«Όταν η Μαίρη Κατράντζου άρχισε να φτιάχνει τα ψηφιακά της prints, πήγε ενάντια στη σχολή της. Μάθαινε μόνη της photoshop», μου λέει η Sarah Mower καθώς παρατηρούμε ένα καινοτόμο look της διεθνούς Ελληνίδας σχεδιάστριας, μια φούστα σε σχήμα λαμπατέρ από συλλογή Mary Katrantzou 2011. Είναι ένα χειμωνιάτικο, γκρίζο πρωινό στο Λονδίνο και η Mower, Chief Critic του Vogue Runway και BFC Ambassador for Emerging Talent, με ξεναγεί στην πρώτη αίθουσα της περιοδικής έκθεσης του Design Museum, όπου οι χρωματικοί τόνοι, όπως και οι ιδέες, είναι εκτυφλωτικά. Ανάμεσα σε άλλα εκθέματα στον ίδιο χώρο, ένα εμπριμέ μεταλλικό φόρεμα του Βρετανού Richard Quinn συνυπάρχει με ένα ζωηρό κόκκινο με ιδιαίτερους κόμπους, ρούχο της Feben, σχεδιάστριας από την Αιθιοπία που μεγάλωσε στη Σουηδία. Κατράντζου, Quinn και Feben μοιάζουν με δημιουργικούς επαναστάτες. Άλλωστε, αυτός είναι και ο τίτλος της έκθεσης: Rebel: 30 Years of London Fashion. Συγκεκριμένα, αυτή γιορτάζει τρεις δεκαετίες μόδας Βρετανών και όχι μόνο σχεδιαστών τους οποίους έχει αναδείξει το British Fashion Council (BFC) -μη κερδοσκοπικός οργανισμός που προωθεί την ευρύτερη βρετανική βιομηχανία της μόδας-, ενώ παράλληλα παρουσιάζει τα αποτελέσματα της πρωτοβουλίας NewGen, προγράμματος πολύπλευρης ενίσχυσης νέων δημιουργών που δραστηριοποιούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο – 300 ταλέντα έχουν λάβει μέχρι σήμερα σημαντική βοήθεια, μεταξύ των οποίων και υπερ-ταλαντούχοι Έλληνες. Πρέσβης Ανερχόμενου Ταλέντου του BFC από το 2009, η Mower είναι πρόσωπο-κλειδί του NewGen, ενώ έχει συν-επιμεληθεί την περιοδική έκθεση στο Design Museum που παρουσιάζει τους καλύτερους μεταξύ των καλύτερων. Κατά τη διάρκεια της προσωπικής αυτής ξενάγησης, μου εξηγεί ότι οι «κεραίες» της παραμένουν ανοιχτές για τους νέους. «Όλοι όσοι μετέχουν σε αυτή την έκθεση έχουν τη δική τους ταυτότητα στη μόδα. Και αυτό είναι το βασικό. Γιατί έτσι τα καταφέρνεις στο Λονδίνο. Πρέπει να ξεχωρίσεις και να είσαι ο εαυτός σου. Το πρόγραμμα NewGen βοηθάει εκπληκτικά ταλέντα που το έχουν ανάγκη. Αναζητάμε ταλέντα σε όλη τη Βρετανία και όχι αποκλειστικά σε σχολές μόδας. Όμως, πρέπει να βρίσκονται στον χώρο λίγα χρόνια», τονίζει.
Πολλοί από τους σχεδιαστές που επωφελήθηκαν από το NewGen κατέχουν σήμερα σημαντικές θέσεις στη βιομηχανία. Η Mower αναφέρει τον Jonathan Anderson, τον Βορειο-Ιρλανδό δημιουργό που, εκτός από το δικό του brand, JW Anderson, βρίσκεται και στο δημιουργικό τιμόνι της επιδραστικής Loewe, αλλά και τον Βρετανό Stuart Vevers, καλλιτεχνικό διευθυντή της αμερικανικής Coach από το 2013. Υπάρχουν κι εκείνοι που προτιμούν να βαδίζουν στον δικό τους, ανεξάρτητο δρόμο, όπως η Σέρβα Roksanda Ilincic, ο Erdem Moralıoğlu που γεννήθηκε στον Καναδά από Βρετανίδα μητέρα και Τούρκο πατέρα, και η Ιρλανδή Simone Rocha μεταξύ πολλών άλλων. Ανάμεσα στα ονόματα που έχουν αναδειχθεί αυτά τα 30 χρόνια, όμως, υπάρχει κι ένα πραγματικά ξεχωριστό – ο Alexander McQueen, ένας από τους έξι που έλαβαν το πρώτο πακέτο βοήθειας του British Fashion Council. «Ο Lee -όπως ήταν γνωστός στον κύκλο του- υπήρξε μέλος της πρώτης ομάδας σχεδιαστών που έλαβαν τη βοήθεια του British Fashion Council», σημειώνει η Mower. «Γι’ αυτό και είναι σημαντικό το ότι η σημερινή έκθεση χρηματοδοτήθηκε πολύ ευγενικά από τον οίκο που φέρει το όνομά του». Σε μια κυκλική αίθουσα ξετυλίγεται ένα από τα πρώτα επαγγελματικά βήματα του Σκωτσέζου δημιουργού, η ιστορία του οποίου έχει ως εξής: τo 1993, έχοντας αποφοιτήσει από την περίφημη σχολή Central Saint Martins του Λονδίνου, δούλευε την πρώτη του μετα-πανεπιστημιακή κολεξιόν με τίτλο Taxi Driver, εμπνευσμένη από την ομώνυμη ταινία του Martin Scorsese, ίσως όμως και από τον πατέρα του, οδηγό ταξί στη βρετανική πρωτεύουσα. Ο McQueen ζούσε τότε σε μια εργατική κατοικία στο Νότιο Λονδίνο και τα οικονομικά του ήταν πολύ περιορισμένα. Χάρη στη βοήθεια του British Fashion Council, κατάφερε να παρουσιάσει τη συλλογή του στο πλαίσιο της London Fashion Week, σε ένα μικρό δωμάτιο του ξενοδοχείου Ritz. Στον χώρο της έκθεσης, ένα δείγμα από το ιστορικό πλέον Alexander McQueen παντελόνι Bumster υπενθυμίζει την τεράστια κληρονομιά και επιρροή του δημιουργού. Όσο για την ίδια τη συλλογή Taxi Driver, τα περισσότερα κομμάτια της χάθηκαν, γιατί, σύμφωνα με μαρτυρίες, όταν τελείωσε η παρουσίαση στο Ritz, ο McQueen τα έβαλε σε σακούλες, τα άφησε έξω από ένα κλαμπ και δεν τα ξαναβρήκε ποτέ.