Για τον Αργεντίνο Adrian Appiolaza, η επιτυχία ταυτίζεται με την ελευθερία να ντύνεσαι όπως επιθυμείς και όχι όπως πρέπει. Ήταν επομένως φυσικό να του ανατεθεί η θέση του επικεφαλής σχεδιαστή στον οίκο @Moschino, που έχει καταστήσει την υπερβολή και το χιούμορ συνώνυμα της μόδας.
Αποκλειστική συνέντευξη στον Filep Motwary
Την άνοιξη του 2003 ταξίδεψα στο Άμστερνταμ ως ανερχόμενος σχεδιαστής μόδας, εκπροσωπώντας την Ελλάδα σε ένα project με τίτλο Absolut Label, που διοργάνωνε η διάσημη βότκα. Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν την Ολλανδία και βρέθηκα ξαφνικά σε μια συνάντηση η οποία, αν και γεμάτη έντονο ανταγωνισμό, με έκανε να νιώσω πως συμμετείχα σε κάτι σημαντικό. Μεταξύ των σχεδιαστών από διάφορες χώρες ήταν το δίδυμο Yazbukey από την Τουρκία, ο Πολωνός Marek Adamski και ο Adrian Appiolaza από την Αργεντινή. Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι και πολλά, εκτός από τα μπλουζάκια που είχε δημιουργήσει ο καθένας μας και την καμπάνια που τα συνόδευε, με τη φωτογραφία μου να είναι η πιο αδύναμη απ’ όλες! Τρεις μέρες μετά, επέστρεψα στη βάση μου ενθουσιασμένος, χωρίς ωστόσο προσδοκίες – δεν είχα καταλάβει ακριβώς τι συνέβαινε, για να πω την αλήθεια.

Ήταν η προ-internet εποχή, τουλάχιστον για τον περισσότερο κόσμο, και μου έλειπε η απαραίτητη εμπειρία για να έχω άποψη. Αυτό που τελικά είχε πραγματικά σημασία σε αυτή την ιστορία, όσο κι αν φαίνεται αμελητέο, είναι ότι δύο τρία χρόνια αργότερα, ενώ έκανα την πρακτική μου στον οίκο Chloé δίπλα στη Phoebe Philo, ξανασυνάντησα τον Appiolaza, μόνιμο μέλος ήδη της σχεδιαστικής της ομάδας. Εργάστηκα εκεί για περίπου έξι μήνες και φεύγοντας έχασα κάθε επαφή μαζί του, μέχρι τον Ιανουάριο του 2024, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ως ο νέος δημιουργικός διευθυντής στον Moschino, θέση που είχε μείνει κενή μετά τον ξαφνικό θάνατο του Davide Renne στις 10 Νοεμβρίου 2023, σε ηλικία 46 ετών, μόλις εννέα ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.

Γεννημένος το 1972, ο Adrian Appiolaza μεγάλωσε στο Μπουένος Άιρες και είχε ιδιαίτερη σχέση με τη γιαγιά του, η οποία διατηρούσε μια βιοτεχνία, όπου ο ίδιος ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη ραπτική τέχνη. «Η πρώτη μου δουλειά, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ήταν σε μια ασφαλιστική εταιρεία, με σκοπό να εξοικονομήσω χρήματα για να πάω στο Λονδίνο», θυμάται. «Ήμουν 21 ετών, ένα πολύ ντροπαλό αγόρι που δεν ήθελε με τίποτα να φοράει κοστούμι. Ανέκαθεν η ελευθερία είχε για μένα ζωτική σημασία. Αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στην αρχιτεκτονική, λοιπόν, μπήκα στο αεροπλάνο έχοντας έναν και μοναδικό στόχο, αλλά και έναν φόβο: να μη γυρίσω πίσω ως αποτυχημένος. Ήμουν προβληματισμένος και ήθελα διακαώς να εξερευνήσω τον κόσμο». Αφού δοκίμασε τις αντοχές του δουλεύοντας βράδυ σε club και εστιατόρια, άρχισε σιγά σιγά να ανακαλύπτει τη μόδα, μέχρι που αποφάσισε να αιτηθεί μια θέση στο fashion department του Central Saint Martins. Επένδυσε όσα χρήματα είχε κερδίσει με σκληρή δουλειά σε ένα πρόγραμμα ειδικευμένο στη δημιουργία portfolio, το οποίο παρουσίασε στη διάσημη σχολή μόδας του Λονδίνου και έγινε δεκτός.

