O Dries van Noten, ως ένα από τα ιδρυτικά µέλη της κολεκτίβας Antwerp Six (µαζί µε την Ann Demeulemeester και τον Martin Margiela), που κατέκτησε το Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, από το ξεκίνηµα της καριέρας του συζητήθηκε για την έντονη επιθυµία που προκαλούν τα ρούχα του σε γυναίκες και άνδρες να τα φορέσουν, αλλά και για την «κανονικότητα» της δηµιουργικής του προσέγγισης.
Από την ίδρυση της εταιρείας του, στα µέσα της δεκαετίας του 1980, η πορεία του µπορεί να χαρακτηριστεί σαν µια περιπέτεια κατάκτησης ανεξερεύνητης γης, αφού επαναπροσδιόρισε µε µαεστρία την τέχνη του ενδύεσθαι και την έννοια της δηµιουργίας που περιφρονεί οτιδήποτε κατεστηµένο. Μέχρι σήµερα, αυτή είναι η φιλοσοφία στην οποία οφείλει την επιτυχία του ο οίκος που φέρει το όνοµά του. Με δεκάδες καταστήµατα ανά τον κόσµο, µόλις πρόσφατα γιόρτασε τα δέκα χρόνια από το άνοιγµα της µπουτίκ του στο Τόκιο, παράλληλα µε τα εγκαίνια της έκθεσης τέχνης µε τίτλο Interpretations στο Hara Museum, στην περιοχή Αογιάµα, που διήρκεσε µόλις τρεις ηµέρες.
Το ραντεβού µας είναι κλεισµένο για το πρωί, ωστόσο µε ενηµερώνουν έγκαιρα πως η συνέντευξη για τη Vogue Greece θα γίνει τελικά το µεσηµέρι. Έτσι, αρπάζω την ευκαιρία να απολαύσω µια πρωινή βόλτα µε τα πόδια στη δυτική πλευρά του λιµανιού της Αµβέρσας, όπου βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του οίκου. Εκεί, το φτερούγισµα των γλάρων εναλλάσσεται µε τις σειρήνες των εµπορικών πλοίων, σκηνικό πολύβουο και ζωηρό, αλλά τόσο ροµαντικό.
Φτάνω στο εξαώροφο κτίριο των 60.000 τ.µ. που στεγάζει τον Βέλγο δηµιουργό και την οµάδα του εδώ και δύο δεκαετίες.
Πρώην αποθήκη κρασιού, είναι εντυπωσιακό, γεµάτο γραφεία, έργα τέχνης, αντίκες, έπιπλα από όλο τον κόσµο, µεταξωτές κινέζικες ταπισερί και περιοδικά, σε απόλυτη αρµονία µεταξύ τους. Ο ήλιος που µπαίνει από τα µεγάλα παράθυρα της ανατολικής πλευράς κάνει τα πάντα να φαντάζουν µαγικά. Παντού αντανακλάται µε ακρίβεια το εκλεκτικό γούστο του σχεδιαστή.
Με οδηγούν στον προσωπικό του χώρο, όπου ένα µεγάλο ξύλινο τραπέζι είναι τοποθετηµένο ακριβώς στο κέντρο. ∆εξιά µου διακρίνω διάφορα βραβεία που έχει κερδίσει και στο πάτωµα στοίβες µε βιβλία. Ακριβώς απέναντι βρίσκεται το βαρύ και επιβλητικό γραφείο του, στολισµένο µε ένα βάζο µε το πιο όµορφο µπουκέτο που έχω δει. Όσο περιµένω, σκέφτοµαι ότι το πρώτο που θέλω να µάθω είναι πώς επέλεξε αυτό το κτίριο, κάτι που κάνω αµέσως µετά τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάσσουµε σε πολύ φιλικό κλίµα.
«Όταν ξεκίνησα, γύρω στο 1985, βρήκα έναν χώρο στο κέντρο της πόλης, σε ένα συγκρότηµα από τρία ενωµένα κτίρια µε 83 γραφεία, όπου εργάζονταν αρχιτέκτονες, άνθρωποι της µόδας, µουσικοί…» εξηγεί. «Ήταν τόσο φανταστικό όσο ακούγεται, αλλά συνάµα χαοτικό. Οι σκάλες της εισόδου και της εξόδου δεν επικοινωνούσαν µεταξύ τους, πράγµα που δηµιουργούσε κοµφούζιο όταν ήθελες να βρεις κάποιον συνεργάτη. Ήταν πραγµατική κόλαση, ιδίως επειδή η εταιρεία µεγάλωνε και αυξάνονταν οι απαιτήσεις. Αναζητώντας κάτι άλλο που θα µπορούσε να καλύψει τις ανάγκες µας, είδα αυτό το κτίριο και το διεκδίκησα χωρίς δεύτερη σκέψη, αφού πάντα µου άρεσε η ιδέα να έχω έναν µεγάλο και οργανωµένο χώρο, µε τον έναν όροφο για τη δηµιουργική οµάδα και από κάτω αποθήκες, εργαστήρια, υλικά, αρχείο – αν και το τελευταίο ήδη µεταφέρεται αλλού, αφού ούτε εδώ χωράµε πια», καταλήγει, προσθέτοντας: «Στην αρχή, βέβαια, ήταν µεγάλο κτίριο για µια µάλλον µικρή επιχείρηση».