Παρακολουθούσα πριν λίγες μέρες μια παρέα από κατακόκκινα-τσουρουφλισμένα Αγγλάκια που είχαν βρει έναν αχινό. Τον είχαν τοποθετήσει πάνω σε μια ρακέτα, τον περιεργάζονταν και τσίριζαν από φόβο. «Πρόσεχε, μην τον ακουμπήσεις!», φώναζε ένας έφηβος στην αδερφή του. «Είναι πολύ επικίνδυνος». Ηταν λες κι είχαν ένα ακινητοποιημένο άλιεν μπροστά τους και περίμεναν από στιγμή σε στιγμή να αρχίσει να σκάει το κέλυφος για να εμφανιστεί μπροστά τους ένα γιγάντιο, γλοιώδες, σαρκοφάγο τέρας.
Αγαπώ τους αχινούς. Τους αγαπώ τόσο πολύ που θέλω να τους τρώω. Ασταμάτητα. Εχω υπάρξει δράστρια γενοκτονίας αχινών, προτού ποινικοποιηθεί η σφαγή τους από ερασιτέχνες ψαράδες. Στην Κεφαλονιά, τις Σπέτσες και την Κρήτη έχω διατελέσει Μλάντιτς ολόκληρων θαλάσσιων περιοχών. Με πλαστική σακούλα στο χέρι και πηρούνι, ξεχαρβάλωνα πλαγιές βράχων επί μια και πλέον δεκαετία. Ανάλογα με τα φεγγάρια, το μέγεθος μίκραινε και μεγάλωνε. Πετρούλες και φύκια κι άλλα όστρακα έδιναν το σύνθημα ότι αυτοί είναι οι θηλυκοί. Είχα το κατάλληλο ψαλίδι, το πιο συναρπαστικό εργαλείο που διατίθεται στα καταστήματα με είδη αλιείας, που πωλούν καλάμια, δολώματα και δίχτυα. Με αυτό το ψαλίδι πετύχαινα την τέλεια διχοτόμηση, τα αυγά τακτικά από τη μια πλευρά, το άχρηστο κομμάτι από την άλλη. Έπαιρνα το μισό κέλυφος και τον εμβάπτιζα στη θάλασσα για να το αδειάσω μετά με το κουταλάκι του τσαγιού στο στόμα μου. Σφήκες και μύγες μαζεύονταν γύρω γύρω ενώ ο ήλιος με έψηνε στην πλάτη καθώς συνέχιζα επί ώρες την τελετουργία μέχρι να φτουρίσει η μικρή ποσότητα και να γεμίσει το στόμα μου ιώδιο και γλύκα. Καμία φορά θυμόμουν να φέρω και λεμόνι.
Τώρα που απαγορεύτηκε η αλιεία τους από δύτες της πλάκας σαν κι εμένα, ψάχνω μανιωδώς εστιατόρια που έχουν αχινοσαλάτα. Ξέρω απέξω τα μέρη που σερβίρουν αχινό στην Αθήνα και στα κοντινά νησιά. Στο «Σκοτάδη» στην Αίγινα π.χ. τον σερβίρουν σφηνάκι. Τον καταπίνεις και κολλάει στον ουρανίσκο σου που και που ένα αγκαθάκι. Δεν ξέρω αν το κάνουν επίτηδες για να δώσουν μια πιο ρεαλιστική εμπειρία στον καταναλωτή. Αλλά μ’ αρέσει. Στο «Μπαρμπουνάκι» στην Αθήνα η μερίδα είναι πιο αξιοπρεπής και «καθαρή», αλλά τη βρίσκεις μόνο μερικές φορές. Πρέπει να ρωτήσεις το γκαρσόνι και να περιμένεις με ερωτική προσμονή την κατάφαση για να αρχίσει το εσωτερικό πάρτι. Στην Κρήτη τα πράγματα είναι πιο απλά: η αχινονοσαλάτα έρχεται σε μια τεράστια γαβάθα, σαν σούπα και δεν θεωρείται τόσο σπάνια.
Αν δεν στοίχιζε είκοσι ευρώ κατά μέσο όρο, νομίζω πως θα ζούσα τρώγοντας αποκλειστικά αχινό. Είναι οι αχινοί σαν τα χταπόδια; Πονούν και υποφέρουν όταν τους τρώμε και καλό είναι να έχουμε λίγη ενσυναίσθηση και να σταματήσουμε να πνίγουμε τα αυγά τους σε λάδι και λεμόνι; Κάποια στιγμή είχα αρχίσει να το σκέφτομαι. Οι ηθικές μου αναστολές έφτασαν στο σημείο να αφήνω ήσυχα τα αχινάκια και να στρέφω την βουλιμία μου μόνο στους ευμεγέθεις αχινούς. Τελικά αποφάσισα ότι οι αχινοί δεν έχουν μυαλό, ούτε αισθήσεις, μόνο αναπαράγονται μετά από ανέπαφο «σεξ». Δεν φιλιούνται, δεν αγγίζονται. Ο οργασμός είναι μόνο δικός μου-όταν τους τρώω.
* Τίτλος κλεμμένος από το ομώνυμο βιβλίο της Αλεξάνδρας Κ* (εκδ. Πατάκη, 2017)