«Η haute couture είναι η πιο βιώσιμη μορφή μόδας που υπάρχει σήμερα», είπε πρόσφατα ο Demna Gvasalia, μιλώντας στο Business of Fashion. Γιατί, όμως, ένας από τους πιο hot δημιουργούς παγκοσμίως, ένας σχεδιαστής που έγινε ευρύτερα γνωστός μέσω του streetwear και των hoodies του να υπερασπίζεται την παλαιότερη μορφή ραπτικής; «Ο Demna έχει δίκιο. Και όταν λέει κάτι τέτοιο ένας δημιουργός σαν εκείνον, έχει τεράστιο ενδιαφέρον, γιατί ο ίδιος ελκυόταν ανέκαθεν από την υψηλή ραπτική. Είναι ένας σχεδιαστής που συνδέεται στενά με το αρχειακό υλικό. Συμφωνώ απολύτως μαζί του», μου λέει χαμογελώντας ένα μεσημέρι από το Παρίσι ο Pascal Morand, εκτελεστικός πρόεδρος της γαλλικής Fédération de la Haute Couture et de la Mode. «Στον 21ο αιώνα, μας απασχολούν πολύ η οικολογική διάσταση, η τοπικότητα, η εξατομίκευση και η μοναδικότητα, σε ένα πλαίσιο μέσων κοινωνικής δικτύωσης μάλιστα. Και αυτά τα στοιχεία εκφράζονται από την υψηλή ραπτική. Το ενδιαφέρον είναι ότι πολλοί νέοι δημιουργοί, άνθρωποι με πολύ σύγχρονη οπτική, επιθυμούν να πορευτούν με αυτό το πνεύμα. Είναι ένα εναλλακτικό μοντέλο».
Ο Γεωργιανός Gvasalia είναι, ως γνωστόν, καλλιτεχνικός διευθυντής ενός ιστορικού οίκου υψηλής ραπτικής, συνεχιστής εδώ και λίγους μήνες του Cristóbal Balenciaga στον τομέα που καθιέρωσε τον τελευταίο στο δημιουργικό πάνθεον της μόδας. Το haute couture ατελιέ του το έκλεισε ο ίδιος ο Ισπανός δημιουργός το 1968. Τον περασμένο Ιούλιο, λοιπόν, η πρώτη συλλογή Υψηλής Ραπτικής Balenciaga διά χειρός Demna Gvasalia συνοδεύτηκε από ένα κύμα νοσταλγίας, αλλά, κυρίως, από μια αίσθηση ανανέωσης σε σχέση με το τι μπορεί να σημαίνει haute couture σήμερα – συμπεριλαμβανομένων κάποιων street style στοιχείων.
Ο δημιουργικός αέρας αναβίωσης φυσάει και σε άλλα ιστορικά ονόματα. Όπως στη Schiaparelli, όπου την παραδοσιακά σουρεαλιστική ματιά του οίκου που έχτισε η Elsa Schiaparelli μεταφράζει σήμερα ο Daniel Roseberry – ο Αμερικανός σχεδιαστής ο οποίος έντυσε τη Lady Gaga για να ερμηνεύσει τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ στην τελετή ορκωμοσίας του Joe Biden. Αρκούν, όμως, κάποια παραδοσιακά ονόματα που επιστρέφουν στο προσκήνιο για να επιβιώσει η haute couture στη νέα εποχή; «Η υψηλή ραπτική δεν έχει να κάνει πια με το business, γιατί δεν μπορείς να κάνεις business με την couture όπως στα ’20s ή στα ’50s. Σήμερα, όλο αυτό έχει να κάνει με το image de marque, την εικόνα μιας ετικέτας πολυτελείας. Είναι το αντίθετο ενός βιομηχανικού προϊόντος μάρκετινγκ. Ο ρόλος της υψηλής ραπτικής είναι να λειτουργεί ως εργαστήριο ιδεών και δημιουργίας που μας προσφέρει τη δυνατότητα να ονειρευόμαστε. Η haute couture στέκεται στον αντίποδα της μαζικής κατανάλωσης», μου διαμηνύει μέσω mail ο Jean Paul Gaultier. «Στην υψηλή ραπτική πρέπει όλα να είναι μοναδικά: η τεχνική, το κέντημα, το ύφασμα. Είναι ένα savoir-faire που προσδοκά την τελειότητα».
Αυτή την τελειότητα έχει αναζητήσει πολλές φορές ο πάντα λιγότερο ή περισσότερο ατίθασος Γάλλος δημιουργός. Η ευκαιρία να ασχοληθεί ουσιαστικότερα με την υψηλή ραπτική τού δόθηκε προς το τέλος της δεκαετίας του ’90, όταν έλαβε μια πρόσκληση από τη Fédération de la Haute Couture et de la Mode και τον τότε πρόεδρό της, Didier Grumbach, να συμμετάσχει στην επίσημη Εβδομάδα Ηaute Couture, μαζί με άλλους συναδέλφους του, όπως ο Thierry Mugler. Ήταν η εποχή που ο επίσημος φορέας της γαλλικής μόδας έκανε ένα καλά μελετημένο άνοιγμα προς οίκους που διατηρούσαν δημιουργικές συγγένειες με την υψηλή ραπτική.