Την ίδια περίοδο ο Alexander McQueen αναζητούσε βοηθό σχεδιαστή και ο νεαρός Αργεντινός άρπαξε την ευκαιρία. Πέρασε αρκετά χρόνια συνδυάζοντας τις σπουδές του με τη θέση του στον οίκο, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως μπάρμαν για να βγάλει τα προς το ζην. «Κοιτάζοντας πίσω ομολογώ πως δεν είχα συγκεκριμένο στόχο, απλώς προσπαθούσα να επιβιώσω. Όμως, δεν είχα καθόλου χρόνο να εστιάσω στις σπουδές μου κι επειδή πίστευα πως ήταν πιο σημαντικό να πάρω το πτυχίο μου, έδωσα την παραίτησή μου. Η υπευθυνότητα είναι μια από τις αρχές που κουβαλώ από το σπίτι μου», μου λέει και μου αποκαλύπτει πως ο Sebastian Pons, το δεξί χέρι του McQueen, τον είχε ήδη συστήσει στον Miguel Adrover, με τον οποίο και συνεργάστηκε στενά για κάποιο διάστημα. Η Phoebe Philo, πάλι, η οποία είχε μόλις αντικαταστήσει τη Stella McCartney στην Chloé, τον έχρισε πρώτο βοηθό της, ενώ η συλλογή ρούχων που παρουσίασε για την πτυχιακή του το 2002, εμπνευσμένη από την Αργεντινή, κέρδισε το πρώτο βραβείο. Από το 2006 εργάστηκε πλάι στη Miuccia Prada για τη σειρά Miu Miu, ενώ το 2010 ανέλαβε τη θέση του ανώτερου σχεδιαστή στον Louis Vuitton, υπό τον Marc Jacobs. Η σύντομη επιστροφή του στην Chloé το 2012, ως διευθυντής σχεδιασμού της Clare Waight Keller, τον οδήγησε το 2014 στη Loewe, όπου συνεργάστηκε στενά με τον Jonathan Anderson σε εμβληματικές συλλογές, όπως η Anthurium για την Άνοιξη/Καλοκαίρι ’23 και η γκαρνταρόμπα της Beyoncé για την παγκόσμια περιοδεία της Renaissance. Εκεί έμεινε για μια δεκαετία, ως διευθυντής τμήματος στο prêt-à-porter.

Έπειτα από τόσες συνεργασίες με επιδραστικούς σχεδιαστές, αποφεύγει να μιλήσει για τις εμπειρίες του μαζί τους, θέλοντας να παραμείνει πιστός στους όρους εμπιστευτικότητας που τις συνοδεύουν. «Όλα είναι θέμα σεβασμού», τονίζει πριν η κουβέντα μας αλλάξει κατεύθυνση και αρχίσει να μου μιλάει για την εμμονή του με τα αρχεία. «Αυτή είναι η τρίτη συλλογή μου για τον Moschino και η πρώτη στην οποία προσπάθησα να είμαι συγκρατημένος με τις ιδέες του παρελθόντος και τολμηρός με τις καινούργιες», μου εξηγεί. «Για μένα είναι σημαντικό όταν σχεδιάζω κάτι οι άνθρωποι να το φορούν, να ταυτίζονται με την ιδέα πίσω από αυτό, με το γενικότερο concept και με τον χαρακτήρα που θέλω να αποδώσω. Μόλις ανέλαβα καθήκοντα, πήγα αμέσως να δω τα αρχεία του Franco Moschino, και αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η θεατρικότητα της δουλειάς του, αλλά και ο τρόπος που χειριζόταν τον όγκο στο ένδυμα ως κάτι που συνεχώς μεταβάλλεται, αλλάζοντας μορφή, όχι όμως και ουσία. Το αρχείο αυτό είναι για μένα μια μαρτυρία από τον ίδιο τον Franco ο οποίος, παρά την έντονη θεατρικότητα της δουλειάς του, είχε επίσης έφεση στο prêt-à-porter. Δεν ήθελα να χάσω αυτή τη διάσταση, την απόλαυση της αφήγησης μέσα από τη δημιουργία ή την εμπορικότητα την οποία καλούμαι να πετύχω».

