13-άνθρωποι-που-αγαπούν-το-σινεμά-μιλούν-199693

Όλγα Δέικου – Φωτογράφος

«Μου άρεσε πολύ το Secret life of Walter Mitty με τον Ben Stiller, σε σκηνοθεσία του ιδίου. Ο ήρωάς του εργάζεται για το περιοδικό Life, πίσω από ένα εμφανιστήριο φιλμ, παραλαμβάνοντας αρνητικά από ταξιδιάρηδες φωτορεπόρτερ. Όταν χάνεται το καρέ που θα γινόταν εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους, εκείνος αρπάζει την αφορμή να σπάσει τους φραγμούς του, να πάει κόντρα στις φοβίες του, να ονειροπολήσει, να αισθανθεί ζωντανός. Όταν είδα την ταινία, κι ενώ θεωρητικά έχω δει πολύ ανώτερες σκηνοθετικά, ταυτίστηκα με τον Walter και όχι με τον μποέμ φωτογράφο (Sean Penn) που αναζητά στις κορυφές των Ιμαλαίων ένα κλικ από τη σπάνια “ghost cat” – κάτι που θα φαινόταν λογικό, ως φωτογράφος που είμαι. Με γοήτευσε ο Walter που ζούσε πάντα υπό έλεγχο, δίνοντας λύσεις στους άλλους αλλά κρατώντας τη δική του ζωή σε παύση. Μέχρι που, επιτέλους, απελευθερώθηκε, άρχισε να ταξιδεύει με ένα backpack, κινδύνευσε, γνώρισε ανθρώπους χωρίς να σαμποτάρει τον εαυτό του, αντιλαμβανόμενος την αξία της στιγμής που ένα χαμένο αρνητικό θα σου δώσει την ευκαιρία της ζωής σου. Και την οποία δεν πρέπει να παραβλέψεις».

Ιωάννα Γκίκα – Τραγουδοποιός

«Όταν πρωτοείδα την ταινία Κυνόδοντας, ένιωσα λες και ένας σκηνοθέτης είχε δημιουργήσει κάτι που απευθύνεται στη σουρεαλιστική αίσθηση του χιούμορ μου, στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι την πολιτική και στη νουάρ ευαισθησία μου. Ο Γιώργος Λάνθιμος παίρνει ρίσκα με διαυγές όραμα. Όταν δημιουργώ τέχνη, στόχος μου είναι να εκφράζω τον εαυτό μου όσο πιο ειλικρινά είναι εφικτό. Ο τρόπος που ο Λάνθιμος εξερευνά την αλήθεια είναι ατρόμητος και καυστικός, και αυτό μιλάει στην καρδιά μου. Μου φαίνεται σαν να κρατάει έναν καθρέφτη απέναντι σε όλη την ανθρωπότητα και να λέει: “Έχεις κέτσαπ στο πρόσωπό σου”».

Αμάντα Μιχαλοπούλου – Συγγραφέας

Οι ταινίες του Éric Rohmer σχηματίζουν στο μυαλό μου έναν αέναο διάλογο ανδρών και γυναικών γύρω από τη φύση της ερωτικής επιθυμίας. Έβλεπα τις ταινίες του στο Γαλλικό Ινστιτούτο όταν ήμουν φοιτήτρια και αναρωτιόμουν: Μα πώς γίνεται αυτό; Πώς το κάνει; Δύο άνθρωποι συναντιούνται σε μια παρέα ή σ’ ένα δείπνο στην εξοχή ή ακόμα και στον δρόμο και αρχίζουν να μιλάνε με τον χαρακτηριστικό αφύσικο ρομεριανό τρόπο. «Θέλω έναν άνδρα, αλλά υπό προϋποθέσεις». Ή: «Νιώθω άνετα μαζί σας, σαν να σας ξέρω χρόνια». Για τον Rohmer δεν υπάρχουν παιδιά, οικογένειες, δουλειά, μόνο ο έρωτας. Είχε καταφέρει να με πείσει πως, αν είσαι μανιακός με το θέμα σου, όποιο κι αν είναι αυτό, δεν χρειάζεται να απολογηθείς ή να προετοιμάσεις το έδαφος. Μπαίνεις κατευθείαν στο ψητό. Η εμμονή του μου έμαθε πολλά για το νόημα της ελευθερίας στην τέχνη, για την επιλογή και την ευθύνη των δημιουργών. Ήταν ύψιστη απενοχοποίηση για μένα. Σαν να έλεγε «θα παίξω αυτό το παιχνίδι όπως θέλω εγώ». Με ανάγκαζε να σκεφτώ προκαταβολικά ποιο θα ήθελα να είναι το δικό μου παιχνίδι, οι δικοί μου κανόνες.

