Η Camille Miceli επενδύει πάνω απ’ όλα στη χαρά της ζωής. Γι’ αυτό ο οίκος Pucci τής ταιριάζει πολύ. Στο εορταστικό τεύχος Δεκεμβρίου, η δημιουργική διευθύντρια του θρυλικού οίκου μόδας, μίλησε αποκλειστικά στον Editor-at-Large της Vogue Greece Filep Motwary.
Εδώ και τριάντα χρόνια η Camille Miceli παραμένει μια διακριτική αρχιτέκτονας της σύγχρονης πολυτέλειας που συνδέεται με το ανθρώπινο σώμα, με τις ιδέες της να έχουν διεισδύσει σιωπηλά σε μερικά από τα πιο εμβληματικά brands της μόδας. Σήμερα, ως καλλιτεχνική διευθύντρια του Pucci, που ιδρύθηκε το 1947 από τον Marchese Emilio Pucci, στέκεται φρουρός στο σταυροδρόμι της κληρονομιάς και του οραματισμού για το μέλλον, μεταφράζοντας τους ιστορικούς κώδικες της jet-set κουλτούρας για τη νέα γενιά. Από την ανάληψη των καθηκόντων της το 2021, έχει δώσει νέα πνοή στο καλειδοσκοπικό πνεύμα του ιταλικού οίκου, μεταφράζοντάς το με παριζιάνικη ψυχρότητα και μια αναζωογονητική joie de vivre.
Η συνέντευξη μαζί της δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η «χορογραφία» του κόσμου της μόδας, ειδικά γύρω από τις Fashion Weeks, απαιτεί μήνες προγραμματισμού και ακρίβειας. Ωστόσο, η ευκαιρία να ανακαλύψω τη γυναίκα πίσω από την αναγέννηση του Pucci –της οποίας το όνομα μπορεί να μην ήταν πάντα επικεφαλίδα, αλλά η επιρροή της είναι αδιαμφισβήτητη και μεταμορφωτική– αποδείχθηκε μια πρόκληση. Μιλήσαμε διαδικτυακά είκοσι μέρες αφότου παρουσίασε τη συλλογή Φθινόπωρο/Χειμώνας ’25 στο Palazzo Clerici του Μιλάνου, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, όταν όλοι οι συνάδελφοί της στις τέσσερις πρωτεύουσες της μόδας έδειχναν τις κολεξιόν τους για τη σεζόν S/S ’26.

Η παρουσία της στην οθόνη ήταν χαλαρή και η ενέργειά της διακριτή. Στα 53 της φέρει την εμπειρία της με μια ελαφρότητα που μόνο η αυτοπεποίθηση μπορεί να εξασφαλίσει. Διαθέτει μια φυσική άνεση που γεφυρώνει οποιαδήποτε απόσταση, κάνοντας τη συζήτηση να κυλά σαν ανάμεσα σε δύο παλιούς φίλους. Όσο μου ανοίγει την καρδιά της, γίνεται σαφές το όραμά της για τον Pucci, που τα τελευταία χρόνια έχει περάσει από σχεδιαστή σε σχεδιαστή με ποικίλους βαθμούς επιτυχίας.
Το βιογραφικό της θα έλεγε κανείς πως είναι ένας «χάρτης» της σύγχρονης μόδας, αφού ξεκίνησε την καριέρα της από την αειθαλή Chanel μέχρι τα καινοτόμα στούντιο του Marc Jacobs, την εποχή που εκείνος ανέλαβε τον Louis Vuitton. Στη συνέχεια βίωσε μια συναρπαστική εμπειρία μέσα από τη θεατρική ιδιοφυΐα του John Galliano για τον Dior, αλλά και με την αρχιτεκτονική αυστηρότητα του Raf Simons, πριν επιστρέψει στον Vuitton, υπό την ηγεσία αυτή τη φορά του Nicolas Ghesquière. Ως επικεφαλής των αξεσουάρ εκεί και δημιουργική διευθύντρια τώρα στον Pucci, έχει χαρακτηριστεί μία από τις «ήρεμες δυνάμεις» της μόδας. Στον ιταλικό οίκο βασίζεται σε αυτή την πλούσια εμπειρία για να δημιουργήσει έναν χαρούμενο μαξιμαλισμό. Οι συλλογές της ξεχειλίζουν από prints, ρευστές σιλουέτες, αισθησιασμό και μια δυναμική απόλυτα σύγχρονη, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη σεβασμό σε ό,τι προϋπήρχε. Τέσσερα χρόνια μετά, το έργο της είναι κάτι περισσότερο από αναβίωση· είναι μια εκλεπτυσμένη συνομιλία ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την τέχνη και την ελευθερία, την αυστηρότητα και το παιχνίδι. «Η μόδα, στην καλύτερή της εκδοχή, δεν αφορά απλώς ρούχα, αφορά την ίδια τη ζωή», πιστεύει.

