Υπάρχει μια ατάκα στο Schitt’s Creek, όταν η Μόιρα προσπαθεί να πιάσει κουβέντα με την κόρη της, Αλέξις, ρωτώντας τη «ποια είναι η αγαπημένη σου εποχή;» κι εκείνη απαντά: «Awards Season». Πάντα γελάω σ’ αυτή τη σκηνή –καλά, όχι μόνο σ’ αυτήν–, γιατί συνειδητοποιώ ότι όλοι έχουμε μια αγαπημένη εποχή που θεωρούμε κεντρικό σημείο της χρονιάς μας, αυτή που σηματοδοτεί τις ενάρξεις και τις ολοκληρώσεις και βρίσκεται πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας, σαν τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι περισσότερες αποφάσεις μας. Και δεν χρειάζεται καν να είναι συγκεκριμένη εποχή.
Τα τελευταία χρόνια, αυτός ο άξονας έχει μετατοπιστεί για μένα στο καλοκαίρι ή, για την ακρίβεια, λίγο πριν από το καλοκαίρι, όταν ξεκινά ο καταιγισμός από μηνύματα, τηλεφωνήματα και DMs με το ίδιο περιεχόμενο: «Βγάλατε εισιτήρια για την Ελλάδα;», «Πότε έρχεστε;», «Πόσο θα μείνετε;». Είναι η εποχή των σχεδίων, του ενθουσιασμού, της λίστας με όσα σκοπεύω να κάνω και τους ανθρώπους που θέλω να δω, αλλά δεν την ολοκληρώνω, γιατί ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός! Αυτή η εποχή, που ανεπίσημα θα την ονομάσω «του αεροδρομίου», φέτος πάγωσε ξαφνικά για μένα, σαν μ’ ένα σκρατσάρισμα του βινυλίου, όταν ένας Αμερικανός συνάδελφος με ρώτησε: «Θα πας πίσω φέτος το καλοκαίρι;». Αυτό το «πίσω» –που υποδήλωνε ότι η βάση μου βρίσκεται κάπου αλλού κι εγώ μένω εδώ προσωρινά– με μπέρδεψε, κι ας μην το είπε με τον τρόπο που το κάνουν οι οπαδοί του Trump μιλώντας για τους μετανάστες.
Με μπέρδεψε, γιατί κι εγώ η ίδια δεν είμαι σίγουρη πού βρίσκεται το σπίτι μου, πού είναι το «πίσω» και πού το μόνιμο, το ένα, το κεντρικό. Το κουδούνι που γράφει το όνομά μου είναι εδώ, σ’ αυτή την πλευρά του ωκεανού, αλλά υπάρχει κι ένα άλλο, με το ίδιο όνομα, αυτό που χτυπούσαν οι φίλοι μου για χρόνια στην Αθήνα. Υπάρχει ένα γραφείο εδώ και ένα εκεί, με ανθρώπους οι οποίοι με κάνουν να χαίρομαι τη δουλειά μου. Υπάρχουν φίλοι, οικογένεια, στέκια και στα δύο μέρη που αγαπώ και όταν έχω καιρό να ταξιδέψω στην Αθήνα, γράφω ελεγείες για τον νόστο, ρουφώντας τη μύτη μου συγκινημένη.
Πρόκειται για έναν περίεργο διχασμό, ένα περίπλοκο μείγμα περιπέτειας και νοσταλγίας, μια αίσθηση ανισορροπίας που εγώ η ίδια προκάλεσα με τις επιλογές μου. Με μπερδεύει και με στενοχωρεί μερικές φορές, αλλά, όταν προσπαθώ να εξηγήσω πώς συνέβη, να τα συγκεντρώσω όλα σε έναν και μόνο λόγο, καταλήγω στο όχι και τόσο ποιητικό «Χρειάζομαι πάντα ένα σημείο διαφυγής, μια έξοδο κινδύνου, μια τρίτη επιλογή, μια ανοιχτή πόρτα, κάτι που να μη νιώθω ότι με πιέζει, με κρατάει, με στριμώχνει». Αυτός ήταν ο λόγος που το έσκασα από την Αθήνα –μαζί και η περιέργεια–, ο ίδιος που το σκάω τώρα από την πόλη όπου ζω, κάθε φορά που ο ήλιος μού θυμίζει ότι έχει έρθει η ώρα να γεμίσουν οι βαλίτσες μου άμμο, αλμύρα και καραμέλες βουτύρου με το χρυσό περιτύλιγμα.
Φυσικά, η συνειδητοποίηση έρχεται μαζί με τις ενοχές. Γιατί δεν μπορώ να ριζώσω κάπου όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι; Τι έχει πάει στραβά μ’ εμένα και θέλω διαρκώς ν’ αλλάζω, να φεύγω και να ξεφεύγω; Σίγουρα είναι κάτι που δεν το μοιράζομαι εύκολα, επειδή –το βλέπω στα βλέμματα των άλλων– με θεωρούν κακομαθημένη, ευθυνόφοβη ή, απλώς, με σύνδρομο καταδίωξης που με κάνει να κοιτάζω πίσω από την πλάτη μου. Δεν είναι έτσι όμως. Δεν το σκάω κρυφά μέσα στη νύχτα, τυλιγμένη κινηματογραφικά σε μπεζ καμπαρντίνα με σηκωμένο γιακά. Απλώς, θέλω να ξέρω ότι μπορώ να φύγω, αλλά και να γυρίσω πίσω όταν το αποφασίσω. Να δοκιμάσω τι έχει να προσφέρει η άλλη πλευρά του φράχτη με το πράσινο γκαζόν, χωρίς όμως να κόψω τις γέφυρες. Να μη μένω στάσιμη, αλλά να κινούμαι σε μια τροχιά που μου επιτρέπει να είμαι όπως ακριβώς θέλω. Και, κυρίως, να μην αναγκάζομαι να συμβιβαστώ με κάτι που δεν μου αρέσει αρκετά, επειδή δεν έχω το περιθώριο της αλλαγής – φυσικά και αναγνωρίζω πλήρως το τεράστιο προνόμιο που μου εξασφαλίζει τη δυνατότητα επιλογής.
Ένας φίλος μού είπε ότι δεν θα έπρεπε να νιώθω τόσο άσχημα γι’ αυτή μου την ανάγκη, διότι τα πιο έξυπνα τρωκτικά που έχει δει στην έρευνά του αφήνουν πάντα μια εναλλακτική έξοδο διαφυγής από τη φωλιά τους, για ασφάλεια. Δεν μπορώ να πω ότι με καθησύχασε η παρομοίωση. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί να χρησιμοποιήσω ένα τρωκτικό ως επιχείρημα για ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου. Αλλά, ευτυχώς, μια άλλη φίλη, διευθύντρια του προγράμματος Native American Studies, μου τόνισε μεταξύ καφέ και Martini ότι η ιδέα της ιδιοκτησίας και της μονιμότητας ήταν κάτι που έφεραν οι Ευρωπαίοι σ’ αυτή την ήπειρο –μαζί με τις αρρώστιες και τη γενοκτονία, αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα– και ότι οι περισσότερες φυλές μετακινούνταν ανάλογα με την εποχή, την πρόσβαση σε φαγητό και νερό ή άλλες συνθήκες. Χαμογέλασα, γιατί σκέφτηκα ότι οι γονείς του Αμερικανού συντρόφου μου μετακινούνται επίσης εποχικά μαζί με τους συνταξιούχους φίλους τους, περνούν τον χειμώνα στις νότιες πολιτείες του ήλιου και των φρέσκων πορτοκαλιών και γυρίζουν στον βορρά την άνοιξη, σαν μεταναστευτικά πουλιά, με μπαστούνια του γκολφ.
Αυτά επαναλαμβάνω στον εαυτό μου όταν ανησυχώ για το σύνδρομο φυγής μου. Και ότι ακόμα και οι γονείς μου, οι οποίοι δεν έχουν αλλάξει αριθμό τηλεφώνου από τη δεκαετία του ’70, αποφάσισαν ν’ αλλάξουν πόλεις και καθημερινότητα για να γεννηθούμε εμείς στην Αθήνα και μας μεγάλωσαν ανάμεσα σε δύο σπίτια –το διαμέρισμα και το εξοχικό–, δύο πραγματικότητες και δύο παρέες – είχαμε τους φίλους των διακοπών, εντελώς διαφορετικούς από εκείνους του σχολείου.
Άρα, η δυαδική μου ύπαρξη, το μοιρασμένο σπιτικό και η αγάπη για πολλά μέρη ταυτόχρονα δεν είναι και τόσο εκκεντρική, ούτε καν διαφορετική. Είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης να ψάχνουμε κάτι καλύτερο, να φεύγουμε, να ξεφεύγουμε, να γυρίζουμε πίσω, να επινοούμε εξόδους κινδύνου, να μεγιστοποιούμε τις ευκαιρίες που έχει να μας προσφέρει κάθε μέρος, κατάσταση ή επιλογή, έτσι ώστε να μην εγκλωβιστούμε ποτέ. Άλλωστε, το κάνουν και τα πιο έξυπνα τρωκτικά!