Ανέκαθεν μου άρεσε ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Από τους 4 του Παπακαλιάτη και τον Καζαντζάκη του Σμαραγδή μέχρι τον Φάρο του Μαρκουλάκη και τον Άμλετ της Ευαγγελάτου, τον έχω παρακολουθήσει με θαυμασμό και σεβασμό μέσα στα χρόνια, θεωρώντας ότι είναι ένας ηθοποιός με περίσσιο ταλέντο και ταυτόχρονα ένας άνθρωπος ευφυής και απερίσπαστος στην τέχνη του. Και όμως, δεν είχε τύχει να τον συναντήσω. Το έκανα πρόσφατα με αφορμή τις τρεις θεατρικές παραστάσεις που σκηνοθετεί τη σεζόν η οποία μόλις ξεκινά, επιλέγοντας συνειδητά να απέχει από το θέατρο ως ηθοποιός, «για να επιθυμήσω ξανά να ανέβω στη σκηνή, να διψάσω λίγο», όπως μου είπε. Αυτή ήταν και η αφετηρία της κουβέντας μας, μ’ εμένα να του επισημαίνω -για να τον τσιγκλήσω- ότι τη συγκεκριμένη συνέντευξη τη δίνει ως σκηνοθέτης και όχι ως ηθοποιός. Και από την απάντησή του καταλαβαίνω ότι όντως τον τσίγκλησα: «Δεν αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως επαγγελματία σκηνοθέτη. Εννοώ ότι σκηνοθετώ επειδή κάτι με ταράζει και αισθάνομαι την ανάγκη να πω την ιστορία του. Θα μου πεις, και γιατί αυτό να σημαίνει ότι δεν είσαι επαγγελματίας; Επειδή είμαι ηθοποιός εδώ και 30 χρόνια, ενώ η σκηνοθεσία είναι πολύ πρόσφατη ιστορία. Μέχρι η επάρκειά μου να είναι τέτοια ώστε να νιώθω ότι μπορώ να την επικαλεστώ σαν τίτλο, δεν αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως επαγγελματία σκηνοθέτη. Είναι όλο υπό έρευνα. Μια έρευνα που κάνω και για τον εαυτό μου. Προσπαθώ να με καταλάβω. Να καταλάβω πώς να ζήσω και ποιος είμαι. Δεν ξέρω ακόμη».
Η θεατρική διασκευή της δανέζικης ταινίας Festen του Thomas Vinterberg είναι η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του για φέτος και νομίζω ότι δεν θα θυμίζει τίποτα που έχουμε δει έως τώρα. Πρόκειται για μια παράσταση συμμετοχική, που δεν ανεβαίνει μόνο στη σκηνή του θεάτρου Άλμα αλλά σε ολόκληρο το κτίριο, με τους χώρους του ενοποιημένους, ώστε να αποτελέσουν μια σάλα δεξιώσεων και τους θεατές να είναι «καλεσμένοι» στη γιορτή. Ως εκ τούτου, ανάλογα με τη διάθεσή τους, καλούνται να συνομιλήσουν με τους ηθοποιούς-οικοδεσπότες, να χορέψουν, να τραγουδήσουν για τα γενέθλια του μπαμπά (Γιώργος Ζιόβας) και να διασκεδάσουν μέχρι η πραγματικότητα να έρθει και να τους ταράξει. Τι τον παρακίνησε να καταπιαστεί με ένα τόσο ιδιαίτερο concept; αναρωτιέμαι. «Αυτή η ταινία καταδεικνύει πόσο έχουμε ανάγκη την ύπαρξη μαρτύρων προκειμένου να μιλήσουμε για πράγματα που μας πληγώνουν βαθιά. Κι εκεί υπάρχει κάτι που με συγκινεί έντονα ως καλλιτέχνη, γιατί κι εγώ χρειάζομαι μάρτυρες για να έρθω σε επαφή με τον εαυτό μου και να ομολογήσω αυτά που με πονάνε – γι’ αυτό έγινα ηθοποιός, γι’ αυτό πολλές φορές είμαι πιο αληθινός στη σκηνή απ’ ό,τι στη ζωή. Αυτό όμως δεν είναι ανάγκη μόνο των ηθοποιών, αλλά όλων των ανθρώπων. Λες στους φίλους σου μια ιστορία για να την ξορκίσεις, κάθεσαι απέναντι σε έναν επαγγελματία θεραπευτή για να σε ακούσει. Όλα είναι εκφάνσεις της ανάγκης μας να μοιραστούμε κάτι που μας πληγώνει, που μπορεί να μην το βλέπουμε καν μέχρι να το μοιραστούμε με κάποιον άλλον. Αυτή είναι και η ανάγκη του Κρίστιαν (Προμηθέας Αλειφερόπουλος): να μοιραστεί με τους καλεσμένους στο πάρτι το τραύμα του».