Πράγματι, παρατηρώντας τη σαγηνευτική και άκρως εμπορική καλοκαιρινή συλλογή Moschino διαπιστώνει κανείς πως το παρελθόν του brand ταυτίζεται αβίαστα με το μέλλον, καθώς ο Appiolaza εξερευνά διαφορετικές κοινότητες, όπου το να ντύνεσαι ομοιόμορφα είναι σημάδι πνευματικής συγγένειας. Οι άνθρωποι του τότε ξανασυναντιούνται και γίνονται ένα με τους καινούργιους φαν του οίκου, όλοι με παρόμοιο τρόπο σκέψης, συνδεδεμένοι μέσα από τα ρούχα τους. Είναι μια υπενθύμιση ότι στο σύμπαν του Moschino κάθε άτομο είναι δημιουργός, κάθε σύνολο είναι ένα σενάριο και κάθε στιγμή μια ευκαιρία να αψηφήσεις το κατεστημένο. Η ανδρική ραπτική προσαρμόζεται στα γυναικεία σώματα, με τις αναλογίες πιο εκλεπτυσμένες, ενώ τα υπερμεγέθη στοιχεία του Franco μεταφράζονται από τον Adrian με πιο διακριτικό και μελετημένο τρόπο. Σε έναν κόσμο όπου το οικοσύστημα της μόδας συχνά δείχνει να βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης, αξίζει να πούμε κάτι για ρούχα που δεν προσπαθούν υπερβολικά και προσφέρουν μια μικρή ανακούφιση στο χάος που μας πνίγει.

Με αφοπλίζει όταν μου εξομολογείται πως δεν θέλει να συνδέεται με ό,τι δημιουργεί, για αυτοπροστασία. «Οποιοδήποτε συναίσθημα μπορεί να αποβεί “μοιραίο”», εκτιμά. «Προτεραιότητά μου είναι ο πελάτης μας και οι ανάγκες του. Κάνω ό,τι μπορώ για να τις κατανοήσω 100%, όντας μέλος ενός συστήματος που συνεχώς ασκεί πιέσεις για μεγαλύτερες πωλήσεις. Δεν είναι κάτι εύκολο». Σπεύδει να μου ξεκαθαρίσει πως αυτό που τελικά του έλειπε ήταν η αυτοπεποίθηση, καθώς η ανασφάλεια συνήθως καταδυναστεύει τους δημιουργικούς ανθρώπους που συνεχώς παλεύουν για αυτοβελτίωση. Ομολογεί ότι μπήκε στην εταιρεία κάπως φοβισμένος. Εκείνο που τον τρόμαζε κυρίως ήταν η υπερέκθεση, αφού όλες οι προηγούμενες θέσεις στα είκοσι χρόνια της καριέρας του ήταν πίσω από τις κάμερες. «Ποτέ πριν δεν είχα την ευκαιρία να βγω μπροστά και στην αρχή δεν ήταν ξεκάθαρο πως η φωνή μου θα ακουγόταν», μου λέει. «Ο Moschino ήρθε στη σωστή στιγμή στη ζωή μου. Γενικά, μου αρέσει να διατηρώ τον έλεγχο και να είμαι ενήμερος. Από αυτή την άποψη, η πρώτη μου σεζόν στη νέα μου θέση με δίδαξε πολλά. Όταν ξεκίνησα, είχα λιγότερο από δύο μήνες για να ετοιμάσω τη συλλογή και την επίδειξη. Το αντιλαμβάνεσαι; Μέσα από την πίεση χρόνου έμαθα να αφήνομαι, επιτέλους, στο ένστικτό μου και να ενεργώ γρήγορα. Κατά τη διάρκεια της καριέρας μου με προσέγγισαν και άλλοι οίκοι μόδας, αλλά επειδή είμαι ντροπαλός δεν έκανα το μεγάλο βήμα, ένιωθα πιο άνετα δουλεύοντας στα παρασκήνια. Πέρυσι αποφάσισα τελικά να αντιμετωπίσω τις φοβίες μου και, όταν με προσέγγισε ο Moschino, ήμουν έτοιμος. Η φιλοσοφία του οίκου ταιριάζει με τη δική μου — το στιλ για μένα σχετίζεται με την ειρωνεία και το χιούμορ, η διασκέδαση μέσα από το ρούχο είναι σημαντική», λέει γελώντας.

