Μια καθηγήτριά μου στην Ιστορία της Τέχνης συνήθιζε να επαναλαμβάνει ότι δεν πρέπει να μας αφορά το τι λέει ο καλλιτέχνης για το έργο του, γιατί η αλήθεια βρίσκεται πάντα στα μάτια του θεατή. Και όμως, κάθε φορά που τελειώνει μια παρουσίαση μόδας, η δημοσιογράφος μέσα μου θέλει να μάθει περισσότερα: να ακούσει το γιατί και το πώς πίσω από τη συλλογή, να καταλάβει ποιες αναφορές και διαδρομές του εκάστοτε δημιουργικού μυαλού οδήγησαν σε εκείνη την ιδέα, σε εκείνο το ύφασμα, σε εκείνη την κίνηση. Στα λόγια των σχεδιαστών αναζητώ πάντα την απάντηση που θα φωτίσει το πώς γεννιέται το «θαύμα». Παρακολουθώντας όμως τις φετινές, πολυαναμενόμενες συλλογές της Εβδομάδας Μόδας στο Παρίσι για την Άνοιξη 2026, με τις συλλογικές προσδοκίες μας για ένα τολμηρό δημιουργικό restart να είναι στα ύψη, αυτή η αναζήτηση απαντήσεων πήρε διαφορετική τροπή. Αν είχα την ευκαιρία να απευθυνθώ σε αρκετούς από τους άνδρες σχεδιαστές που κυριάρχησαν στις πασαρέλες, η ερώτηση θα ήταν απλή – και ίσως λίγο άβολη: Συμπαθείτε τις γυναίκες; Και, κυρίως, κατανοείτε τις εμπειρίες μας, το πώς νιώθουμε μέσα στις δημιουργίες που σχεδιάζετε για εμάς;

Στο πλαίσιο αυτής της νέας εποχής, με αρκετές ανανεώσεις στα ηνία μεγάλων οίκων, ο Duran Lantink ανέλαβε φέτος τη δημιουργική διεύθυνση του Jean Paul Gaultier ύστερα από τη μακρά περίοδο εναλλασσόμενων guest designers που ακολούθησε την αποχώρηση του ίδιου του Gaultier, το 2020. Η πρώτη συλλογή του Lantink ως διαδόχου του πιο περιβόητου enfant terrible της μόδας αποδείχθηκε απογοητευτικά ρηχή, καθώς, σε έναν οίκο που για δεκαετίες έδωσε φωνή σε κάθε εκδοχή της θηλυκότητας και ύμνησε το γυναικείο σώμα, ο νέος δημιουργικός διευθυντής του έδειξε να μην το βλέπει καν, αντιμετωπίζοντας τα σώματά μας περισσότερο σαν λευκή επιφάνεια προς πρόκληση και όχι προς κατανόηση. Μέσα από μια προσέγγιση εγκλωβισμένη στο ανδρικό προνόμιο και στο gay male gaze, οι γυναίκες περπάτησαν στην πασαρέλα με ολόσωμα bodysuits με τυπώματα γυμνών, τριχωτών ανδρικών σωμάτων –και ενίοτε με εμφανή τα ανδρικά γεννητικά όργανα– και με μονοκίνι που έμοιαζαν με κακοραμμένα ειρωνικά σχόλια πάνω στη μόδα. Το αποτέλεσμα δεν ήταν μια δημιουργική δήλωση, αλλά ένα αποκριάτικο ανέκδοτο, στο οποίο η μόδα έχει χάσει τη φωνή της και αναζητά τρόπους να γίνει viral απευθυνόμενη στα κατώτερα ένστικτα που φέρνουν στην επιφάνεια τα social media. Για όσους έσπευσαν να υπερασπιστούν τη συλλογή, επικαλούμενοι τον Alexander McQueen και τη δική του εμμονή με το σοκ και την πρόκληση, η απάντησή μου είναι πως ο McQueen δεν προκαλούσε για να εξοργίσει, αλλά για να αφυπνίσει. Μέσα από το σκοτάδι του έβγαζε τις γυναίκες από τη θέση του θύματος της πατριαρχίας και τους έδινε όπλα, μετατρέποντάς τες σε πολεμίστριες, σε πλάσματα ανίκητα που διεκδικούσαν χώρο, βλέμμα και φωνή. Ο Lantink, ωστόσο, απλώς ξοδεύει πόρους –σε μια εποχή που η βιωσιμότητα στη μόδα είναι όλο και πιο αναγκαία– και ενέργεια για να προκαλέσει έναν διαδικτυακό θόρυβο χωρίς αντίκρισμα. Στη δική του εκδοχή, το θύμα είναι η γυναικεία μόδα. Αντίθετα, ο Heider Ackerman, στα χνάρια του McQueen, συνεχίζει να δίνει πανοπλίες στις γυναίκες, χωρίς να απειλείται από τον αισθησιασμό και τον δυναμισμό τους.

