nina-ricci-οι-καλλιτεχνικοί-διευθυντές-του-οί-144093

Οι νεαροί καλλιτεχνικοί διευθυντές του ιστορικού οίκου, Rushemy Botter & Lisi Herrebrugh, δικαιώνουν τη φράση «η ισχύς εν τη ενώσει», αφού κατάφεραν σε ελάχιστο χρόνο να αφήσουν σαφές και ηχηρό αποτύπωμα στη μόδα.

Aφού αποφοίτησαν από τη Βασιλική Ακαδηµία Καλών Τεχνών της Αµβέρσας το 2017, ο Ολλανδός Rushemy Botter µε καταγωγή από το Κουρασάο και η σύντροφός του, Lisi Herrebrugh, η οποία µεγάλωσε µεταξύ Άµστερνταµ και Δοµινικανής Δηµοκρατίας, ίδρυσαν το ανδρικό brand Botter, εµπνευσµένοι από την παράδοση και τα χρώµατα της Καραϊβικής. Οι νεαροί σχεδιαστές έγιναν γνωστοί όταν κέρδισαν το πρώτο βραβείο στο Festival d’Hyères τον Απρίλιο του 2018, ενώ τρεις µήνες αργότερα δέχτηκαν πρόταση από τον γαλλικό οίκο Nina Ricci να αναλάβουν καλλιτεχνικοί διευθυντές του. Αναµφίβολα µεγάλη έκπληξη και τεράστια πρόκληση για εκείνους – και όχι µόνο λόγω του νεαρού της ηλικίας τους.

Nina Ricci: Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές του οίκου αποκλειστικά στη Vogue Greece-1
©Filep Motwary
1/6
Native Share

Ανατρέχοντας στο παρελθόν, διακρίνει κανείς µια κάπως αντισυµβατική πορεία του οίκου, τον οποίο ίδρυσε το 1932 η ιταλικής καταγωγής Maria Nielli µαζί µε τον γιο της, Robert. Η ίδια δεν κατάφερε να αφήσει την προσωπική της υπογραφή, όπως συνέβη µε άλλες γυναίκες δηµιουργούς που µεσουρανούσαν παράλληλα, όπως η Elsa Schiaparelli, η Coco Chanel, η Jeanne Lanvin, η Madame Grès και η Vionnet. Επίσης, δεν ήταν οι συλλογές µόδας που προσέδωσαν µοναδική δυναµική στον οίκο της, αλλά ένα άρωµα: το θρυλικό L’Air du Temps, που αγαπήθηκε από τις γυναίκες σε όλο τον κόσµο και συνεχίζει να αγαπιέται µέχρι τις µέρες µας. Κάτι ακόµα εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το ότι στη δεκαετία του ’50 αντίγραφα των πατρόν της Nina Ricci Couture ήταν διαθέσιµα σε high-end καταστήµατα, όπως το Bergdorf Goodman, ενώ την επόµενη δεκαετία ο οίκος βρέθηκε στην πρωτοπορία της αναδυόµενης τάσης του prêt-à-porter, µε τη σειρά Mademoiselle Ricci του 1962 να προορίζεται αποκλειστικά για την αµερικανική αγορά. Σε όλη αυτή την περίοδο, και κυρίως από το 1954 και µετά, αρκετοί σχεδιαστές µε σύντοµη θητεία ο καθένας προσπάθησαν να δώσουν ένα σαφές στίγµα στον οίκο, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν κάτι αξιοµνηµόνευτο, µε µόνες ίσως εξαιρέσεις τον ροµαντικό Lars Nilsson από το 2003 έως το 2006, τον θαρραλέο Olivier Theyskens από το 2006 έως το 2009 και τον Βρετανό Peter Copping από το 2009 έως το 2014. Εν τω µεταξύ, η Nina Ricci είχε πουληθεί το 1998 στην ισπανική Puig, που κατάργησε την υψηλή ραπτική και µαζί τις sur mesure πολυτελείς υπηρεσίες, ρίχνοντας το βάρος, εκτός από τα αρώµατα που ήταν η κύρια πηγή εσόδων της επί δεκαετίες, στο επίσης επιτυχηµένο prêt-à-porter.