13 άνθρωποι που αγαπούν το σινεμά μιλούν για την αγαπημένη τους ταινία-1
©Unsplash
1/2
Native Share

Αργύρης Παπαδημητρόπουλος – Σκηνοθέτης

«Στο All that Jazz o Bob Fosse κατάφερε το ακατόρθωτο! Μίλησε για όλα. Για την τέχνη, τις εμμονές μας, τις ανασφάλειες, τις μανίες, τις καταχρήσεις, τις εξαρτήσεις, τις υπαρξιακές αγωνίες, τη ματαιοδοξία, τη φιλοδοξία, την αντρική ανταγωνιστικότητα, τη ζήλια, τον έρωτα, τον θάνατο… Είναι μια ταινία τόσο προσωπική, που μοιάζει σαν να σε προσκαλεί στο “πάρτι” της κηδείας του. Εκεί που δεν έχει πια να φοβηθεί τίποτα, τσαλακώνει το εγώ του, βγαίνει μπροστά και σου λέει “αυτός είμαι και αν σας αρέσει”. Και μάλιστα τολμάει να αποκαλύψει ότι είναι ανασφαλής. Όπως κάθε καλλιτέχνης, όσο καλά κι αν το κρύβει. Δεν μου άλλαξε τη ζωή επειδή είναι η πιο σπουδαία ταινία που έχει γυριστεί -δεν ξέρω κιόλας τον ορισμό της σπουδαίας ταινίας-, αλλά μου την άλλαξε επειδή, όταν την είδα, αποφάσισα πως ό,τι κι αν κάνω, πρέπει να είναι κάτι που με εκθέτει, όσο σκληρό και αν μοιάζει αυτό».

Λένα Διβάνη – Συγγραφέας

«Το Όσκαρ μου θα πάει ασυζητητί στη Magnolia του Paul Thomas Anderson. Μια ταινία που με άρπαξε από τον λαιμό από τους τίτλους κιόλας, όπου το λουλούδι της μανόλιας ανοίγει ξαφνικά τα πέταλά του ενώ ακούγεται το συγκλονιστικό τραγούδι της Aimee MannOne is the Loneliest Number. “Όπα”, λέω στον καλό μου, “θα δούμε ταινιάρα”. “Πού το κατάλαβες;” μου λέει απορημένος. “Φαίνεται, φαίνεται”, απαντάω μαγεμένη. Και, ναι, κύριε, φάνηκε. Μπροστά μας για δύο ώρες ξετυλίχτηκε μια ταινία δομημένη σαν όνειρο, άναρχα, τρομακτικά, υπαινικτικά αλλά ευθύβολα, όπως όλα τα όνειρα. Μοναχικά πλάσματα διαδέχονταν το ένα το άλλο – όλα σε μια αγωνιώδη πλην μάταιη αναζήτηση της αγάπης, της ευτυχίας, της συγχώρεσης. Όλα με σπασμένα μούτρα να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη ξανά και ξανά και ξανά, όπως όλοι μας. Ώσπου αγανάκτησε κι ο ουρανός και άρχισε να βρέχει βατράχια όσο η Aimee μάς απειλούσε: Its not going to stop till you wise up. Εύκολο είναι, καλή μου; Δεν θα πω τίποτα άλλο, παρεκτός τους στίχους που έκλεισαν την ταινία-τραγούδι: Γιατί δεν έρχεσαι να με σώσεις από τα φρικιά που υποψιάζονται ότι δεν μπορούν να αγαπήσουν κανέναν εκτός από τα φρικιά που υποψιάζονται ότι δεν μπορούν να αγαπήσουν κανέναν; Γιατί, ε;».

