Την ονειρεύομαι αγκομαχώντας ανάμεσα στα πυρακτωμένα τσιμέντα της Αθήνας. Τη σκέφτομαι κολλημένη στον Κηφισό κι ενώ φουντώνω το air condition μέχρι να μην το αντέχω πια. Φέρνω στο μυαλό μου τα τζιτζίκια και τον απαλό παφλασμό των κυμάτων – οι μοναδικοί ήχοι που επιτρέπεται να ακούγονται στην ερημική παραλία. Το λαίμαργο και βιαστικό πρώτο «μπλουμ» στα κρυστάλλινα, ελαφρώς παγωμένα νερά. Τον ήχο από το αργό κολύμπι και τα μακροβούτια. Τον ήλιο που χορεύει στο βαθύ μπλε και τη γεύση από αλμυρό ροδάκινο πλυμένο στη θάλασσα.
Τον ύπνο με το βιβλίο ανοιγμένο πάνω στην κοιλιά και το ελαφρό απογευματινό αεράκι στα μάγουλα. Πάνω απ’ όλα αδημονώ για την απόλυτη ηρεμία που βρίσκω μόνο σε μία παραλία, στην οποία βρισκόμαστε αποκλειστικά ο άνθρωπός μου κι εγώ – άντε και κάνα δυο άλλοι «έξοριστοι», πάντα σε ασφαλή απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από την ερημική παραλία το καλοκαίρι. Το συνειδητοποιείς τη στιγμή που θα τη συναντήσει το βλέμμα σου, όταν σε υποδέχεται με τα προκλητικά, καταγάλανα νερά της. Τι κι αν έχεις λουστεί στον ιδρώτα λόγω πεζοπορίας μέσα στο λιοπύρι ή από τις ατελείωτες ώρες στο αυτοκίνητο. Τι κι αν έχεις κατακαεί σε ώμους και πλάτη και ξέρεις ότι το βράδυ θα υποφέρεις. Τι κι αν η άμμος τσουρουφλίζει σαν δαιμονισμένη. Τι κι αν πρέπει άμεσα να ξεφορτώσεις εξοπλισμό παραλίας, φαγητά, νερά, ψυγειάκια, αντηλιακά, φαρμακεία –απαραίτητα–, ψαροντούφεκα, διάφορα έντυπα και βιβλία, καρεκλάκια και ό,τι άλλο έχει ανάγκη ο καθένας. Η παραμικρή ταλαιπωρία ξεχνιέται με την πρώτη βουτιά. Η ξεκούραση έρχεται σε κύματα μαζί με το βλέμμα που πλανιέται ανάμεσα σε θάλασσα, ουρανό και βράχο.