Σε ό,τι αφορά την επιλογή του νεαρού και µε ελάχιστη πείρα ζευγαριού στην κορυφή ενός οίκου µε µεγάλη παράδοση σε οτιδήποτε αποπνέει θηλυκότητα, την πρώτη έκπληξη ακολούθησε η περιέργεια

για το πώς δύο άνθρωποι που έκαναν το ντεµπούτο τους µε ανδρικές και όχι µε γυναικείες συλλογές θα ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις. Οι περισσότεροι αναρωτιούνταν γιατί η Puig δεν κινήθηκε εκ του ασφαλούς, προσλαµβάνοντας δηµιουργούς µε φήµη και εµπειρία, όπως έκανε ο Burberry µε τον Riccardo Tisci ή η Celine µε τον Hedi Slimane.

Nina Ricci: Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές του οίκου αποκλειστικά στη Vogue Greece-2
©Filep Motwary
2/6
Native Share

Τα πράγµατα, λοιπόν, έµοιαζαν δύσκολα για τους Botter και Herrebrugh, στην προσπάθειά τους να αναβιώσουν το ροµαντικό πνεύµα της Nina Ricci και να το προσαρµόσουν στη νέα εποχή, όπως τους ζητήθηκε. Για να το καταφέρουν, αποφάσισαν να βασιστούν στο ένστικτο παρά στην τεχνική, κάτι που φάνηκε έντονα κατά το ντεµπούτο τους στο Παρίσι, τον Μάρτιο του 2019. Εκεί παρουσίασαν υπερµεγέθη ρούχα εξαίρετης αρχιτεκτονικής, µε γεωµετρικές γραµµές και άριστη εφαρµογή. Αγοραστές και δηµοσιογράφοι συµφώνησαν τότε πως αυτή η ωδή στο tailoring ήταν, όντως, ένα πολύ καλό ξεκίνηµα. Τα στοιχεία αυτά είναι ορατά και στην κολεξιόν του φετινού καλοκαιριού, µόνο που τώρα διακρίνουµε µια ροπή προς την haute couture µέσα από µεγαλοπρεπείς δηµιουργίες, αλλά και µια ελαφράδα και µια ανεπαίσθητη δόση χιούµορ, κυρίως µέσα από τα αξεσουάρ και τα χρώµατα.

Το ραντεβού µου µαζί τους είχε οριστεί για την επόµενη ηµέρα του σόου, όµως δεν έχασα την ευκαιρία για µια πρώτη γνωριµία στα παρασκήνια µετά το πέρας της επίδειξης, όπου τους έδωσα τα συγχαρητήριά µου γι’ αυτό που µόλις είχαν παρουσιάσει. Το επόµενο απόγευµα ήµουν στην ώρα µου έξω από το µέγαρο της Nina Ricci, στον αριθµό 39 της Avenue Montaigne. Ήταν η τρίτη φορά που περνούσα την πόρτα του σε λιγότερο από µία δεκαετία, αφού στους ίδιους χώρους πήρα συνέντευξη από τον Peter Copping και κατόπιν από τον διάδοχό του, Guillaume Henry, νεοαφιχθέντα από τον Carven και νυν creative director του Patou. Οµολογώ ότι πάντα έχω αγωνία όταν πρόκειται να συναντήσω έναν δηµιουργό, πόσω µάλλον δύο οι οποίοι λειτουργούν σαν ένας. Ενώ µε οδηγούν στο γραφείο τους, παρατηρώ ότι βρίσκεται στον ίδιο όροφο µε αυτό των προκατόχων τους, αλλά σε διαφορετικό σηµείο. Ο χώρος είναι διακοσµηµένος µε µικρά έργα τέχνης, συµπεριλαµβανοµένου ενός πίνακα του αγαπητού µου φίλου, του Αµερικανού fashion illustrator Richard Haines. «Τον έχουµε γνωρίσει, ξέρετε», µου λέει η Lisi. «Είναι super cool τύπος», συµπληρώνει µε χαµόγελο ο Rushemy, και κάπως έτσι χαλαρώνουµε όλοι και ξεκινάµε να συζητάµε µε µεγαλύτερη άνεση.