Γεωργιάννα Χειλιαδάκη – Chef

«Η ταινία που με έχει αγγίξει πιο πολύ, χωρίς να μου έχει αλλάξει τη ζωή απαραίτητα, είναι το Χαμένοι στη μετάφραση. Την έχω δει τουλάχιστον 20 φορές και βρίσκεται στην καρδιά μου για έναν σωρό λόγους… Για τον φανταστικό και ετοιμόλογο Bill Murray, που θα τον ήθελα για κολλητό μου, για τη θεά Scarlett Johanssson, για το ταξίδι στην Ιαπωνία, την περιήγηση στο πολύχρωμο Τόκιο, τις εξτρίμ βραδιές καραόκε, τον ύμνο στο χιούμορ, τον ανεκπλήρωτο πλατωνικό έρωτα, το άγγιγμα στο δάχτυλο του ποδιού, για το ότι δεν θα μάθουμε ποτέ τι της είπε στο τέλος, για τη μουσική, για την άβυσσο που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις.

Ρεβέκκα Καμχή – Γκαλερίστα

«Το να γράψω για μια ταινία, σκέφτομαι, είναι σαν να μου ζητάει κάποιος να διαλέξω ένα έργο τέχνης. Συνήθως, η δουλειά ενός καλλιτέχνη αποτυπώνεται στο σύνολο του έργου του και το μεγαλείο του συντίθεται από πολλές εκφάνσεις των ιδεών του. Προσπαθώ να επιλέξω μεταξύ του David Lynch και του Pedro Almodóvar – δύο κολοσσοί. Καταλήγω στον δεύτερο, επειδή είναι Ευρωπαίος. Οι χαρακτήρες στα έργα του είναι τραγικοί, αλλά σχεδόν πάντα υπάρχει μια δόση κωμικού και στοιχεία της κουλτούρας Camp. Το δράμα που εκτυλίσσεται πάντα στις ταινίες του έχει μια ομπρέλα ισπανικής/λατινοαμερικάνικης τηλενουβέλας -μάλλον πατάει πάνω σε τέτοια μοτίβα-, αλλά, αντί να μένει στην κενότητά τους, καταφέρνει και συναρπάζει με το βαθύ δράμα των χαρακτήρων, την ευαισθησία και, εν τέλει, τη συνειδητοποίηση του τι συμβαίνει γύρω μας, πίσω από κλειστές πόρτες. Από εικαστικής πλευράς σχεδόν κάθε πλάνο είναι μια σύνθεση χρωμάτων αδιανόητης παράνοιας, αγγίζοντας τα όρια του κιτς, ένα συνονθύλευμα απρόσμενων συνδυασμών που σε κρατά σε σχεδόν μόνιμο ξάφνιασμα. Και, το σημαντικότερο όλων, οι χαρακτήρες βγάζουν βαθιά ειλικρίνεια, σαν να μας δείχνει ο σκηνοθέτης πόσο, τελικά, είναι εύκολο να μένει κανείς αληθινός – όποιος κι αν είναι».

13 άνθρωποι που αγαπούν το σινεμά μιλούν για την αγαπημένη τους ταινία-2
©Unsplash
2/2
Native Share

Στέλιος Παρλιάρος – Pastry Chef

«Ψηλά στη λίστα με τις αγαπημένες μου ταινίες βρίσκονται Τα φτερά του έρωτα. Το κλασικό αριστούργημα του Wim Wenders, που τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών του 1987, σε κερδίζει αρχικά με τις υπέροχες σκηνές ενός εντυπωσιακού, ασπρόμαυρου Βερολίνου. Το στόρι έχει ως εξής: Άγγελοι παρακολουθούν τους ανθρώπους πάνω από τον βερολινέζικο ουρανό, μέχρι που ένας από αυτούς ερωτεύεται μια θνητή Παριζιάνα, ακροβάτισσα ενός περιπλανώμενου τσίρκου. Για να ζήσει μια στιγμή μαζί της, αποφασίζει να θυσιάσει την αθανασία του. Μέσα από τον ποιητικό και φιλοσοφικό ρομαντισμό και την ανθρωποκεντρική της προσέγγιση, η ταινία προσπαθεί να θέσει ερωτήματα όπως: Ποια είναι η σχέση της ύλης με το πνεύμα; Υπάρχει παράδεισος και πόσο πρέπει να ταξιδέψει κανείς για να τον βρει; Είναι μία από τις πιο γοητευτικές ταινίες που έχω δει».

