- χρόνια μετά, και όσο κι αν κοιτάζω και ξανακοιτάζω τη βιβλιοθήκη μου, το ράφι με τα βραβεία παραμένει άδειο. Το ίδιο και το ράφι με τα βιβλία που κατά καιρούς έχω σκεφτεί να γράψω σε διάφορες εκρήξεις δημιουργικότητας και αυτοπεποίθησης, που ξεφούσκωσαν πιο γρήγορα από γαλλικό σουφλέ – ένα από αυτά θα αφορούσε τις περιπέτειές μου στην κουζίνα. Εντάξει, δεν έχω παράπονο. Είχα τις καλές μου δημοσιογραφικές στιγμές, και αν δεν το έχει παραδεχτεί κάποια αμερόληπτη επιτροπή βραβείων, μου το έχει σφυρίξει το αμερόληπτο κοινό μου στο Facebook. Όχι, στα σοβαρά, έχω γράψει κείμενα για τα οποία είμαι υπερήφανη, που όσο κι αν πρόκειται για ετοιμόρροπο κριτήριο αυτοαξιολόγησης, έχει τη σημασία του στον κλάδο μας. Πολλούς μπορείς να κοροϊδέψεις – τον εαυτό σου όχι.
Για να πιάσω όμως το νήμα από εκείνη τη συζήτηση στο γραφείο του διευθυντή και την εισαγωγή της έννοιας των ασύμμετρων ζυγών στον διάλογο για τις επιδόσεις μου στη δουλειά, η αλήθεια είναι ότι παρά τα παρακινδυνευμένα άλματα που έχω καταφέρει, έχω για βάση μου την κάτω ράμπα. Δεν είναι χαμηλή, είναι απλώς χαμηλότερη από τις προσδοκίες που είχαν άλλοι, αλλά και εγώ, για μένα. Επίσης, η περιστροφή σε αυτήν είναι οικεία και ασφαλής – γιατί είμαι και επιρρεπής στα ατυχήματα.
Από μικρή άκουγα ότι είχα όλα τα φόντα να «πάω ψηλά», χωρίς ούτε τα «φόντα» ούτε το «ψηλά» να προσδιορίζονται ακριβώς. Δεν ήταν πάντως το διάστημα, γιατί όταν έλεγα στους παππούδες μου ότι ήθελα να γίνω αστροναύτης, γελούσαν. Δεν καταλάβαινα γιατί – μέχρι και η Barbie, η οποία έδινε τον τόνο σε ό,τι αφορά τις επαγγελματικές προοπτικές της σύγχρονης γυναίκας είχε καταφέρει να γίνει αστροναύτης. Θα πέρναγε καιρός μέχρι να διαχωρίσω την πραγματικότητα από το σύμπαν της Mattel. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, λιγότερο από το 30% των ερευνητών παγκοσμίως είναι γυναίκες, αλλά η Barbie έχει γίνει, μεταξύ άλλων, προγραμματίστρια, αστροφυσικός και μηχανικός ρομποτικής. Στην πρόσφατη ταινία της Greta Gerwig κυκλοφορεί και μια Barbie δημοσιογράφος, η οποία έχει πάρει Πούλιτζερ – μολονότι ξέρουμε ότι οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στα συγκεκριμένα βραβεία και ότι όσες τα καταφέρνουν έχουν συνήθως πολύ περισσότερα προσόντα από τους άνδρες συνυποψηφίους τους.