Nina Ricci: Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές του οίκου αποκλειστικά στη Vogue Greece-3
©Filep Motwary
3/6
Native Share

Πρώτο µου ερώτηµα, πώς ξεκίνησαν όλα γι’ αυτούς. Με ενηµερώνουν ότι µετά από γνωριµία δεκαπέντε χρόνων –«το ήµισυ της ζωής µας»– ξεκίνησαν να δουλεύουν µαζί µόλις πριν από µία πενταετία. «Πάντα βοηθούσαµε ο ένας τον άλλο, ωστόσο η δηµιουργική συµβίωση που οδήγησε στη συλλογή Botter ξεκίνησε δέκα χρόνια αφότου γίναµε ζευγάρι», µου εξηγεί η Lisi. «Μεγαλώναµε µαζί, ενώ µόλις αποφοίτησα από την Ακαδηµία Μόδας του Άµστερνταµ, η Lisi ήρθε να µείνει µαζί µου», λέει ο Rushemy. «Εν τω µεταξύ, παράλληλα µε τις σπουδές µας, εργαζόµασταν στον χώρο της µόδας. Είχαµε πάρει πολύ σοβαρά την εκπαίδευση, µην ξοδεύοντας άσκοπα τον χρόνο µας. Δουλεύαµε σκληρά, πάντα ο ένας δίπλα στον άλλο, προσπαθώντας να βρούµε τον δικό µας τρόπο έκφρασης, το ιδιαίτερο σχεδιαστικό µας ύφος».

Αν και επιλεκτικοί, σκέφτηκαν πως ο καλύτερος τρόπος για να εξελιχθούν ήταν µέσω της συµµετοχής σε διαγωνισµούς ταλέντων. Όντας ακόµα φοιτητές, λοιπόν, κέρδισαν το πρώτο βραβείο της VFILES στη Νέα Υόρκη. «Μου είχε αποµείνει ένας χρόνος σπουδών και ένιωθα πως όλα ήταν πιθανά να συµβούν», θυµάται ο Rushemy.

Λίγο καιρό αργότερα, η συλλογή της αποφοίτησής τους κέρδισε τα βραβεία Dries van Noten και Ann Demeulemeester, µε τα χρηµατικά έπαθλα των οποίων µίσθωσαν ένα showroom στο Παρίσι, χωρίς όµως να έχουν τις απαραίτητες διασυνδέσεις ούτε τη βοήθεια κάποιας εταιρείας δηµοσίων σχέσεων. «Για το µόνο που ήµασταν σίγουροι ήταν η περιοχή στην οποία θέλαµε να βρισκόµαστε – το Marais», συνεχίζει ο Rushemy. «Ήµασταν δύο αφελείς νέοι που θέλαµε να δούµε πώς θα εξελιχθεί η προσπάθειά µας χωρίς συγκεκριµένο πλάνο και µην έχοντας προσκαλέσει αγοραστές ή δηµοσιογράφους. Ζητήσαµε µόνο βοήθεια από κάποιους φίλους, οι οποίοι δεν ανταποκρίθηκαν, γεγονός που µας έκανε να αντιληφθούµε την έννοια του ανταγωνισµού. Εκτυπώσαµε τότε κάποια φυλλάδια µε ένα σύντοµο βιογραφικό, τα βραβεία που είχαµε κερδίσει –µε αρκετή δόση “namedropping”– και στηθήκαµε στην ουρά µε τους αγοραστές έξω από τα µεγάλα σόου, όπου τα µοιράζαµε. Καταφέραµε έτσι να προσελκύσουµε µερικούς, οι οποίοι ήρθαν να δουν τη δουλειά µας. Και, ω του θαύµατος, η συλλογή µας αγοράστηκε από πέντε µπουτίκ. Αυτή ήταν η αρχή. Η εξέλιξη ήρθε αργά και σταθερά».

