Παράδειγμα πρώτο: Συχνά βλέπω πως φίλοι μου που είναι γονείς έχουν μεγαλύτερη αγωνία αν ο γιος τους θα είναι καλός μαθητής ή θα πάει σε καλό Πανεπιστήμιο απ’ ό,τι η κόρη τους. Υποσυνείδητα η αταβιστική λογική είναι: «δεν πειράζει, κορίτσι είναι. Η παιδεία/δουλειά δεν είναι αναπόσπαστη προϋπόθεση της ευτυχίας του. Θα κάνει άλλα κουμάντα, θα παντρευτεί, θα κάνει παιδιά. Ακόμη κι αν υποαπασχολείται, θα βρει μια άκρη». Ο γιος όμως ακόμη προορίζεται για breadwinner, αλλιώς είναι χαμένος.
Παράδειγμα δεύτερο: Οταν μια γυναίκα αναλαμβάνει μια θέση ευθύνης στην κυβέρνηση ή σε κάποια επιχείρηση, η κριτική είναι λεπτομερής και αμείλικτη. Εχω παρατηρήσει ότι ακόμη και «φεμινιστικές προσεγγίσεις» εξαντλούν την αυστηρότητά τους. Ξεκινούν από το ντύσιμο και επεκτείνονται σε κάθε της λέξη, κάθε φράση, κάθε χαμόγελο. Οταν μια γυναίκα είναι πολύ σκληρή στην άσκηση των καθηκόντων της, είναι «σκύλα», όταν είναι πολύ γελαστή «σούργελο», όταν είναι κόρη του μπαμπά της η επιτυχία της αποδίδεται αποκλειστικά στον νεποτισμό, όταν δεν είναι κόρη κάποιου αλλά αυτοδημιούργητη, συχνά αποκηρύσσεται ως «άπειρη».
Παράδειγμα τρίτο: Ενώ θεωρητικά η άσκηση βίας προκαλεί αποτροπιασμό, είναι πολύ πιο αποδεκτή όταν ο θύτης είναι άνδρας από ό,τι όταν είναι γυναίκα. Αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και σήμερα εκφράζεται η κλασική μάτσο δικαιολογία «έφυγε το χέρι μου κατά λάθος» με το επιχείρημα ότι δεν μπορεί κάποιος να ελέγξει τη δύναμή του, ενώ δολοφονίες από δράστες άνδρες νομιμοποιούνται ενίοτε «ως εγκλήματα πάθους», τη στιγμή που οι γυναίκες περιγράφονται ως Μήδειες, γυναίκες-αράχνες, δαιμονισμένες.
Εφερα τα τρία αυτά παραδείγματα για να περιγράψω γιατί με βάση την πρόσφατη έρευνα του ΟΗΕ για τους έμφυλους κοινωνικούς ρόλους (2023 GENDER SOCIAL NORMS INDEX, GSNI) το 64% των Ελλήνων αναγνωρίζει ότι διατηρεί ακέραια τα έμφυλα στερεότυπα που κληρονόμησε από τις προηγούμενες γενιές. Εξ αυτών το ποσοστό των ανδρών που έχει τέτοιου είδους σχήματα στο κεφάλι του είναι 73,98% έναντι 55,21% που είναι γυναίκες. Οσο κι αν ακούγεται αποκαρδιωτικό το ποσοστό η εικόνα στον παγκόσμιο πληθυσμό είναι πολύ χειρότερη. Σχεδόν εννέα στους δέκα πολίτες του κόσμου τρέφουν θεμελιώδη αρνητικά στερεότυπα σε βάρος των γυναικών και οι μισοί περίπου πιστεύουν ότι οι άνδρες είναι καλύτεροι πολιτικοί ηγέτες και στελέχη επιχειρήσεων από τις γυναίκες. Το ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας είναι πως οι πεποιθήσεις αυτές διατρέχουν κοινωνικές τάξεις, εισοδήματα, περιοχές και επίπεδο ανάπτυξης, καθιστώντας το πρόβλημα οικουμενικό.
Ετσι εξηγείται ότι με βάση έτερη έρευνα της φιλανθρωπικής οργάνωσης Plan International Germany το ένα τρίτο των Γερμανών 18-35 ετών, που δεν θεωρούνται καν οι πλέον μισογύνηδες Ευρωπαίοι, θεωρεί αποδεκτή τη βία κατά των γυναικών. Μελετώντας εξάλλου ζητήματα όπως το victim-blaming (η ενοχοποίηση του θύματος) και την αντιμετώπιση γυναικών και ανδρών με άλλα μέτρα και σταθμά, η μελέτη διαπίστωσε πως το 50% των ανδρών δήλωσαν ότι δεν θέλουν σχέση με μια γυναίκα που είχε στο παρελθόν πολλούς ερωτικούς συντρόφους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις τάξεις των γυναικών ήταν 20%. Αυτός είναι ένας ακόμη τομέας που μπορεί να χρησιμεύσει ως δοκιμή για τα φεμινιστικά διαπιστευτήρια ενός άνδρα