Το τέλος εκείνης της χρονιάς είχαν όλοι αυτοπραγµατωθεί και κανείς δεν είχε ανάγκη κανέναν. Μεγάλα πολιτιστικά ιδρύµατα και κοινωνικά αφυπνισµένοι ιδιώτες προσέφεραν εξ αποστάσεως σεµινάρια αυτοάµυνας, αυτοσχεδιασµού, πρώτων αυτοβοηθειών, δηµιουργικής αυθυπαρξίας, ενεργειακής αυτονοµίας, διαδικτυακής αυτοδιαφήµισης, αυτοβιογραφίας-αυτοπροσωπογραφίας, αυτοπαρηγορίας µέσω της ποίησης, έµφυλου αυτοπροσδιορισµού, ενδυνάµωσης του αυτοσεβασµού, οικιακής αυτοϊκανοποίησης και αυτοφυούς καλλιέργειας. Έτσι, είχαν όλοι µάθει να περνούν καλά µόνοι τους, περιστοιχιζόµενοι από αληθινά εξωτικά φυτά που δεν χρειάζονταν καν πότισµα.
Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, ήταν πανθοµολογουµένως ένα παράξενο γεγονός το ότι η Στελλίνα (32) και ο Στέλιος (38), άγνωστοι µέχρι προ ολίγων ωρών –αν και µε 56 κοινούς φίλους– είχαν περάσει την πρώτη νύχτα του νέου έτους µοιραζόµενοι το ίδιο κρεβάτι. Βεβαίως, πλάτη πλάτη, αλλά ακόµα και έτσι, µαζί. «Ήµασταν απλώς πολύ πιωµένοι για να πάρουµε τα πόδια µας», θα δικαιολογούνταν σε φίλους και ψυχοθεραπευτές όταν θα έβρισκαν το κουράγιο να µιλήσουν για ό,τι έγινε χθες – για κάτι τόσο µικροαστικό και τετριµµένο όσο ένας ύπνος µοιρασµένος.
Ήταν πράγµατι πιωµένοι; Λοιπόν, ήταν τόσο πιωµένοι που δεν είχαν καν το κουράγιο να πάθουν µια αξιοπρεπή κρίση πανικού, φρικαρισµένοι από το εφιαλτικό της περιστάσεως: µια γυναίκα και ένας άνδρας –αµφότεροι σε αναπαραγωγική ηλικία και ελευθέρας καταστάσεως– µόνοι και γυµνοί στο ίδιο δωµάτιο, κατόπιν µιας λυσιτελούς σαρκικής διεργασίας που είχε αρχίσει από τα µεσάνυχτα, µε όλα τα ενδεχόµενα να χάσκουν µπρος στα πόδια τους ορθάνοιχτα.
Γυµνοί; Η Στελλίνα κρυφοκοίταξε αθόρυβα κάτω από τα σκεπάσµατα. Γυµνοί. Θα ’χουµε δράµατα. Προσπάθησε να ανακαλέσει ένα ηδονικό ενσταντανέ της προηγούµενης βραδιάς, µα, όσο κι αν παιδεύτηκε, πάλι τον Νίκο σκέφτηκε. Πού να ’ναι τώρα; Να ’χει ξυπνήσει; Που να της κοπεί το χέρι, δεν θα επικοινωνήσει. Ο Στέλιος (Στέλιος;) δίπλα της άλλαξε πλευρό και µες στον ύπνο του έκανε κάτι το τροµερό: γυρίζοντας προς τη µεριά της, άπλωσε ασυναίσθητα το χέρι του στη µέση της. Εκείνη πάγωσε στη θέση της. Το δωµάτιο στροβιλιζόταν σε ταχύτητες ιλιγγιώδεις. Έπρεπε να ’χε κάνει εµετό πριν κοιµηθεί, µα δεν γινόταν µε τον τύπο µες στο σπίτι – ξεφτίλα µνηµειώδης. Σπίτι; Φακ. Στο δικό του σπίτι ήταν. Ξεχάστηκε η ηλίθια και κοιµήθηκε εκεί. «Κόκκινη σηµαία», θα έλεγαν οι φίλοι του, η γκόµενα είναι πιεστική. Τώρα θα ξυπνήσει αυτός και θα νοµίζει ότι θέλει τα παιδιά του. Αυτή. Που όλοι στη δουλειά την ψήφισαν και φέτος Υπεύθυνη Ελάτου. Αυτή που βγάζει περισσότερα απ’ αυτόν –κρίνοντας από το MALM κρεβάτι του– και έχει σαφώς βάλει τη ζωή της σε µια πιο Habitat τάξη από την πάρτη του. Εντάξει, δεν έχει φτάσει ακόµα στο Roche Bobois επίπεδο που θα ’θελε ιδανικά, µα όλα δείχνουν πως –ελλείψει άλλης προοπτικής– θα φτάσει αναγκαστικά. Μήπως να φύγει πριν αυτός ξυπνήσει και τον βρει δύο χρόνια µετά να αράζει µε τα αθλητικά στον µελλοντικό καναπέ της; «Cut πριν να ’ναι αργά», φωνάζει ο σκηνοθέτης. Ναι, τώρα σηκώνεται. Ζαλίζεται πολύ. Ξαναξαπλώνει. Σκατά. Δύο λεπτά ακόµα – έχει δύο λεπτά; Και τι θα πει µετά στους άλλους; Την είχαν βάλει να ορκιστεί ότι δεν θα κοιµηθεί ξανά σε ξένο σπίτι.
«Ούτε καν σε Γάλλους;» είχε φωνάξει απελπισµένη.
«Κυρίως σ’ αυτούς», είχαν διατάξει τσαντισµένοι.
Εντάξει. Για το σηµερινό δεν έπρεπε να της ξεφύγει λέξη.
«Αµάν πια µ’ αυτή την έξη!» είχε φωνάξει ένα µήνα πριν η Έλλη.
«Δεν το κάνω από απελπισία, από κούραση το κάνω», αντέτεινε εκείνη µια Κυριακή που είχε ξυπνήσει στην Κυψέλη.
«Μα δεν σε ξέρει ο άλλος, βρε πουλάκι µου, δίνεις λάθος εικόνα», νουθετούσε η Ρίτα.
«Επειδή µε παίρνει ο ύπνος µετά το σεξ;» ξέσπαγε εκείνη, αρνούµενη την ήττα.
«Επειδή σε παίρνει σπίτι τους», κατέληγε ο Άκης, που είχε βαρεθεί µ’ αυτή την ιστορία. Η αλήθεια είναι πως όταν της συνέβαινε αυτό είχε περάσει ήδη πέντε δωδεκάωρα στη γαµωεταιρεία. Ήταν, ούτως ειπείν, Παρασκευή, ηµέρα ακατάλληλη για περισυλλογή, πόσω δε µάλλον για φρονιµάδα. Όση ζωή είχε χάσει µέσα στην εβδοµάδα έπρεπε –τη βοηθεία αλκοόλ– να αναπληρωθεί. Όµως η κούραση ήταν κούραση και ποιος µπορούσε για πολύ να αντισταθεί;
«Για τον Θεό, απλώς µε παίρνει ο ύπνος, δεν τους αλλάζω τη διαρρύθµιση», αγανακτούσε η Στελλίνα.
Τότε κάποιος –συνήθως ο Αντώνης– την κοίταζε µε λύπηση, ξερόβηχε επιτιµητικά και έδινε στη συζήτηση την προσήκουσα σοβαρότητα: