Κακοκαρδίζεις τους δημιουργούς, τους στενοχωρείς, γίνεσαι αντιπαθής. Ομολογώ όμως ότι ψοφάω να διαβάζω αδυσώπητες θεατρικές κριτικές, αναγνώσεις βιβλίων που δεν έχουν ιερό κι όσιο, τολμηρές σινεφίλ προσεγγίσεις ή εικονοκλαστικούς λίβελους για έργα τέχνης. Δεν υπάρχει τίποτα πιο απολαυστικό. Ο Τομ Κριβ π.χ. στο London Review of Books του Ιουνίου έγραψε για το νέο βιβλίο του Οσεαν Ουόνγκ ότι είναι «μια από τις χειρότερες δοκιμασίες της αναγνωστικής του ζωής» και χαρακτηρίζει τη γραφή του Αμερικανοβιετναμέζου κουίρ συγγραφέα «γελοία και πομπώδη με αναιμική πλοκή και χαρακτήρες καρικατούρες». Κάνει λόγο για «ψευτοσυναισθηματισμό και κακό χιούμορ», ενώ παραφράζοντας τον τίτλο του βιβλίου του («Ο αυτοκράτορας της χαράς», εκδ. Γκούτενμπεργκ, 2025) αποφαίνεται ότι «ο αυτοκράτορας είναι γυμνός». Ενώ με συγκινεί μέχρι δακρύων ο Ουόνγκ δεν μπορώ να πω ότι βρίσκω τελείως άδικες τις παρατηρήσεις του Κριβ, που είναι σοβαρά τεκμηριωμένες.
Στο μεταξύ όπως γράφει ο διευθυντής του New Yorker Ντέιβιντ Ρέμνικ, «οι κριτικοί του περιοδικού έχουν μακρά παράδοση να μη χαρίζονται. Το 1939, ο Ράσελ Μαλόνι χαρακτήρισε τον “Μάγο του Οζ” παταγώδη αποτυχία. “Δεν μου άρεσε η Άγκαθα Κρίστι”, έγραψε ο Έντμουντ Γουίλσον το 1944 και υποσχέθηκε ότι “δεν ξαναδιαβάσω άλλο βιβλίο της”. Η Πολίν Κέιλ αποκάλεσε τη Shoah του Κλοντ Λαντσμάν, που θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα ντοκιμαντέρ όλων των εποχών, «μια μορφή αυτοτιμωρίας». (Έκανε λάθος, αλλά αυτό είναι θέμα για άλλη στιγμή.) Υπήρχε και η κριτικός ροκ μουσικής Έλεν Γουίλις, που τόλμησε να “θάψει” το φεστιβάλ του Woodstock το 1969…».
Στο τελευταίο τεύχος του ίδιου περιοδικού ο Κελέφα Σάνε παρατηρεί ότι η κριτική έχει γίνει υπερβολικά ήπια. Πρώην αρθρογράφος ποπ μουσικής στους Times και συντάκτης του New Yorker από το 2008 με αντικείμενο τη μουσική και όχι μόνο, ο Σάνε πιστεύει ότι, γενικά, οι κριτικοί έχουν μαλακώσει — ιδιαίτερα οι μουσικοκριτικοί. Υπάρχει μια διολίσθηση στην ευγένεια. «Η σοβαροφάνεια πήρε το πάνω χέρι, η απροθυμία να προκαλέσει κανείς την οργή ενός σταρ, να ξεσηκώσει την αντίδραση των θαυμαστών ή απλώς να καταδικάσει το γούστο των άλλων — μια τάση που μερικές φορές αποκαλείται “poptimism”. Όλα τα καυστικά σχόλια έχουν εξαφανιστεί. Εχουν αντικατασταθεί από τη γενικευμένη συμφωνία, την ευγένεια, τον χλιαρό έπαινο. Κάτι, όμως, χάνεται μέσα σε αυτήν τη νερόβραστη συναίνεση».
Στα καθ’ ημάς ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε πει στα «Νέα» το 1978, ότι «η Ραφαέλα Καρά είναι καλύτερη από τον Θάνο Μικρούτσικο», ο Βασίλης Ραφαηλίδης κατηγορούσε το σκηνοθέτη Μίλος Φόρμαν στη «Φωλιά του Κούκου» για «κάλπικη επαναστατικότητα» κι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος είχε καταφερθεί εναντίον όσων δεν αναγνωρίζουν το μεγαλείο του…Μάρκου Σεφερλή, τον οποίο παρομοίασε με τον Αυλωνίτη.
«Καλός κριτικός τέχνης είναι εκείνος του οποίου τα κείμενα είναι τόσο ευφυώς στρόγγυλα ώστε να μπορούν, χωρίς αλλαγές, να ταιριάζουν σε περισσότερους από έναν καλλιτέχνες», ήταν το συμπέρασμα ενός από τους πιο αιχμηρούς τεχνοκριτικούς που διαθέτει η χώρα, του Μάνου Στεφανίδη.