Nina Ricci: Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές του οίκου αποκλειστικά στη Vogue Greece-4
©Filep Motwary
4/6
Native Share

Η Lisi θυµάται πως έναν χρόνο πριν όλα αυτά που βιώνει σήµερα της έµοιαζαν άπιαστο όνειρο. «Όταν ξεκινήσαµε να δουλεύουµε στη Nina Ricci, κατοικούσαµε ακόµα στην Αµβέρσα», παρεµβαίνει ο Rushemy. «Στη θύµηση και µόνο εκείνης της ηµέρας, ανατριχιάζω. Φτάσαµε στον σταθµό του τρένου, όπου µας περίµενε ένα αυτοκίνητο πολυτελείας, ο καλοντυµένος οδηγός του οποίου κρατούσε ένα καρτελάκι µε τα ονόµατά µας. Στα γραφεία µάς υποδέχθηκαν πολύ θερµά, ενώ εµείς σκεφτόµασταν: “Δώστε µας λίγο χρόνο να σας αποδείξουµε την αξία µας”. Ως παιδί, όταν µεσουρανούσαν ο John Galliano στον Dior µε τις καταπληκτικές επιδείξεις, ο Alexander McQueen και ο Walter Van Beirendonck, αυτό που µου άρεσε στη µόδα ήταν η θεατρική της πλευρά. Θυµάµαι µε πόση αγωνία περίµενα να δω τα σόου στο διαδίκτυο και µετά να πάω για ύπνο νιώθοντας πλήρης. Εξακολουθούσα να τα σκέφτοµαι πολλές εβδοµάδες αργότερα. Δεν κάναµε όµως ιδιαίτερη παρέα µε τον κόσµο της µόδας τότε, ήµασταν λίγο εκτός».

Η Lisi ενδιαφέρεται περισσότερο για την ιστορική και κοινωνιολογική διάσταση της µόδας, παρά για την εφήµερη εκδήλωσή της. Την ενδιαφέρει κυρίως η τεχνική πλευρά, κάτι που κληρονόµησε από τον πατέρα της. «Τον θυµάµαι να επισκευάζει πράγµατα στο σπίτι ή να φτιάχνει µηχανές αυτοκινήτων. Ως κοριτσάκι, µου άρεσε να τον παρακολουθώ. Σήµερα, στη δουλειά µας η τεχνική παίζει µεγάλο ρόλο, και αυτό ιντριγκάρει και τους δυο µας. Τελικά, είδαµε πως η θηλυκότητα στο ρούχο είναι θέµα κατασκευής».

Πάντα κουβαλούν µαζί τους ένα µικρό sketchbook, µε σελίδες γεµάτες κολάζ, σκίτσα και σηµειώσεις. Γι’ αυτούς λειτουργεί σαν ηµερολόγιο. Τους συναρπάζουν οι καλοντυµένοι άνθρωποι που βλέπουν στον δρόµο, τα γλυπτά στους κήπους του παλατιού Tuileries, ο Σηκουάνας… Σε αυτό το σηµειωµατάριο ανατρέχουν πριν από κάθε δηµιουργικό τους ξέσπασµα. Θέλουν, όπως λένε, να φτιάχνουν µικρά αφηγήµατα, να αφουγκράζονται το µέλλον µέσα από την ιστορία, τα υφάσµατα, τα χρώµατα, το σώµα… Και µαζί να υπηρετούν τη µόδα ολιστικά: να επιλέγουν τα µοντέλα τους, τους χώρους όπου θα παρουσιάσουν τις συλλογές τους, τη µουσική…