Για την ίδια, εξάλλου, δεν ήταν ποτέ απλώς μια επαγγελματική ενασχόληση, ήταν μια διαρκής εκπαίδευση. «Γνωρίζω τη μόδα από την ημέρα που γεννήθηκα», μου εξηγεί και μου μιλάει για τη στιλίστρια μητέρα της, συνεργάτιδα του θρυλικού φωτογράφου και σκηνοθέτη Guy Bourdin, η οποία υπήρξε η αφορμή για τη δική της επαγγελματική επιλογή. Αν και εγκατέλειψε το styling για να παρουσιάσει μια εκπομπή μόδας στο κανάλι La Cinq του Berlusconi στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η πρώιμη τριβή της Camille στο πλάι της διαμόρφωσε την αισθητική της. Θυμάται με ενθουσιασμό τις περιόδους που τη συνόδευε είτε στο στούντιο του Bourdin είτε σε εξωτερικές φωτογραφίσεις, παρακολουθώντας από πρώτο χέρι τη δημιουργική ένταση πίσω από μερικές από τις πιο εμβληματικές εικόνες της μόδας. Η διήγησή της με κάνει να σκέφτομαι ότι αυτή η πρόωρη έκθεση στους τολμηρούς χειρισμούς του χρώματος και στις σουρεαλιστικές σκηνές του φωτογράφου φύτεψε μέσα της έναν σπόρο που θα άνθιζε δεκαετίες αργότερα στον Pucci, οίκο εξίσου διάσημο για τη θαρραλέα παλέτα. Περιγράφει τον κόσμο της μόδας εκείνης της εποχής ως ένα εντελώς διαφορετικό σύμπαν: λιγότερες φωτογραφίες ανά ημέρα, μεγαλύτερα budgets και αυστηρά πρότυπα που απαιτούσαν τόσο δημιουργικότητα όσο και πειθαρχία. «Η μαμά είχε τεράστια επιρροή πάνω μου», παραδέχεται. «Δεν διατηρούσε ποτέ κανονικό γραφείο· αντικείμενα, παπούτσια, ρούχα, κοσμήματα, όλα συσσωρεύονταν στο σπίτι μας. Ετοίμαζε τα looks στο σαλόνι μας και εγώ την παρακολουθούσα γεμάτη περιέργεια». Τα βράδια, συχνά τρύπωνε μαζί με τις φίλες της στην ντουλάπα της μητέρας της παίζοντας ένα κυνήγι θησαυρού, με συνδυασμούς γεμάτους φαντασία.

Το προσωπικό της επαγγελματικό ταξίδι ξεκίνησε από τη Chanel το 1989, όταν η haute couture ήταν σχεδόν οικογενειακή υπόθεση. «Ήμουν 17 ετών και έκανα ό,τι μου ζητούσαν. Η μητέρα μου γνώριζε τον Karl Lagerfeld, οπότε ήταν εύκολο να εισέλθω σε αυτό το πολυτελές περιβάλλον», εξηγεί. Αν και πολύ νέα, πήρε τότε μια στρατηγική απόφαση: να απορροφήσει τη γνώση μέσα από κάθε πτυχή του εργασιακού της περιβάλλοντος, από το PR μέχρι τα castings. Βοηθούσε στις πρόβες παρακολουθώντας τη σχολαστική δουλειά του Lagerfeld, ένα masterclass σε ακρίβεια και καλλιτεχνική αρτιότητα. «Μάθαινα καινούργια πράγματα κάθε μέρα. Η εμπειρία μου εκεί μου έχει αφήσει μια πολύ ζεστή ανάμνηση», τονίζει. Επόμενο βήμα της, η ένταξη στην ομάδα του Louis Vuitton υπό τον Marc Jacobs. Λίγο πριν από την παρουσίαση της πρώτης του prêt-à-porter συλλογής –μια τολμηρή πρωτοβουλία που ανανέωσε την εικόνα του brand– διηγείται ότι «Προσπαθούσαμε να ορίσουμε ποια θα είναι η γυναίκα Louis Vuitton». Παρότι ο ρόλος της είχε να κάνει με την επικοινωνία, σύντομα την τράβηξε η παραγωγή των σόου, στα οποία εισήγαγε τη θεατρικότητα και την αφήγηση που είχε αγαπήσει στη Chanel. Δεν δίσταζε, δε, να ενθαρρύνει τον Jacobs να χτίσει συλλογές με συνεκτικό μήνυμα, μια αφήγηση που ξεπερνούσε το ύφασμα και τις ραφές. Ούσα έγκυος τότε, μετά τη γέννηση του γιου της ζήτησε από τον σχεδιαστή να τη μεταφέρει από το PR στο δημιουργικό στούντιο, αίτημα που έτυχε θετικής ανταπόκρισης. «Κάποια στιγμή μού ζήτησε να σχεδιάσω ένα σκουλαρίκι με μαργαριτάρι», θυμάται και γελάει.

