Κάπου θα την πετύχετε, δεν υπάρχει αμφιβολία. Οι μέρες ταιριάζουν πολύ στην ταινία Love Αctually με το all-star cast. Κι αν επιμένετε ότι την έχετε βαρεθεί, κάντε ένα τεστ στον εαυτό σας, μετρώντας χρόνο: πόσο μένει η ματιά σας στις σκηνές που έχουν αφήσει εποχή;
Δεν έχω σκοπό να το (ξανά)δω. Θέλω να πω ότι δεν είναι κάτι που θα συμπεριλάβω στο πρόγραμμα των ημερών, αν και το μόνο σίγουρο της φετινής –και κάθε– γιορτινής σεζόν είναι ότι οι προβολές του βρίσκονται προ των οθονών. Αν όμως τύχει να πέσω πάνω του, θα έχω φροντίσει να συνοδεύσω τις κλεφτές ματιές που θα ρίχνω every now and then με λίγο –ή περισσότερο– ζεστό mulled κόκκινο κρασί με αρκετά μπαχαρικά, αν όχι με ένα ποτήρι λευκό ή κόκκινο πόρτο – το οποίο προτιμώ με ένα μεσαίου μεγέθους παγάκι.
Έλεγα, λοιπόν, ότι δεν σκοπεύω να (ξανά)δω το Love Actually, την κλασική πλέον feel–good –αλλά και λίγο feel–bad σε κάποια σημεία, δεν συμφωνείτε;– rom–com ταινία, που σύμφωνα με κάποιους απλούς υπολογισμούς φέτος ενηλικιώνεται. Η επίσημη πρεμιέρα της έγινε στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2003 και συνοδεύτηκε από ανάμεικτες κριτικές. Ένας από τους αγαπημένους μου κριτικούς κινηματογράφου, ο A. O. Scott, έγραφε τότε στους New York Times: «Το Love Actually είναι ένα δυσκολοχώνευτο χριστουγεννιάτικο pudding από το βρετανικό παιχνιδιάρικο εργοστάσιο, το οποίο είναι υπεύθυνο για κάποια αρκετά εύγευστα κατασκευάσματα, όπως το Four Weddings and a Funeral, το Notting Hill και το Bridget Jones’s Diary». Όμως, actually, το διεθνές κοινό είχε αντίθετη άποψη. Ή, τουλάχιστον, αυτό συμπεραίνει κανείς από τους αριθμούς, καθώς η ταινία κατέγραψε 246 εκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο box office, ενώ την επόμενη χρονιά το DVD της –μέλη της Gen Z, μπορείτε να το Googlάρετε– εγκαταστάθηκε στο Νο 1 των ενοικιάσεων στα βρετανικά videoclubs.
Το Love Actually είναι η πρώτη ταινία όπου ο Richard Curtis, σεναριογράφος των τριών άλλων προαναφερόμενων ταινιών, κάθεται και στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Θυμάμαι τον γεννημένο στη Νέα Ζηλανδία Curtis, σε κάποια ανοιχτή συζήτηση, να εξηγεί ότι το Love Actually το εμπνεύστηκε από το Nashville (1975) και το Short Cuts (1993) του Robert Altman και ότι το πρώτο edit της ταινίας τού είχε φανεί ως «η τρίτη χειρότερη όλων των εποχών!».