Nina Ricci: Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές του οίκου αποκλειστικά στη Vogue Greece-5
©Filep Motwary
5/6
Native Share

«Περάσαµε αρκετό χρόνο στο αρχείο της Nina Ricci», εξηγεί η Lisi. «Μελετήσαµε την ιστορία της και διαπιστώσαµε πως δεν επρόκειτο, τελικά, για το απόλυτα θηλυκό brand, όπως όλοι πιστεύουν. Φυσικά υπήρχε µια πιο ευαίσθητη προσέγγιση, όµως από διαφορετική οπτική. Στην πραγµατικότητα, µας δόθηκε µια “λευκή σελίδα” και µας ζητήθηκε να γράψουµε ένα νέο κεφάλαιο». «Δεν µας επέβαλε κανείς να µελετήσουµε το αρχείο», συµπληρώνει ο Rushemy. «Αν και τελικά είχε τεράστιο ενδιαφέρον να καταλάβουµε πώς ξεκίνησαν όλα. Στην έρευνα ανακαλύψαµε όµορφα πράγµατα που µας ενέπνευσαν και µε τα οποία δουλεύουµε ακόµα».

Μέσα από τα νέα τους καθήκοντα έχουν µάθει να φιλτράρουν τις ιδέες τους µε διαφορετικό τρόπο από ό,τι στη σειρά Botter και νιώθουν επαρκείς να αντιµετωπίσουν ένα καινούργιο για τους ίδιους κοινό, µεγαλύτερης, ίσως, οικονοµικής επιφάνειας.

Για την τρέχουσα συλλογή οι επιρροές τους δεν περιορίστηκαν στο αρχείο του οίκου. Εµπνεύστηκαν επίσης από την ολλανδική τους κληρονοµιά, µεταφράζοντας µε φρέσκια µατιά παραδοσιακά ενδύµατα, χρησιµοποιώντας όµως άλλα υλικά, όπως οργάντζα, σιφόν και PVC, αλλά και πουφ µανίκια στα όρια της υπερβολής, µεγάλους γιακάδες και κλασικά µπλέιζερ που καταλήγουν σε σχήµα balloon µε τονισµένη τη µέση. Υπάρχει εξήγηση γι’ αυτόν τον, ας πούµε, πληθωρικό µινιµαλισµό: ενώ οι περισσότεροι σχεδιαστές χρησιµοποιούν την τέχνη του µουλάζ σε εύκαµπτα υφάσµατα, εκείνοι προτίµησαν να το πράξουν µε εκατοντάδες ψάθινα καπέλα, από τα οποία κατασκεύασαν σιλουέτες µικρής κλίµακας σε κούκλες. Οι όγκοι και οι φόρµες που προέκυψαν µέσα από αυτή τη διαδικασία έδωσαν έντονα την αίσθηση της υψηλής ραπτικής µε άξονα τις γυναίκες της εποχής µας. «Για εµάς η συγκεκριµένη ήταν η συνέχεια της πρώτης µας συλλογής για τη Nina Ricci», εξηγεί ο Rushemy. «Είχαµε ξανά oversized ρούχα. Παραδόξως, αν και ήταν παλαιότερη ιδέα και όχι τόσο δική µας, αισθανθήκαµε ότι µπορούσαµε να την πάµε λίγο πιο µακριά. Ανατρέξαµε στις παιδικές µας αναµνήσεις και παρουσιάσαµε αξεσουάρ όπως τα σκουλαρίκια που θυµίζουν τσιχλόφουσκες ή τα καπέλα που µοιάζουν µε κουβαδάκια παραλίας. Όλες αυτές οι ευαίσθητες µνήµες ζωντάνεψαν µέσα από αυτή την εντελώς δική µας συλλογή».