«Ήταν εντελώς αναπάντεχο». Ήταν όμως και η στιγμή που άλλαξε η ζωή της. «Πρέπει να είσαι περίεργος και ανοιχτός, να αρπάζεις την ευκαιρία», πιστεύει. Η συζήτηση έρχεται στα χρόνια που πέρασε στον Dior, όπου εργάστηκε μεταξύ 2009 και 2014 –περίοδος που περιλάμβανε και την ταραχώδη αποχώρηση του Galliano–, οίκο με πιο δομημένο περιβάλλον, που τη βοήθησε να κατανοήσει καλύτερα τη διαφορετική αντίληψη της μόδας από κάθε brand. Αναρωτιέμαι τι έφερε μαζί της στον Pucci. «Κάποια σημαντικά πράγματα, όπως για παράδειγμα την ακρίβεια: Όταν σχεδιάζεις κοσμήματα, η λεπτομέρεια είναι το παν. Λειτουργείς με σχεδόν μαθηματικό τρόπο και καταλαβαίνεις αμέσως αν κάτι λειτουργεί ή όχι». Μιλάει επίσης για τη διαφορά που κάνουν λίγα μόνο χιλιοστά μήκος σε ένα ρούχο. «Ο Karl ήταν ιδιοφυΐα σε αυτό. Ήταν επίσης εξαιρετικός στο marketing. Υπάρχουν τόσες ιστορίες να ειπωθούν», μου λέει.
Η δουλειά της στον Pucci δεν αφορά την αντιγραφή μιας ένδοξης κληρονομιάς, αλλά μια λεπτή ισορροπία μεταξύ σεβασμού και πρόκλησης. «Μου αρέσει να το κάνω αυτό», εξηγεί. «Δεν είμαι τίποτε άλλο από μια υπάλληλος και, παρότι δεν μου αρέσει ο τίτλος, πρέπει να ενσωματωθώ σε αυτό που αντιπροσωπεύει ο Pucci και ταυτόχρονα να το παντρέψω με τη δική μου αισθητική». Τα εμβληματικά εμπριμέ του αποτελούν, φυσικά, την αφετηρία της δουλειάς της. «Ο σταρ του brand είναι τα prints. Τα ξανασχεδίασα όπως πιστεύω ότι θα το έκανε σήμερα ο Emilio Pucci – η τελειότητα για εκείνον ήταν αποτέλεσμα ατελειών». Για την ίδια, οι καλειδοσκοπικές εκτυπώσεις δεν είναι απλώς χρώματα ή μοτίβα, αλλά μια αίσθηση, ένας τρόπος να δεις τον κόσμο, να νιώσεις όμορφα συναισθήματα. «Από την πρώτη μέρα ήθελα να κάνω τον Pucci επιθυμητό αλλά και προσιτό – οι γυναίκες να νιώθουν φορώντας τα ρούχα του πως ανήκουν σε μια ευρύτερη κοινότητα. Είναι σημαντικό να μη μιλάμε σε έναν μόνο τύπο, αλλά σε όλες: σε κορίτσια είκοσι ετών που είναι φίλες του γιου μου, σε κομψές κυρίες που επιστρέφουν πάντα, γιατί βρίσκουν τα κλασικά μας prints σε glamorous σχέδια, στη ραπ κοινότητα, που είναι επίσης πελάτισσές μας. Μου αρέσει η ιδέα της κοινότητας μέσα από τον τρόπο ένδυσης». Αυτό ακριβώς είναι η ουσία του Pucci: ένα μείγμα γοητείας, αισθησιασμού και προσβασιμότητας. Και σε αυτό το πλαίσιο, το party dress, που αποτελεί διαχρονικό σύμβολο ελευθερίας, παραμένει βασικό. «Η πανδημία μάς έκανε να καταλάβουμε ότι πρέπει να απολαμβάνουμε κάθε στιγμή της ζωής μας», εκτιμά. «Μπορούμε να νιώθουμε άνετα χωρίς απαραίτητα να είμαστε διακριτικοί, κάτι επίκαιρο σήμερα γιατί προκαλεί χαρά και χαμόγελο. Τόσο απλά». Στέκεται ιδιαίτερα στην αυτοπεποίθηση. «Στόχος μου είναι να κάνω τις γυναίκες να νιώθουν σιγουριά επιλέγοντας Pucci. Μέσα από αυτά τα ρούχα, το γυναικείο σώμα ξεκινά μια αισθητική περιπέτεια».

