Στέλιος Κουδουνάρης Μπάρμαν

«Μικρός έστηνα καυγάδες με τον αδερφό μου, για να αναγκάζω τη μητέρα μου να με παίρνει στο εργοστάσιο ρούχων όπου εργαζόταν. Αργότερα άνοιξε δικό της κατάστημα, στο οποίο είχα ενεργό ρόλο – πούλαγα ρούχα, έπαιρνα παραγγελίες… Η μόδα με γοήτευε. Εντούτοις, η πρώτη μου δουλειά ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Μόλις απολύθηκα από τον στρατό μετακόμισα από την Κύπρο στο Κιλκίς για σπουδές σχεδίου μόδας. Λόγω της έντονης σύγκρουσης που είχα με τον πατέρα μου, ο οποίος επ’ ουδενί ήθελε να γίνω σχεδιαστής, έπρεπε να γίνω οικονομικά ανεξάρτητος. Έτσι ξεκίνησα να δουλεύω τις καθημερινές σε καφετέρια ως σερβιτόρος και τα σαββατοκύριακα σε κλαμπ ως μπάρμαν. Τα πήγα περίφημα και μέσα σε ένα χρόνο έγινα υπεύθυνος του μαγαζιού. Ήταν αρχές του 2000 και θυμάμαι ότι υπήρχαν πελάτες οι οποίοι έρχονταν αποκλειστικά για μένα, με είχαν σαν δικό τους άνθρωπο. Παράλληλα, άρχισα να αρθρογραφώ σε μια τοπική εφημερίδα. Έγραφα για μόδα, στιλ, νυχτερινή διασκέδαση. Τα τρία χρόνια ως μπάρμαν ήταν σταθμός στη ζωή μου. Είναι ένα πόστο από το οποίο μπορείς να παρατηρήσεις καλύτερα την ανθρώπινη συμπεριφορά, γεγονός που με ξεκλείδωσε. Μέχρι τότε ήμουν εσωστρεφής, ό,τι ήταν εκτός της αισθητικής μου απορριπτόταν στο δευτερόλεπτο. Με το μπαρ έγινα αυτό που λέμε ‘και του σαλονιού και του λιμανιού’, κατέκτησα το χάρισμα της επικοινωνίας, πράγμα που με βοήθησε και με βοηθά ακόμα στην καριέρα μου ως σχεδιαστής. Πριν από λίγους μήνες κάναμε reunion στο Κιλκίς με παλιούς συμφοιτητές μου. Είδα όλους όσοι σύχναζαν στα μπαρ που δούλευα και ήταν σαν να μη πέρασε μια μέρα. Δεν θα έλεγα όχι να επιστρέψω κάποια στιγμή στην πρώτη μου δουλειά ή να ανοίξω δικό μου νυχτερινό χώρο. Όλα κάνουν τον κύκλο τους και φαντάζομαι ότι η σχέση μου με τη μόδα θα κάνει και αυτή τον δικό της. Ελπίζω, βέβαια, ότι θα αργήσει να συμβεί».