Nina Ricci: Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές του οίκου αποκλειστικά στη Vogue Greece-6
©Filep Motwary
6/6
Native Share

Παρατηρώντας ένα ένα τα ρούχα στις κρεµάστρες, διαπιστώνω πως, παρά την υπερβολή τους από άποψη µεγέθους, τα περισσότερα αγκαλιάζουν το σώµα χάρη σε ένα κορδόνι στην εξωτερική τους πλευρά, τραβώντας το οποίο αλλάζουν µορφή. Πόσο έξυπνο! «Νοµίζω ότι µια γυναίκα πρέπει να είναι σε θέση να προσαρµόσει τα ρούχα στη διάθεσή της. Όλοι µερικές φορές νιώθουµε σιγουριά και άλλες όχι. Και τα ρούχα µπορούν να ενισχύσουν την αυτοπεποίθησή µας, αν τους το επιτρέψουµε», εκτιµά η Lisi.

Χωρίς να έχω πρόθεση να προβώ σε συγκρίσεις, ζητώ να µάθω ποια ήταν η γνώµη τους για τον οίκο Nina Ricci πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους. «Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζαµε πολλά, πέρα από το όνοµα», απαντά ο Rushemy. «Πιστεύουµε πως οι προκάτοχοί µας έκαναν υπέροχη δουλειά, απλώς εµείς έχουµε διαφορετική αντίληψη για το πώς πρέπει να µοιάζει η σύγχρονη γυναίκα. Στόχος µας είναι να προσφέρουµε λύσεις µέσα από λειτουργικά ρούχα, που θα επιτρέπουν σε εκείνη η οποία τα επιλέγει να νιώθει άνετα κάθε στιγµή. Τη θέλουµε να αισθάνεται ισχυρή, µε εµφανές το ανδρόγυνο στοιχείο στην εικόνα της. Το όνοµα Nina Ricci από µόνο του είναι µοντέρνο, γεµάτο ενέργεια. Αυτός είναι ο τρόπος που το αντιλαµβανόµαστε», εξηγεί η Lisi.

Η συνύπαρξή τους µοιάζει µε ένα παιχνίδι επιτραπέζιου τένις στο οποίο, αντί για µπαλάκι, ανταλλάσσουν ιδέες. Δηλώνουν πως το πιο δυνατό χαρακτηριστικό της σχέσης τους είναι η ειλικρίνεια. Αν κάτι δεν λειτουργεί, προχωρούν στο επόµενο. Παραδέχονται πως η µεγαλύτερη πρόκληση στον ορίζοντα είναι να καταφέρουν να κρατήσουν την ισορροπία µεταξύ της κληρονοµιάς της Nina Ricci και της δικής τους άποψης γι’ αυτήν. Πιστεύουν πως θα τα καταφέρουν µε λιγότερο τολµηρές προτάσεις και περισσότερα ρούχα κατανοητά από το ευρύ κοινό. «Δεν µας αρέσει να µένουµε εγκλωβισµένοι στην εικόνα που έχουν οι άλλοι για εµάς, στο να είµαστε προβλέψιµοι. Όταν νιώθουµε κάτι τέτοιο, αναθεωρούµε, γιατί δεν µας κάνει καλό. Η µόδα οφείλει να εκπλήσσει, πρέπει να είναι διαφορετική», καταλήγει η Lisi.

Στα επόµενα πέντε χρόνια, το ιδανικό σενάριο γι’ αυτούς θα ήταν το πρότυπο γυναίκας για το οποίο σχεδιάζουν να γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο. Φιλοδοξούν να µεγαλώσουν την εταιρεία και υπόσχονται ότι θα συνεχίσουν να προσλαµβάνουν ανθρώπους οι οποίοι αντιµετωπίζουν µε σεβασµό αυτό που κάνουν. «Θα είναι ωραίο να φέρουµε µια µικρή αλλαγή στη µόδα, που θα ενθαρρύνει την έννοια της οµαδικότητας και όχι του αποκλεισµού», λέει µε χαµόγελο ο Rushemy. «Ενωµένοι µπορούµε να καταφέρουµε πολλά».

Δείτε το βίντεο της συνέντευξης αποκλειστικά στο VOGUETV.