Χρύσανθος Πανάς – Επιχειρηματίας

«Ήμουν φοιτητής όταν είδα την ταινία του Peter Greenaway Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της, με την ουράνια μουσική του Michael Nyman και τα υπέροχα κουστούμια του Jean Paul Gaultier. Εκτυλίσσεται σε ένα πολυτελές γαλλικό εστιατόριο, καθημερινό τόπο συνάντησης του μαφιόζου Albert Spica (Michael Gambon), της συζύγου του Georgina (Helen Mirren) και της παρέας τους. Ο διεφθαρμένος αυτός άνθρωπος παρουσιάζεται ως λάτρης της gourmet κουζίνας, γρήγορα όμως αποκαλύπτεται ο κτηνώδης χαρακτήρας του. Στο ίδιο εστιατόριο απολαμβάνει το δείπνο του ο βιβλιοπώλης Michael (Alan Howard), εραστής της Georgina -υπέροχες οι ερωτικές σκηνές τους στην κουζίνα και στις τουαλέτες-, κάτι που πέφτει στην αντίληψη του Spica, ο οποίος τον σκοτώνει, βάζοντάς τον να φάει τις σελίδες του αγαπημένου του βιβλίου. Εκείνη, πληρώνοντάς τον με το ίδιο νόμισμα, τον αναγκάζει να φάει το πτώμα του εραστή της, που ο chef έχει επιμελώς μαγειρέψει, και στο τέλος τον πυροβολεί. Το εστιατόριο θυμίζει θεατρικό σκηνικό σε κόκκινες αποχρώσεις, ενώ η κουζίνα -της οποίας ηγείται ο chef Richard (Richard Bohringer)- κινείται σε πράσινους τόνους.

»Η ταινία είναι, κατά τη γνώμη μου, αριστουργηματική, γιατί καταγγέλλει τη σήψη που ακολουθεί τη θεοποίηση του χρήματος. Η αποδόμηση της κοινωνίας αποδίδεται στην κατανάλωση, στη γενετήσια ορμή και στις βιολογικές λειτουργίες. Με έχει επηρεάσει βαθιά, θυμίζοντάς μου την αξία της παιδείας, της φιλανθρωπίας και των ολοκληρωμένων, χωρίς συμπλέγματα ανθρώπων. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να προοδεύσει μια κοινωνία».

Αντώνης Φωνιαδάκης – Χορογράφος

«Είμαι φαν του φανταστικού σινεμά, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν θα σταθώ σε αυτό. Μια ταινία που με έχει σαγηνέψει είναι το Σατυρικόν του Fellini. Τη θεωρώ ό,τι πιο τολμηρό για την εποχή της και μία από τις πιο σημαντικές δουλειές του σκηνοθέτη. Λειτουργεί αποσπασματικά, σε αυτοτελείς ιστορίες, χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο αφήγησης. Μου θυμίζει έναν καλλιτέχνη που εκθέτει σε μια γκαλερί παραλλαγές μιας έμπνευσης. Μέσα από φαντασμαγορικές εικόνες παρακολουθείς τους πρωταγωνιστές να ζουν ακραίες καταστάσεις σε σχέση με τον ηδονισμό και το πάθος τους. Είναι μια άκρως ερωτική ταινία, που δείχνει την παρακμή των παθών και της ερωτικής φύσης, σε βαθμό να καταλήγει να κοροϊδεύει τον ερωτισμό. Επίσης, καταδεικνύει το μεγαλείο του Fellini από άποψη σκηνογραφίας, αφού καταφέρνει σχεδόν χωρίς λόγο να σε ταξιδέψει και να σε βάλει στο αψυχολόγητο των χαρακτήρων, που αφήνονται παραδομένοι στην ορμή των συναισθημάτων και της φύσης τους. Είναι μια ταινία που πράγματι με έχει εμπνεύσει. Χωρίς να το συνειδητοποιώ, επιστρέφει υπόγεια στο μυαλό μου και αποτελεί αναφορά μου σε όποια δουλειά κάνω. Επίσης, με μαγεύει το “χειροποίητο” στοιχείο, με παντελή απουσία μηχανημάτων – πράγμα που σήμερα δεν υπάρχει. Καταλαβαίνεις ότι ο άνθρωπος είναι αρκετός για την τολμηρότητα, που φτάνει από τον κανιβαλισμό ως τους ερωτικούς ακρωτηριασμούς».

