Στον μαγικό και ξέφρενο κόσμο της νύχτας, λίγοι είναι εκείνοι που έχουν προκαλέσει τόσο αντίθετα συναισθήματα στο κοινό όσο ο DJ Fat Tony. Βετεράνος των decks, αγαπημένος φίλος της Kate Moss, των Beckhams και του Boy George, έχει παίξει σε μερικά από τα πιο εμβληματικά κλαμπ παγκοσμίως, ξυπνώντας τα πάθη όχι μόνο με τη μουσική, αλλά και με τις αμφιλεγόμενες πολλές φορές απόψεις του. Από τις πρώτες του μέρες στην ονειρική σκηνή των κλαμπ του Λονδίνου στη δεκαετία του ’80 μέχρι την αναβάπτισή του μετά από μια δύσκολη προσπάθεια υπέρβασης των αδυναμιών του, δεν δίστασε ποτέ να εκφράσει με ωμή ειλικρίνεια την άποψή του για ό,τι τον προκαλούσε. Ούτε καν για καταστάσεις που άλλοι στη θέση του θα επιχειρούσαν να συγκαλύψουν, όπως ο εθισμός του στα ναρκωτικά, και όχι μόνο. Ήταν αυτή ακριβώς η εσωτερική δύναμή του που λειτούργησε σαν καταλύτης προκειμένου να αποτινάξει από πάνω του ό,τι τον κρατούσε στο σκοτάδι, εξασφαλίζοντάς του μια νέα και πολλά υποσχόμενα ζωή.
Με περισσότερους «ρόλους» στο ενεργητικό του πλέον -ακτιβιστής, συγγραφέας, συνδημιουργός μιας επωνυμίας μόδας-, ο Tony άνοιξε την καρδιά του στη Vogue Greece, μιλώντας -πάντα με βαθιά ειλικρίνεια- για το δύσκολο ταξίδι του και το γιατί πιστεύει ότι πρέπει να γκρεμίζουμε τους τοίχους προκειμένου να χτίσουμε κάτι νέο, θέτοντας πάντα τους δικούς μας όρους.
Tony, πώς αποφάσισες να γίνεις DJ;
Δεν είχα σκοπό να γίνω DJ. Δούλευα σε ένα κλαμπ, το Joy, και αγόραζα δίσκους επειδή μου άρεσε η μουσική. Μεγάλωσα άλλωστε σε μουσική οικογένεια – η γιαγιά και η προγιαγιά μου ήταν πιανίστριες, ενώ ο πατέρας μου άκουγε από Elvis μέχρι Jim Reeves και Human League στη διαπασών, σε βαθμό που κάποιες φορές οι γείτονες καλούσαν την αστυνομία. Είχαμε στο σπίτι κι αυτά τα μεγάλα ηχεία και τα βγάζαμε στη στέγη για να ακούγεται σε όλο τον δρόμο. Κάπως έτσι η μουσική έγινε η απόδρασή μου.
Έγινες διάσημος στη δεκαετία του ’80. Τι θυμάσαι από τότε;
Η δεκαετία του ’80 ήταν απίστευτα δημιουργική, γεμάτη έμπνευση. Δεν υπήρχαν πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και για να γίνεις γνωστός έπρεπε να είσαι πραγματικά καλός σε αυτό που έκανες ώστε να σε ακούσουν. Γι’ αυτό και οι καλλιτέχνες εκείνης της περιόδου είναι τόσο επιδραστικοί ακόμα και σήμερα. Προσωπικά είμαι πάντα έτοιμος να δοκιμάσω κάτι νέο, να επανεφεύρω τον εαυτό μου.
Πώς καταφέρνεις να παραμένεις περιζήτητος και relevant σε μια τόσο διαφορετική εποχή όπως αυτή που διανύουμε;
Δεν ζω στο παρελθόν, ούτε φοβάμαι το μέλλον. Δεν φοβάμαι επίσης να συναγωνιστώ τα νέα ταλέντα. Αντίθετα, πιστεύω ότι πρέπει να τα αγκαλιάζουμε, αυτό μας κρατάει αφυπνισμένους. Το παρελθόν είναι μια πολύ καλή βάση πάνω στην οποία συνεχίζεις να χτίζεις, ανανεώνοντας το «σπίτι» που έφτιαξες στο ξεκίνημά σου. Είμαι, λοιπόν, συνεχώς σε μια διαδικασία εξέλιξης του εαυτού μου. Όταν ακούω ανθρώπους να παραπονιούνται ότι έχουν αλλάξει πια τα πράγματα, ευχαριστώ τον Θεό που συμβαίνει. Μπορείς να φανταστείς να ακούς τα ίδια έξι τραγούδια τα τελευταία 80 χρόνια; Ξέρω ότι πολλοί το κάνουν, αλλά τα πάντα αλλάζουν και πρέπει να αλλάζουμε κι εμείς μαζί τους. Κατά τη γνώμη μου είναι σημαντικό να μην είσαι μοδάτος, αλλά μοντέρνος. Οι τάσεις έρχονται και φεύγουν, το στιλ μένει.
Εκτός από τη μουσική, αγαπάς και το γράψιμο. Μίλησέ μου για το βιβλίο σου I Don’t Take Requests.
Θα ξεκινήσω από τον τίτλο, που με περιγράφει ακριβώς. Πέρασα τη ζωή μου χωρίς να ακούσω ποτέ κανέναν να μου πει τι να κάνω. Από μικρός ήμουν έτσι, αντιδρούσα στις συμβουλές, κάτι που συνέχισα και ως DJ. Όταν μου ζητούσαν να παίξω κάτι συγκεκριμένο, δεν το έκανα, τους έλεγα ότι δεν είμαι jukebox. Σχετικά με το περιεχόμενο του βιβλίου, τώρα, το να γράφεις είναι σαν να βάζεις σε τάξη το παρελθόν σου. Συνειδητοποίησα λοιπόν κάποια στιγμή πόσα πράγματα από τα παλιά εξακολουθούν να με επηρεάζουν και πόσα άλλα δεν αντιμετώπισα ποτέ πραγματικά. Χρειάστηκα πολλή ψυχοθεραπεία για να μπορέσω να συνεχίσω, μου πήρε δυόμισι χρόνια για να το ολοκληρώσω, επειδή, κάθε φορά που ξεκινούσα να μιλάω για κάτι, εμφανίζονταν νέα θέματα τα οποία έπρεπε να διαχειριστώ.