Εξίσου ανησυχητική ήταν η τάση του περιορισμού της ελευθερίας κίνησης και έκφρασης των γυναικών, όπως φάνηκε στις συλλογές Alaïa, Valentino και Dior. Στο σόου του Pieter Mulier για τον Alaïa, τα γυναικεία σώματα ήταν τυλιγμένα σε κομψά «κουκούλια» που δεν άφηναν περιθώριο για τη φυσική κίνηση των χεριών – σαν να μην τα χρησιμοποιούμε καθημερινά, σαν να υπάρχουμε μόνο ως κομψά αισθητικά αντικείμενα. Στον Valentino, ο Alessandro Michele παρουσίασε ένα μαύρο ρομαντικό μίνι φόρεμα με παρόμοια σύλληψη, με τα χέρια κρυμμένα μέσα και τη γυναίκα εγκλωβισμένη μέσα στο ίδιο της το ρούχο – εντυπωσιακή ειρωνεία, αν σκεφτεί κανείς ότι το μανιφέστο της συλλογής αντλούσε έμπνευση από μια επιστολή του Pier Paolo Pasolini για τις πυγολαμπίδες ως σύμβολα αντίστασης απέναντι στο σκοτάδι του φασισμού. Και όμως, οι ίδιες οι πασαρέλες έλαμπαν από μια ομοιομορφία που παρέπεμπε περισσότερο σε πιο σκοτεινές εποχές του παρελθόντος της μόδας, παρουσιάζοντας τις δημιουργίες σχεδόν αποκλειστικά πάνω σε λευκά και υπερβολικά αδύνατα σώματα. Σύμφωνα με την αναφορά του Vogue Business για την Άνοιξη/Καλοκαίρι 2026, η συμπερίληψη μεγεθών παρέμεινε ελάχιστη, παρά τη συνεχιζόμενη ζήτηση. Στην πρώτη του συλλογή για τον οίκο Dior, ο Jonathan Anderson επέλεξε κι εκείνος μοντέλα με εξαιρετικά λεπτή σιλουέτα, καλυμμένα με καπέλα και λεπτά πέπλα από δαντέλα, μια «αιθέρια» εικόνα εμπνευσμένη από αρχειακά σχέδια του Christian Dior. Μόνο που αυτή τη φορά η δαντέλα έπαψε να μοιάζει ανάλαφρη, γιατί όταν σε κρύβει, γίνεται σύμβολο σιωπής. Όλα τα παραπάνω θα σχολιάζονταν διαφορετικά, αν αποτελούσαν ένα είδος κριτικής για τη θέση της γυναίκας σήμερα, σε μια κοινωνία που προωθεί το πρότυπο των tradwives, των παραδοσιακών συζύγων μιας άλλης εποχής, και όχι απλώς ασκήσεις αισθητικής.