Θάνος Παπακωνσταντίνου – Σκηνοθέτης

«Είδα πρώτη φορά το Eraserhead του David Lynch όταν ήμουν 18 ετών και δεν κατάλαβα τίποτα! Ασπρόμαυρη εικόνα, σαν κακή φωτοτυπία, ατμόσφαιρα γοτθικού εφιάλτη, καμία γραμμικότητα στην αφήγηση, ηχητικό τοπίο σαν μια δίνη που κάθε λεπτό που περνάει σε καταπίνει όλο και περισσότερο, ένα από τα καλύτερα κουρέματα πρωταγωνιστή στην ιστορία του σινεμά και ένα από τα πιο αποκρουστικά πλάσματα, που ακόμα καμιά φορά βλέπω στα όνειρά μου να τραγουδάει το παρανοϊκό In Heaven.

Ήταν μία από εκείνες τις φορές που ένιωσα μεγάλη αμηχανία απέναντι σε κάτι που έβλεπα. Όταν δεν μπορείς να πεις αν σου άρεσε ή όχι, δεν μπορείς να το κατατάξεις, δεν μπορείς να το συγκρίνεις με κάτι που ήδη γνωρίζεις, αισθάνεσαι εντελώς ηλίθιος απέναντί του και την ίδια στιγμή, την ώρα που σκέφτεσαι όλα τα προηγούμενα, είσαι χαρούμενος που μπορείς να κάνεις τόσο πολλές σκέψεις για κάτι που δεν κατανοείς. Μπορείς να πεις μόνο κάτι σαν: “Δεν κατάλαβα τίποτα, το λάτρεψα”. Από τότε το βλέπω και το ξαναβλέπω, έχω πια παραιτηθεί από την επιθυμία να καταλάβω, εξακολουθώ να βρίσκομαι σε απορία και νιώθω βαθιά χαρά».

Στέφανος Ρόκκος – Ζωγράφος

«Η πρώτη ταινία που έρχεται στον νου μου όταν σκέφτομαι τις μεγάλες επιρροές του κινηματογράφου στη ζωγραφική, την αισθητική και την ψυχοσύνθεσή μου, είναι Ο ένοικος του Roman Polanski. Όντας στην εφηβεία και έχοντας ήδη αγαπήσει τις πιο εμπορικές ταινίες του, η συγκεκριμένη ήταν για μένα ανακάλυψη, γιατί δεν έμοιαζε με τίποτα από ό,τι είχα δει μέχρι τότε. Παρατηρώντας τη σταδιακή διαδρομή του πρωταγωνιστή ως την παράνοια –προς μεγάλη μου έκπληξη τον χαρακτήρα του Γαλλο-Πολωνού ενοίκου του διαμερίσματος στο Παρίσι τον υποδυόταν ο ίδιος ο σκηνοθέτης, του οποίου το πρόσωπο δεν γνώριζα–, βρήκα όλα τα αντικρουόμενα στοιχεία που με γοήτευαν σε όλες τις μορφές τέχνης. Μια σκοτεινή ατμόσφαιρα με μικρές αχτίδες φωτός και πληθωρικά φωτεινά πλάνα, γεμάτα σκοτάδι. Πρόσωπα με λεπτά και γκροτέσκα χαρακτηριστικά, ρεαλιστική αλλά και ακατανόητη πλοκή. Παρόλο που ήμουν εξοικειωμένος με τη βία στον κινηματογράφο, ήρθα αντιμέτωπος με έναν ψυχολογικό τρόμο του μυαλού και όχι της εικόνας. Και μέσα σε ένα σύμπαν πραγματικού τρόμου εντόπιζα ένα χιούμορ όπως εγώ το αντιλαμβανόμουν, μαύρο, καλά καλυμμένο, όπως αυτό στα έργα του Ιερώνυμου Μπος, του James Ensor ή στη μουσική των Birthday Party. Τον Ένοικο τον έχω δει έκτοτε έξι-επτά φορές, πάντα με την ίδια προσήλωση. Παρακολουθώντας μετέπειτα –με την αντίστροφη χρονολογική σειρά– την τριλογία του Polanski με θέμα την παράνοια σε διαμερίσματα (Αποστροφή, 1965, Το μωρό της Ρόζμαρι, 1968, Ο ένοικος, 1976), τη θεωρώ ακόμη μία από τις επιδραστικότερες ταινίες στη ζωή μου και βλέπω πάντα ένα κομμάτι της σε κάθε ζωγραφικό μου έργο».

Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος – Κριτικός κινηματογράφου

«Είχα ακούσει πολλά, είχα διαβάσει περισσότερα, είχα φανταστεί τον ουρανό με τ’ άστρα. Κι όταν, στην πρώτη κανονική της επανέκδοση στις ελληνικές αίθουσες, είδα επιτέλους τη θρυλική ταινία 2001 – Οδύσσεια του Διαστήματος του Stanley Kubrick, τα έχασα. Ή, καλύτερα, βρήκα ότι έλειπα από τις προηγούμενες κινηματογραφικές εμπειρίες μου. Μεγαλώνοντας στη space age, με παιχνίδια διαστημικά, πυραύλους, ρουκέτες και ρομποτάκια, άνω θρώσκων, με όνειρα για έναν “γενναίο νέο κόσμο”, η περιπέτεια που δεν είχε δράση, με την αφήγηση που δεν εξαρτιόταν ακριβώς από την πλοκή, με άφησε άναυδο, σε ένα δέος που ακόμη δεν έχω ξεπεράσει. Ο λόγος είναι πως όποτε τη βλέπω και βυθίζομαι στις εγκυμονούσες σιωπές και στην αγωνία στη μέλανα σιωπή ή στο παρατεταμένο procedural στην έρημη άκατο, παρατηρώ κάτι ακόμη, με αποκορύφωμα την προφητεία της ταινίας για την τεχνητή νοημοσύνη, έτη φωτός πριν από την έλευση του διαδικτύου και την υποκατάσταση του τεμπέλικου μυαλού μας. Ωστόσο, τίποτε δεν αντικαθιστά εκείνη την πρώτη, υπνωτιστική φορά στο Χάι Λάιφ του Πειραιά – που δεν υπάρχει πιά. Ούτε και η απολαυστική θέαση με δύο Αμερικανίδες 20χρονες φοιτήτριες ένα ζεστό αυγουστιάτικο βράδυ σε κυκλαδονήσι –πολύ πρόσφατα– που, αντί να είναι κάπου έξω και να διασκεδάζουν, γνώριζαν την πετριά μου και επέμεναν να την παρακολουθήσουν μαζί μου, σε μια μεγάλη αίθουσα προβολής. Κάθε τόσο τσέκαρα αν είχαν αποκοιμηθεί, αλλά μάταια: είχαν κολλήσει, περιμένοντας την έκβαση της περιπλάνησης του αστροναύτη, με τον οποίο ταυτίζομαι απολύτως, στις πολύχρωμες διαστάσεις, στην αχαρτογράφητη ζώνη ανάμεσα στους γαλαξίες και στο επέκεινα. Στο Τάδε έφη Ζαρατούστρα ανακάθισαν και ζήτησαν εξηγήσεις. Υπερήφανος, τους ανέπτυξα την αυθαίρετη θεωρία μου για το star child που όλοι περιμένουμε να γίνουμε».