Μέλος αριστοκρατικής οικογένειας της Φλωρεντίας, ο Emilio Pucci είχε εκπαιδευτεί για διπλωματική καριέρα. Απέκτησε διδακτορικό στις κοινωνικές επιστήμες, αλλά κατατάχθηκε στην ιταλική αεροπορία το 1941, όπου παρέμεινε και μετά τον πόλεμο. Το 1947, όντας σε άδεια από την υπηρεσία, μια φωτογράφος του Harper’s Bazaar πρόσεξε την πρωτότυπη στολή σκι που φορούσε και του ζήτησε να της σχεδιάσει κάτι αντίστοιχο σε γυναικεία εκδοχή. Αυτή θα γινόταν, τρία χρόνια μετά, μια πολύχρωμη κολεξιόν που έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Αυτά τα πρώιμα σχέδια ξεχώριζαν για τα φωτεινά χρώματα και τα αφηρημένα μοτίβα, εμπνευσμένα από τη φύση της Μεσογείου και την αρχιτεκτονική. Ο Pucci έγινε επίσης γνωστός για τα εφαρμοστά σαντούγκ παντελόνια, για τα μεταξωτά ζέρσεϊ φορέματα –από τις πιο πολυαντιγραμμένες δημιουργίες του–, αλλά και για εσώρουχα, πλεκτά, μαγιό και διαχρονικά αξεσουάρ. Ασχολήθηκε επίσης με την ανδρική ένδυση, τα αρώματα, καθώς και με την κεραμική. Πελάτισσές του έγιναν διασημότητες όπως η Audrey Hepburn και η Sophia Loren, ενισχύοντας τη φήμη του.

Εξήντα πέντε χρόνια μετά, η Camille Miceli εισήγαγε στον οίκο ένα ριζοσπαστικό μοντέλο λειτουργίας: δύο συλλογές ετησίως με τη λογική «see now – buy now», που γεφυρώνουν την επιθυμία με την άμεση ικανοποίησή της. «Ήθελα οι πελάτες μας να μπορούν να αγοράσουν αμέσως. Ζούμε σε μια εποχή που κυριολεκτικά πνίγεται στην πληροφορία», τονίζει. Η φιλοσοφία της ξεπερνά τη μόδα, είναι ένας ύμνος στο savoir vivre και το bien vivre, αξίες που δεν περιορίζονται στον πλούτο, είναι βαθιά δημοκρατικές. «Μετά τη συνάντηση με την Delphine Arnault και τον Sidney Toledano για να συζητήσουμε το όραμά μου για το brand, γύρισα σπίτι σίγουρη γι’ αυτή τη “συνταγή”, που τελικά δούλεψε εξαιρετικά. Είναι σημαντικό το ότι μου εμπιστεύθηκαν ένα τόσο μεγάλο project». Στις προτεραιότητές της περιλαμβάνεται το να μπορέσει να «μιλήσει» ο Pucci σε μια γενιά που ζει μεταξύ οθονών και αεροδρομίων. Κοιτώντας μπροστά, πρώτο της μέλημα είναι να τον μετατρέψει σε «ένα καθημερινό brand. Όχι μόνο κάτι που φοράς στις διακοπές, αλλά και στην πόλη». Ένα όραμα που τιμά την κληρονομιά του, ενώ ανοίγει νέους δρόμους για τη σύγχρονη πολυτέλεια.
Ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας και αναλογιζόμενη τις δεκαετίες της στον κόσμο της μόδας, η Miceli μού λέει ότι η εμπειρία της συμπυκνώνεται σε ένα μάντρα: «Να κάνεις πράγματα που σου φτιάχνουν τη διάθεση και να τα απολαμβάνεις. Η ζωή είναι πολύ μικρή. Δεν ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο για να υποφέρουμε. Το επαναλαμβάνω στον εαυτό μου κάθε μέρα. Αν κάτι σε ενοχλεί, προσπάθησε να το αλλάξεις».

* Θερμές ευχαριστίες στους Giulia Lazzarelli, Dylan Colussi και Laudomia Pucci.