Στην εκκίνηση της διαδρομής που με έφερε εδώ, με θυμάμαι να στέκομαι μπροστά στο μηχανογραφικό με το απεγνωσμένο ύφος που έπαιρνε η Μαφάλντα μπροστά από την υδρόγειο. Το μυαλό μου έτρεχε διερευνώντας κάθε πιθανή κατεύθυνση, χωρίς όμως το «σκονάκι» κάποιου ολοφάνερου ταλέντου, κάποιου παιδικού πάθους ή, έστω, τον μπούσουλα μιας οικογενειακής παράδοσης. Ο κόσμος ήταν το στρείδι μου, ο ουρανός το όριό μου -ή κάποια έκφραση που δεν είναι μεταφρασμένη από τα αγγλικά-, αλλά η υπερπληθώρα επιλογών φαντάζει όπως τα μακρινά deadlines: υποδύονται τους φίλους σου, αλλά δεν είναι. Ευτυχώς, κάποια στιγμή φύσηξε ένας καλός άνεμος που με έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Προσγειώθηκα σε μια δουλειά που δεν είχα ποτέ φανταστεί να κάνω -η Mattel είχε βγάλει μέχρι τότε μόνο μία Barbie παρουσιάστρια ειδήσεων, η ρεπόρτερ δεν ταίριαζε στο πρότυπο της ανεξάρτητης και επιτυχημένης επαγγελματικά και κοινωνικά γυναίκας που προωθούσε η εταιρεία-, αλλά που καταλάβαινα από την έκφραση στα πρόσωπα των γύρω μου ότι ήταν το μονοπάτι για «ψηλά» που λέγαμε. Επιπλέον, μπορούσα να τη φέρνω εις πέρας ικανοποιητικά, αν και όχι χωρίς ψυχολογικό κόστος. Θυμάμαι ακόμα την όλο περηφάνεια έκφραση του παππού μου όταν είδε το πρώτο ολοσέλιδο ρεπορτάζ μου στην Καθημερινή, την εφημερίδα που διάβαζε φανατικά. Μετά μου έπιασε κουβέντα για την Ελένη Βλάχου, κάνοντας ξαφνικά μια καριέρα στο διάστημα να μη φαίνεται και τόσο άπιαστο όνειρο. Έχετε προσέξει ότι οι γυναίκες πρέπει να στοχεύουν πάντα στ’ άστρα; Δεν αρκεί να είσαι καλή στη δουλειά, πρέπει να «σκίζεις», μια άγραφη υποχρέωση που όμως ροκανίζει το υπ’ αριθμόν ένα εφόδιο ενός εργαζόμενου: την αυτοπεποίθησή του.
Όταν έμπαινα στη δουλειά είχε μόλις αρχίσει να κυκλοφορεί στις οθόνες μας και ένα σγουρομάλλικο κορίτσι, η Carrie Bradshaw, που μπορούσε να ζει στο Upper East Side της Νέας Υόρκης γράφοντας απλώς μια στήλη σε εφημερίδα, γεγονός που θα περιέπλεκε για τα καλά τα πράγματα, τα μαλλιά και τις προσδοκίες μου. (Πώς δεν το είχα δει νωρίτερα: η Carrie ήταν η Barbie δημοσιογράφος.) Η μόνη φορά που ταυτίστηκα μαζί της ήταν πρόσφατα, ενώ παρακολουθούσα την πρώτη σεζόν του Just Like That και την είδα να πασχίζει να ανεβάσει τους followers της στα σόσιαλ μίντια φορώντας τα γυαλιά της πρεσβυωπίας. Έξω από το παράθυρό της βέβαια παρέμενε η Νέα Υόρκη και στη βιβλιοθήκη της είχε ειδικό ράφι για τα βιβλία που είχε εκδόσει. Well done girl, σκέφτηκα, και επέστρεψα στο κείμενό μου, γιατί πρέπει να παραμένουμε κυρίες.
Το 112 ήχησε μέσα μου για τα καλά όταν πριν από λίγες μέρες άνοιξα το συρτάρι στο γραφείο μου και βρήκα καταχωνιασμένο εκείνο το πρώτο ολοσέλιδο δημοσίευμα στην Καθημερινή, μαζί με κασέτες από δημοσιογραφικά κασετοφωνάκια που κανείς δεν ξέρει τι περιέχουν, σημειώσεις από ξεχασμένες συνεντεύξεις και μια φωτογραφία μου από μια πτήση με Ζέπελιν πάνω από την Αθήνα του 2004. Ξανάκλεισα όπως όπως το συρτάρι και την ανάμνηση των μεγάλων προσδοκιών για μένα και την πόλη μου. Έτσι κι αλλιώς, στα 47 μου δεν έχω ούτε την όρεξη ούτε την πολυτέλεια να μπαίνω σε τέτοιες σκέψεις. Εκτός από το βάρος των χρόνων στη δουλειά -το υπόλειμμα από τις ιστορίες που μεταφέρουμε δρα συσσωρευτικά-, είναι κι ένας μπόμπιρας 2,5 ετών που έχει ρουφήξει σαν τη σκούπα ρομπότ όλο το επιπλέον κουράγιο, το θάρρος, τη θέληση, την