Με ένα νέο βιβλίο με θέμα την Ελλάδα, η Victoria Hislop αποκαλύπτει γιατί εξάρει τις γυναίκες ηρωίδες, εξηγεί γιατί αγαπάει τόσο τη χώρα μας, μιλάει για την καθημερινότητά της στην Κρήτη όπου μένει μεγάλα διαστήματα, ενώ παίρνει θέση για το Brexit.
Η Victoria Hislop αφήνει πίσω της ένα όχι και τόσο ξεκούραστο καλοκαίρι. Την άνοιξη κυκλοφόρησε το νέο της βιβλίο, Those who are Loved, ενώ στη συνέχεια παραβρέθηκε σε δεκάδες διοργανώσεις και φεστιβάλ λογοτεχνίας ανά την Αγγλία, προκειμένου να υπογράψει ένα προς ένα τα αντίτυπα για τους θαυμαστές της. Το νέο αυτό μυθιστόρημα -στην Ελλάδα θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο- έχει φόντο τη Μακρόνησο, ενώ χρονικά μας περιάγει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο και τη δικτατορία μέχρι τις μέρες μας. Πρόκειται για ένα ιστορικό παραμύθι όπως το Νησί, που εκδόθηκε το 2005 και η επιτυχία του ήταν εντυπωσιακή. Πλέον έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 20 γλώσσες και έχει πουλήσει 5 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. 300 χιλιάδες από αυτά ήταν στην ελληνική γλώσσα, ενώ η μεταφορά του στην τηλεόραση με την ομώνυμη σειρά το 2010 κρατάει ζωντανή την εικόνα των ηρώων στο μυαλό μας. Ακολούθησαν τρία ακόμα βιβλία με ελληνικό θέμα, τα οποία επίσης πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα και καθιέρωσαν την ίδια ως την πιο δημοφιλή φιλέλληνα μυθιστοριογράφο. Η αγάπη, η θυσία και η λύτρωση είναι αγαπημένα θέματά της.
Η δική της αγάπη για την Ελλάδα δεν είναι πρόσφατη, αλλά γυρνάει 40 χρόνια πίσω. Ήταν το 1976, σε διακοπές στην Πάρο σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο μαζί με τη μητέρα και την αδελφή της, όταν η 17χρονη τότε Victoria γνώρισε τη χώρα μας και τους ανθρώπους της. Για πρώτη φορά βρέθηκε μακριά από την ασφάλεια των καθιερωμένων παιδικών της καλοκαιριών, που παραδοσιακά τα περνούσε στο παραθαλάσσιο θέρετρο Bognor Regis στη νότια Αγγλία, όπου συνήθιζε να φτιάχνει κάστρα στην άμμο και να τρώει fish and chips. «Ήταν μια περίοδος της ζωής μου εντελώς απαλλαγμένη από υλικές εξαρτήσεις», θυμάται. «Δεν είχαμε 20 ζευγάρια παπούτσια, αλλά αυτά που φορούσαμε και άλλο ένα. Ο χωρισμός των γονιών μου συνέπεσε με τη γνωριμία μου με την Ελλάδα. Η οικογένειά μου έμελλε να εξελιχθεί σε γυναικοκρατούμενη, πράγμα που εξηγεί σε ένα βαθμό την ηχηρή παρουσία γυναικείων χαρακτήρων στα βιβλία μου».

Κόρη άθεων γονιών, η εφηβική της επανάσταση στη δεκαετία του ‘70 είχε παράδοξο χαρακτήρα για τα δεδομένα της γενιάς της, καθώς ξεκίνησε να πηγαίνει στην εκκλησία, ενώ οργάνωσε και τη βάφτισή της. Αργότερα, και αφού ολοκλήρωσε το πτυχίο της πάνω στην αγγλική γλώσσα στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μπήκε στον χώρο της δημοσιογραφίας και της συγγραφής. Η Ελλάδα υπήρχε στη ζωή της όλη αυτή την περίοδο, αφού την επισκεπτόταν κάθε χρόνο.