Η μόδα απαιτεί αναστολή της δυσπιστίας. Κάθε σεζόν, παρουσιάζονται ρούχα που δεν πρόκειται ποτέ να παραχθούν ή να φορεθούν· και όμως, καλούμαστε να πιστέψουμε πως είναι σημαντικά. Το χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση, τροφοδοτούμενο από το θέαμα που μας επιβάλλουν τα social media, δεν υπήρξε ποτέ πιο βαθύ. Ακόμη κι αν κανένα ρούχο του Duran Lantink για τον Gaultier ή κανένα «κουκούλι» του Alaïa δεν πουληθεί ποτέ, η εικόνα τους μένει χαραγμένη στο μυαλό μας και συνδέεται υποσυνείδητα με το πώς γίνεται αντιληπτή η γυναικεία εμπειρία και ύπαρξη. Παρακολουθώ με ενδιαφέρον τη συζήτηση γύρω από το μέλλον της μόδας: για το αν η πρόκληση, ο σουρεαλισμός και το σοκ είναι απαραίτητα προκειμένου να ξεφύγουμε από τον συντηρητισμό του quiet luxury και την επαναληπτικότητα που έχει εγκλωβίσει τη βιομηχανία σε ένα δημιουργικό τέλμα, καθώς αρκετά brands μάς προσφέρουν αλλεπάλληλα αισθητικές λύσεις κοπιάροντας τη φιλοσοφία της –εμβληματικής για τη γυναικεία μόδα– Phoebe Philo. Γιατί, όμως, όλοι προσπαθούν να τη μιμηθούν; Μήπως επειδή ως γυναίκα γνωρίζει σε βάθος τις εμπειρίες μας και σχεδιάζει ρούχα που δεν υπηρετούν απλώς μια εικόνα, αλλά διευκολύνουν και τη ζωή μας, ρούχα που μας επιτρέπουν να υπάρχουμε ολόκληρες χωρίς να θυσιάζουμε τίποτα από τον εαυτό μας; Και δεν είναι μόνη. Υπάρχουν και άλλες φωνές που πλέκουν αυτό το νήμα με τόλμη και ενσυναίσθηση, όπως η Chitose Abe του Sacai, η Nadège Vanhée του Hermès, η Rachel Scott του Proenza Schouler και, στην κορυφή όλων, η Miuccia Prada. Σχεδιάστριες που πειραματίζονται και μας εξιτάρουν, παράγοντας ενδιαφέρουσα, ευφυή μόδα για γυναίκες περισσότερο ή λιγότερο σέξι, περισσότερο ή λιγότερο δυναμικές, αλλά πάντα αληθινές. Χρειαζόμαστε περισσότερες γυναίκες στη μόδα και στα κέντρα αποφάσεων για το τι θα παρουσιάζεται, τι θα παράγεται και τι θα καταλήγει στις ντουλάπες μας και πάνω στα σώματά μας.

Και ύστερα είναι ο Matthieu Blazy, ένας από τους ελάχιστους άνδρες σχεδιαστές που δείχνουν ενσυναίσθηση για το γυναικείο βίωμα. Από την τσάντα που παρουσίασε στην πρώτη του συλλογή για τον οίκο Chanel –ένα αξεσουάρ «τσαλακωμένο» και ζωντανό, όπως η τσάντα της Jane Birkin που κουβαλούσε πάνω της τα σημάδια μιας ζωής που έχει βιωθεί μέχρι το μεδούλι– μέχρι τις περίτεχνες δημιουργίες που κολάκευαν κάθε σωματότυπο φορεμένες από μοντέλα διαφορετικών εθνικοτήτων, ο Blazy δείχνει πως η μόδα μπορεί να παραμένει ουσιαστική, χωρίς να είναι απαγορευτική. Και αν ο Dario Vitale για τον οίκο Versace μάς θέλει όλες ντυμένες σαν Gen-Z ravers με τζιν με τονισμένο καβάλο και ανοιχτό φερμουάρ, ο Blazy μας αγαπά ακριβώς όπως είμαστε.