Ο Franco Moschino διασκέδαζε κοροϊδεύοντας τη βιομηχανία μόδας, ενώ ευημερούσε μέσα σε αυτήν. Οι επιδείξεις του ήταν υπερθεάματα, με το χιούμορ να αποτελεί το πιο αναπάντεχο εργαλείο για ένα επιτυχές μάρκετινγκ. Τα ρούχα έγιναν ο τρόπος να επικοινωνήσει το μήνυμά του, χωρίς όμως να αγνοεί τη θηλυκότητα και το tailoring. Όπως η Elsa Schiaparelli, έπαιξε με τον σουρεαλισμό χρησιμοποιώντας συχνά το εφέ trompe l’oeil. Ήταν δεξιοτέχνης στο να αποδομεί κλασικά ενδύματα, ενώ κάτι απλό όπως ένα Τ-shirt μεταμορφωνόταν σε όπλο που στόχευε το κατεστημένο χάρη σε σλόγκαν όπως «Oh come on darling! It’s only entertainment!» που χάραξαν το όνομα του δημιουργού τους στον χάρτη της παγκόσμιας μόδας με χρυσά γράμματα. Κι ενώ κάποιοι κριτικοί τον χαρακτήρισαν «επαναστάτη χωρίς αιτία», ο σχεδιαστής -ο οποίος έφυγε από τη ζωή από επιπλοκές του AIDS το 1994-, χρησιμοποίησε την πλατφόρμα του για να προωθήσει κοινωνικές αλλαγές. Οι διαφημίσεις του έγιναν εκστρατεία κατά των ναρκωτικών, της βίας και της κακοποίησης των ζώων, ενώ ήταν από τους πρώτους που ανέδειξαν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της βιομηχανίας μόδας. Πίσω από την παιχνιδιάρικη σάτιρά του, κατανοούσε ωστόσο βαθιά την ουσία της. «Το DNA αυτού του οίκου ήταν πάντα συνδεδεμένο με την προσβασιμότητα και το χιούμορ. Σαν να είναι όλα δυνατά να γίνουν. Ο Franco έλεγε πως ό,τι βρίσκεις στον δρόμο μπορεί να γίνει ένα αξεσουάρ, και αυτό είναι ένας τρόπος σκέψης που με ενδιαφέρει να εφαρμόσω στη δική μου δημιουργική διαδικασία. Moschino σημαίνει ελευθερία – να ντύνεσαι όπως επιθυμείς και όχι όπως πρέπει. Αυτό για μένα είναι το αληθινό μέτρο της επιτυχίας», καταλήγει ο Adrian Appiolaza.