επιδεξιότητα, την ευελιξία που απαιτούν νέες φιγούρες, περισσότερες αρμοδιότητες, νέες προκλήσεις. (Και μου αξίζει κάποιο βραβείο που έκανα τόση ώρα να το αναφέρω, γιατί όπως λέει και στον φοβερό μονόλογό της στην ταινία Barbie η America Ferrera για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα, «πρέπει να αγαπάς το να είσαι μητέρα, αλλά να μη μιλάς για τα παιδιά σου όλη την ώρα».) Ναι, έκανα σχετικά μεγάλη παιδί για να αφήσω περιθώριο στην καριέρα μου να αναπτυχθεί. Ουπς… Έχω επιστρέψει εδώ και σχεδόν δύο χρόνια στη δουλειά από την άδεια λοχείας και ακόμα να συνέλθω από το σπριντ που χρειάστηκε για να καλύψω το χαμένο έδαφος και, κυρίως, να συνηθίσω τις νέες συνθήκες εργασίας: ότι πλέον πρέπει να ισορροπώ στην όποια ράμπα μου με κομψότητα και δύναμη, αλλά με το μυαλό μοιραία μονίμως αλλού. Δεν θα πω ψέματα, παρατηρώ με ύφος σερ David Attenborough -δηλαδή με θαυμασμό αλλά και ελαφρώς σηκωμένο φρύδι-, αρσενικά άτομα του δημοσιογραφικού είδους μου με δύο και τρία παιδιά που ισορροπούν με θαυμαστή επιδεξιότητα σε όλο και υψηλότερες δοκούς. Γιατί η γονεϊκότητα στους άνδρες να μοιάζει με συμπλήρωμα βιταμινών κι εγώ να σέρνομαι; Όπως έχει πει και ο Attenborough, «δεν είναι ότι αγαπώ υπερβολικά τα ζώα, είναι ότι με καταπλήσσουν».
Αυτή είναι όμως η γυναικεία κατάσταση και δεν έχει σχέση με τη μητρότητα. Η απροσδιόριστη αίσθηση ότι παρά το ανελέητο multitasking, κάπου υπολείπεσαι. Σύμφωνα με έρευνα του Yale Insights, οι γυναίκες συστηματικά κρίνεται ότι έχουν λιγότερες ηγετικές ικανότητες από τους άνδρες συναδέλφους τους, με αποτέλεσμα να μην προωθούνται για προαγωγή. Αλλά και οι ίδιες οι εργαζόμενες φαίνεται ότι έχουν την τάση να αξιολογούν χαμηλότερα κατά 33% τις επιδόσεις τους στη δουλειά σε σχέση με ισάξιους συναδέλφους τους. It’s complicated και χωρίς αναφορά στην άλλη άγραφη απαίτηση για μια εργαζόμενη γυναίκα, να είναι όμορφη και να χαμογελά εκτελώντας το πρόγραμμά της στους ασύμμετρους ζυγούς. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα προλάβουμε να δούμε τα πράγματα να αλλάζουν πολύ. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι θα χρειαστεί πάνω από ένας αιώνας για να κλείσει η ψαλίδα των ευκαιριών, πάνω από μισός αιώνας για την εξάλειψη του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων και 140 χρόνια μέχρι οι γυναίκες να εκπροσωπούνται ισότιμα σε θέσεις ευθύνης.
Σε κάθε περίπτωση είναι ένα σοκ όταν συνειδητοποιείς ότι μάλλον δεν θα κάνεις reach το potential σου, ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μην αξιοποιήσεις τις περιλάλητες και χιλιοτραγουδισμένες δυνατότητές σου διαψεύδοντας όσους πίστεψαν σε αυτές, από τον παππού μέχρι το διευθυντή σου. Ότι ο δυνατός πρωταγωνιστικός ρόλος για τον οποίο προετοιμαζόσουν όλη σου τη ζωή ίσως τελικά δεν θα έρθει. Κανείς δεν σου λέει βέβαια ότι δεν γράφονται πολλοί τέτοιοι για γυναίκες. Ότι οι κεντρικές ηρωίδες συνήθως τσακίζονται στο τέλος – η Lara Croft εξαιρείται. Και ότι είναι εντελώς και απόλυτα ΟΚ να αγαπάς τις δεύτερες φωνές και τους βήτα ρόλους. Στο κάτω κάτω σήμερα, έχοντας ήδη διαβάσει ήδη 34 φορές τον Κακό Λύκο και τα Τρία Γουρουνάκια, και με μια μάσκα ομορφιάς κάτω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας, τελείωσα αυτό το κείμενο και μπορώ με περηφάνια πλέον να πω: «Carrie, γράφω κι εγώ στη Vogue!