Η Eva Green με το βαθύ μπλε βλέμμα, τη σκοτεινή γαλλική ομορφιά και τον ερμητικά κλειστό χαρακτήρα ουδέποτε υπήρξε μια τυπική ηθοποιός, αν και το βιογραφικό της έχει όλα τα εχέγγυα: έχει ένα αξέχαστο ντεμπούτο στη σεξουαλικότατη και γεμάτη ατμόσφαιρα ταινία του Bernardo Bertolucci, The Dreamers. Έκανε μια ερμηνεία εμβληματικού Bond girl – ο ρόλος της Vesper Lynd στο Casino Royale του 2006 θεωρείται εξίσου σημαντικός για την νέα εποχή του James Bond με την εμφάνιση του ίδιου του Daniel Craig. Έχει συμμετάσχει σε καμπάνιες για τα μεγαλύτερα brand μόδας και ομορφιάς – φέτος πρωταγωνιστεί σε αυτήν του Alexander McQueen. Και, όμως όσο εμπορική ή επαγγελματίας μπορεί να γίνει, άλλο τόσο μπορεί να παραμένει πάντα αυτό το σκοτεινό και ιδιοσυγκρασιακό πλάσμα.
Φέτος μπαίνει στις ζωές μας ως μοιραία Milady στην ταινία The Three Musketeers: D’ Artagnan. Μια εμβληματική ταινία και ένας κλασικός ρόλος, σε μια εκδοχή που «δεν έχει τίποτα κλισέ και τίποτα κιτς» όπως μου είπε η ίδια, τονίζοντας ότι η Milady που ερμηνεύει «έχει σκοτεινές πτυχές και είναι ανθρώπινη». Με αυτή την αφορμή της μίλησα και διαπίστωσα ότι όσες συνεντεύξεις κι αν έχει δώσει, εξακολουθεί να είναι κάπως αμήχανη όταν μιλάει με μια άγνωστη – εμένα στην προκειμένη περίπτωση. Σχεδόν μετά από κάθε ερώτηση αναστέναζε και περνούσαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να απαντήσει με ειλικρίνεια και διατηρώντας μια απόσταση. Την εκτίμησα τόσο για την ειλικρίνεια της όσο και για την απόσταση – γιατί κι αυτή ειλικρινής ήταν.
Ένα από τα πράγματα που ξέρουμε για σας είναι ότι δεν σας αρέσει να δίνετε συνεντεύξεις. Ότι τις θεωρείτε αναγκαίο κακό της δουλειάς σας. Οπότε, υποθέτω ότι δεν χαίρεστε πολύ που με ακούτε.
Μου αρέσει να δίνω συνεντεύξεις όταν έχω να πω κάτι για μια νέα δουλειά, όταν υπάρχει λόγος. Αυτό που δεν μου πολύ αρέσει είναι να μιλάω για μένα. Όταν ξεκίνησα να κάνω αυτή τη δουλειά, είναι αλήθεια ότι με ταλαιπωρούσαν πάρα πολύ οι συνεντεύξεις. Ένιωθα ευάλωτη και μόνο στην ιδέα τους. Αλλά επιβίωσα, συνήθισα και τώρα πια το θεωρώ μέρος της δουλειάς μου.
Διάβαζα πως μικρή ήσασταν τόσο ντροπαλή, που η μητέρα σας σας πήγε σε ψυχολόγο για να βοηθηθείτε. Πόσο έχει εξελιχθεί αυτό το χαρακτηριστικό σας μέσα στα χρόνια;
Ναι, είναι ένα παράδοξο κι αυτό, να είσαι διάσημη ηθοποιός στο σώμα ενός άλλοτε ντροπαλού κοριτσιού. Ήταν μεγάλο θέμα για μένα, πράγματι. Στο σχολείο ειδικά, όταν ο καθηγητής με σήκωνε όρθια ή μου απηύθυνε τον λόγο, το βίωνα σαν κάτι τρομερά επώδυνο. Μπλόκαρα, ύψωνα ένα τείχος και δεν μπορούσα να αρθρώσω κουβέντα. Γι’ αυτό αναγκάστηκα να ζητήσω βοήθεια από ειδικό. Ένιωσα καλύτερα μόνο όταν μπήκα στη δραματική σχολή και άρχισα να υποδύομαι άλλους χαρακτήρες. Αισθάνθηκα ζωντανή και ελεύθερη. Είμαι όμως ακόμη πολύ ντροπαλή – είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου, το οποίο πλέον αγκαλιάζω και αποδέχομαι, έχω πάψει να το θεωρώ πρόβλημα. Είμαι, απλώς, εγώ.
Σκέφτομαι τον ρόλο σας στην ταινία Dreamers του Bernardo Bertolucci. Ήταν μια τολμηρή ερμηνεία και ήταν το 2003, στο ξεκίνημά σας.
Για την ακρίβεια, ήταν η πρώτη μου ταινία και στο μεγαλύτερο μέρος της ήμουν γυμνή! Δεν ήταν κάτι απλό για μένα, αλλά έχω να σας πω ότι μέχρι τώρα, μετά από τόσα χρόνια, παραμένει η αγαπημένη μου δουλειά. Υπήρχε τόση αγάπη και χαρά σε αυτό το set. Τα Σαββατοκύριακα συναντιόμασταν με τον Bernardo και μας διηγούνταν απίστευτες ιστορίες από τα ’60s και τα ’70s, εποχή στην οποία διαδραματιζόταν η ταινία. Όταν τελείωσαν τα γυρίσματα, ήταν σαν να βγήκαμε από μια υπέροχη φούσκα και δυσκολευτήκαμε όλοι να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα. Τότε ήμουν ακόμη πολύ ντροπαλή, αλλά δεν σκεφτόμουν αυτό που έκανα, δεν έπαιρνα απόσταση από τον ρόλο μου για να νιώσω άβολα. Θυμάμαι στο Φεστιβάλ Βενετίας να δίνω συνεντεύξεις, να με ρωτάνε οι δημοσιογράφοι για τις γυμνές σκηνές και να αναρωτιέμαι γιατί μου το επισημαίνουν. Ήταν, πάντως, μια πολύ όμορφη εμπειρία.