the-x-file-ύμνος-στις-πεθερές-που-με-έντυσαν-σα-346951

«Ρούχα από δεύτερο χέρι είναι μια φράση που έχει προ πολλού σταματήσει να σημαίνει β’ κατηγορίας». Δεν το λέω εγώ, το λέει ο Guardian σε ένα από τα λάιφσταϊλ ρεπορτάζ του. Ολο και συχνότερα ακούω γύρω μου ανθρώπους να αδειάζουν και να γεμίζουν τις ντουλάπες τους πουλώντας ρούχα στο eBay ή αγοράζοντας στο Vestiaire Collective. Θυμάμαι παλιά στην Αθήνα ήμουν μια γραφική που κατέβαινα στο υπόγειο του Le streghe son tornate στη Χάρητος κι έψαχνα τους θησαυρούς της Ριάνα, αγόραζα πανάκριβα σκουφιά της δεκαετίας του ’30 στο Σόχο στη Νέα Υόρκη, πήγαινα πέρα δώθε το Πορτομπέλο για να βρω το vintage παλτό που ήθελα «σκοτωμένο» στις 20 λίρες ή ψώνιζα λουλουδένια φουστάνια στην Κοπεγχάγη με το κιλό.

Πλέον το ίδιο μου το σπίτι είναι ένα είδος second hand καταστήματος, με εκατομμύρια ρούχα από διάφορες δεκαετίες, που ξεκινούν από δαντελωτά μεσοφόρια και γάντια της δεκαετίας του 20, κουτιά γεμάτα μαντήλια και τσάντες πεθαμένων γυναικών και καταλήγουν σε (λίγα ευτυχώς) σημερινά τζιν και φόρμες γυμναστικής. Την προσωπική μπουτίκ μού την κληροδότησαν οι «πεθερές» μου, οι αγαπημένες μαμάδες των συντρόφων μου, που έπαιξαν μητρικό ρόλο στη ζωή μου, αναλαμβάνοντας όχι να με ταϊσουν, ελέω διατροφικών διαταραχών, αλλά να με ντύσουν. Διαισθανόμενες την ανάγκη μου για ένα μαμαδίστικο υποκατάστατο αποφάσισαν, όλες τους ανεξαιρέτως, να με στολίσουν με τρυφερότητα σαν μια κούκλα Μπάρμπι. Οι περισσότερες εξ αυτών δεν είχαν άλλωστε κόρες κι αυτό νομίζω έχει σημασία. Η Φιλιώ μου ψώνιζε καινούρια ρούχα από τη Bettina, μου έδινε συμβουλές καλού γούστου και μου χάριζε κάποια που την στένευαν. Η Αννα διάλεγε τα πιο έξαλλα της κομμάτια, χρυσοποίκιλτα και λευκά με κορδόνια που κρέμονταν. Η Ελγκα με τσίμπαγε με τις καρφίτσες που έβαζε στα στριφώματα και τη μέση για να μου επιδιορθώσει τα μεγέθη. Η Σάρα με βάζει να δοκιμάζω τα δώρα της μπροστά της και χαίρεται με τη χαρά μου. Ποτέ δεν κατάλαβα το στερεότυπο ελληνικό μίσος για τις πεθερές. Εγώ τις «πεθερές» μου τις λάτρεψα όλες, σαν μαμάδες μου.

Από τη μαμά μου που πέθανε το 1986 έχω μόνο ένα μαύρο πουκάμισο Cacharel. Της το είχε φέρει ο μπαμπάς μου από το Παρίσι και το φόρεσα στην αποτέφρωσή του το 2020 ως φόρο τιμής και στους δύο τους. Ηταν η τελευταία φορά που ήμασταν κι οι τρεις μας μαζί. Σαράντα χρόνια αργότερα από το πουκάμισο λείπει μόνο ένα κουμπί. Καμία φορά τα παλιά ρούχα λένε ωραίες συγκινητικές ιστορίες.

MHT