Όταν ο Γεωργιανός Demna Gvasalia αναλάμβανε τον ιστορικό οίκο Balenciaga, ο κόσμος της μόδας αμφέβαλε για το ορθό της επιλογής. Έξι χρόνια μετά, παρουσιάζοντας την πρώτη του couture συλλογή, διέψευσε τους πάντες. Κι αυτό γιατί δεν θέλησε να κοντράρει στα ίσα τον μεγάλο Cristόbal, αλλά να διδαχθεί από τη δουλειά του, ερμηνεύοντας το πνεύμα του με σύγχρονους όρους.
Τη φετινή, πρώτη επίδειξη Yψηλής Ραπτικής του Balenciaga με την υπογραφή του Γεωργιανού Demna Gvasalia την παρακολούθησα από το σπίτι μου, διαδικτυακά, σε απευθείας σύνδεση με το νούμερο 10 της λεωφόρου Georges V στο Παρίσι. Στις 7 Ιουλίου, 53 ολόκληρα χρόνια μετά την αφυπηρέτηση του ιδρυτή του, Cristóbal, το 1968, το μικρό σαλόνι του θρυλικού οίκου ξανάνοιξε τις πόρτες του για να υποδεχθεί τους ξεχωριστούς καλεσμένους του σημερινού καλλιτεχνικού διευθυντή. Από την έναρξη του show, με κεντραρισμένο το λογότυπο του οίκου στην οθόνη του υπολογιστή μου, μέχρι το δεύτερο πλάνο με φόντο το κατάλευκο σαλόνι, ο χρόνος αναμονής ήταν περίπου 5 λεπτά.

Οι κάμερες, σε διαφορετικά σημεία στον χώρο, έδειχναν τους παρευρισκομένους καθισμένους σε χρυσές καρέκλες ballroom –αγαπημένες του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και του Yves Saint Laurent–, τοποθετημένες περιμετρικά στη λιτή αίθουσα. Οι περισσότεροι ήταν αμίλητοι, φανερά ανυπόμονοι, και με το δίκιο τους. Και ξαφνικά εμφανίστηκε το πρώτο look, ένα μαύρο υπερμέγεθες τuxedo, φορεμένο από ένα androgynous μοντέλο, που διέσχισε με γοργό βήμα την αίθουσα χωρίς τη συνοδεία μουσικής, όπως συνηθίζεται, και κρατώντας ένα κόκκινο γαρίφαλο, απαράλλαχτο με εκείνο που δόθηκε στους καλεσμένους κατά την είσοδό τους. Ακολούθησαν επτά κοστούμια –κάποια με αιχμηρούς και άλλα με μαλακούς ώμους, μερικά σε ευθείες γραμμές και άλλα με έμφαση στη μέση– όλα σ’ έναν συνεχή διάλογο με το σώμα, με αισθητή την απόσταση μεταξύ ρούχου και δέρματος, σαν να επρόκειτο για κάποιο debate γύρω από την έννοια της εφαρμογής και των κανόνων της. Τα καπέλα του Philip Treacy υπενθύμιζαν ότι βρισκόμαστε στον Balenciaga του μέλλοντος και όχι του παρελθόντος. Το θρόισμα των ρούχων, ανάλογα με τα υλικά από τα οποία ήταν φτιαγμένα, σε συνδυασμό με το ρυθμικό βάδισμα των μοντέλων αποτέλεσε την ηχητική επένδυση του event, που όσο περνούσε η ώρα εξελισσόταν σε μια εκπληκτική παράσταση υψηλών προδιαγραφών. Κάποτε, η απουσία μουσικής στα ντεφιλέ του μεγάλου Cristóbal Balenciaga αποσκοπούσε στο να εστιαστεί η προσοχή των καλεσμένων στα ρούχα.

Την τακτική ασπάστηκε ο σημερινός καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου, μόνο που πλέον είχε διπλή σημασία: κατά τον Gvasalia, ήταν μια παράκληση για σιωπή μερικών λεπτών, έστω όσο διαρκούσε το show, μια ηθελημένη απόσταση από το βουητό της πόλης και του ψηφιακού χάους, αποκομμένοι για λίγο από την ηχορύπανση που μας κάνει να υποφέρουμε. Αυτό που έβλεπα ήταν συγκλονιστικό και δεν θύμιζε καθόλου την παρθενική πρώτη εμφάνιση του σχεδιαστή – αναφέρομαι στη δεύτερη επίδειξη της unisex συλλογής Vetements, μέσα από την οποία συστήθηκε ο Gvasalia στο ευρύ κοινό τον Μάρτιο του 2015 από τα υπόγεια, αποπνικτικά δωμάτια του αμφιλεγόμενου club Le Dépôt. Ωστόσο, αν και οι κριτικές που έλαβε τότε ήταν διθυραμβικές, κανένας μας δεν τον φαντάστηκε ως άξιο συνεχιστή ενός από τους σημαντικότερους σχεδιαστές στην ιστορία της μόδας, ενός διανοούμενου της ραπτικής, του μεγάλου Cristóbal Balenciaga. Επιχειρώντας μια σύγκριση, αυτό που συνδέει τους δύο άνδρες μοιάζει να είναι η ριζοσπαστική οπτική για το σώμα, σε συνδυασμό με την αποστασιοποιημένη σχέση με τη βιομηχανία του ρούχου, την ίδια στιγμή που βρίσκονται στο επίκεντρό της.