Δίνουμε πολύ συχνά σημασία στην επιφάνεια, στο φαινόμενο, σε αυτό που μπορούμε απτά να αγγίξουμε, να βεβαιώσουμε διά της όρασης, ως επί το πλείστον. Ζούμε εποχές, όπου η όραση έχει γίνει ίσως η μοναδική αίσθηση που εμπιστευόμαστε. Αφού το είδαμε με τα μάτια μας, είναι βέβαιο ότι υπάρχει. Τι γίνεται όμως με όλα αυτά που δεν βλέπουμε; Δεν υπάρχουν; Ή πόσο σίγουροι είμαστε για την ικανότητά μας να βλέπουμε καθαρά, να κοιτάζουμε, να παρατηρούμε ή να βλέπουμε σε βάθος; Για την ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε αυτά που βλέπουμε ή να τα νοηματοδοτούμε.
Άραγε η όραση έχει μία διάσταση;
Όλα αυτά λαμβάνουν μέγιστες διαστάσεις όταν μιλάμε για τον έρωτα. Για το πρόσωπο που επιλέγουμε να ερωτευτούμε ή και για το τι καταλαβαίνουμε από αυτόν και φυσικά τι καταλαβαίνουμε από εμάς.
Ο Οιδίποδας, ο τραγικός ήρωας του Σοφοκλή, μετά από τη διάπραξη του ανοσιουργήματός του, το φόνο του πατέρα του, το γάμο με τη μητέρα του και τη δημιουργία παιδιών, τυφλώθηκε. Οδηγήθηκε σε μια πράξη που θεώρησε απαραίτητη όχι μόνον για τον εξαγνισμό των πράξεών του, αλλά και επειδή ήταν ήδη τυφλός και δεν το ήξερε. Νόμιζε ότι έβλεπε. Με τη βεβαιότητα της όρασης διέπραξε όσα διέπραξε.