«Ανω τελείες! Ξέρετε πως χρησιμοποιούνται; Κι αν μια μέρα εξαφανίζονταν θα σας ένοιαζε;». Ναι, λατρεύω τις άνω τελείες, είναι η απάντησή μου στην απορία της βρετανικής εφημερίδας Γκάρντιαν. Είναι το αγαπημένο μου σημείο στίξης. Ενας μικρός αναστεναγμός, μια παύση διαλογισμού. Τι έγραψα-διάβασα μόλις; Ας το σκεφτώ για ένα δευτερόλεπτο πριν συνεχίσω με μια παρόμοια κύρια πρόταση. Aγαπώ τόσο πολύ τις άνω τελείες που «βγαίνω από το δρόμο μου» (ναι ξέρω, φρικτός αγγλισμός, αλλά κολλάει σε αυτήν την περίπτωση) για να τις αναζητήσω. Συνήθως δεν ξέρω που βρίσκονται στο πληκτρολόγιο, οπότε αναγκάζομαι να βρω μια σε κάποιο κείμενο να την κάνω copy-paste σε αυτό που γράφω.
«…η Κλαρίσα δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό, μια ξεχωριστή γαλήνη ή επισημότητα · μια παύση που ήταν δύσκολο να περιγραφεί · ένα σταμάτημα (αλλά μπορεί να ήταν η καρδιά της που είχε επηρεαστεί, όπως είπαν από τη γρίπη) προτού σημαίνει ο Μπιγκ Μπεν.», γράφει στη δεύτερη σελίδα της «Κυρίας Νταλογουέι» η Βιρτζίνια Γουλφ (εκδ Μίνωας, 2018).«Η ύπαρξη της άνω τελείας στο κείμενο δηλώνει μεγαλύτερη διακοπή από το κόμμα και μικρότερη διακοπή από την τελεία», είναι ο επίσημος ορισμός. Μ αρέσει αυτή η ασάφεια, που επιδέχεται μεγάλα περιθώρια ελευθερίας. Ο καθένας αποφασίζει μόνος του που θέλει να τη βάλει και πως θα τη διαβάσει.
Είναι υπέροχη κι αισθητικά. Ετσι όπως υπερίπταται πάνω από τις λέξεις, δεν είσαι σίγουρος αν είναι μια κουτσουλιά, λίγο χυμένο μελάνι ή ένα εσκεμμένο, ευχάριστο διάλειμμα στην πρόταση. Ο Γκάρντιαν μας πληροφορεί ότι κινδυνεύει με εξαφάνιση · οι Τάιμς του Λονδίνου αποκαλύπτει ότι η χρήση της έχει μειωθεί κατά 50% από το 2000 · «η άνω τελεία έφαγε τα ψωμιά της» διακηρύσσει το περιοδικό Σπεκτέιτορ.
Η αλήθεια είναι ότι έχει μια εκζήτηση η χρήση άνω τελείας. «Το μόνο που δείχνει είναι ότι έχεις πάει Πανεπιστήμιο», έλεγε ο Αμερικανός Κερτ Βόνεγκατ, που ζητούσε επίμονα την κατάργησή της. Δεν είναι τυχαίο που ονόμασε την ποιητική της συλλογή η Κική Δημουλά «Ανω τελεία» (εκδ. Ικαρος 2016) κι όχι π.χ. «Θαυμαστικό» ή «Αποσιωπητικά». Το θαυμαστικό ενέχει αυθορμητισμό, αλλά και βία, κάτι κραυγαλέο, που διατυπώνεται με κεφαλαία γράμματα. Τα αποσιωπητικά στον αντίποδα είναι εφηβικό σημείο στίξης, μαρτυρούν αφέλεια, χαζορομαντισμό ή δυσκολία έκφρασης από σεμνοτυφία (;), κάτι που υπονοείται από δειλία ίσως ή έστω πονηριά.
Παρά το μετέωρο-«ερμαφρόδιτο» έλεγε ο Βόνεγκατ-χαρακτήρα της, μια άνω τελεία ή η παράλειψή της μπορεί να αλλάξει όλο το νόημα, όπως είδαμε στην «Αρνηση». «Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή», έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης, το τραγούδησε μονοκοπανιά χωρίς την άνω τελεία ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης παρά τις σχετικές παροτρύνσεις του ποιητή προς τον Μίκη Θεοδωράκη. Εμεινε έτσι στην ιστορία σαν μια υπαρξιακή αναθεώρηση, ενώ μάλλον το αντίθετο ήθελε να πει ο ποιητής.
Είναι περίεργο που σπανίζει πλέον η άνω τελεία. Εγώ θεωρώ ότι είναι το πιο επίκαιρο σημείο στίξης. Στην περιρρέουσα ρευστότητα ποιος έχει τη σιγουριά που προϋποθέτει η οριστικότητα μιας τελείας;