συνέντευξη-η-σία-κοσιώνη-αποκλειστικ-142158
Τι σημαίνει να βρίσκεσαι στην πρώτη γραμμή της ενημέρωσης εν μέσω μιας τέτοιας κρίσης; Η Σία Κοσιώνη, παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του ΣΚΑΪ, μοιράζεται σκέψεις και συναισθήματα από το μέτωπο του κορονοϊού.

Η ενημέρωση, μιλώντας για δημοσιογραφία, μου ενέπνεε πάντα σεβασμό, ενίοτε και θαυμασμό. Την αντιμετωπίζω σαν ένα ιερό έδαφος, στο οποίο δεν με ευχαριστεί να πατάω ούτε συνηθίζω να το επισκέπτομαι πέρα από τα βασικά, αλλά νιώθω ευγνώμων και ασφαλής που υπάρχει, και που κάποιος άλλος αντ’ εμού κάνει τη σκληρή δουλειά.

Τους τελευταίους δύο μήνες έχω βουτήξει μέχρι τον λαιμό στο ίδιο έδαφος – ως δέκτης πληροφοριών. Ξεφυλλίζω εφημερίδες, διαβάζω διαγωνίως –που λέμε στη δουλειά μας– κάθε ανάρτηση στο ίντερνετ και παρακολουθώ με προσήλωση εκπομπές και δελτία. Ανησυχώ πολύ, όπως όλοι, και διαχειρίζομαι το στρες μου με το να παρακολουθώ εμμονικά τις εξελίξεις. Θα έλεγα ότι κρέμομαι από τα χείλη των ανθρώπων που διαδραματίζουν τον ρόλο του πομπού πληροφοριών. Πιάνω τον εαυτό μου να νιώθω ανακούφιση τα βράδια, 10 λεπτά πριν από τις οκτώ, όταν μπροστά μου εμφανίζεται αυτή η νέα γυναίκα, που μοιάζει οικεία και είναι γλυκιά, σοβαρή και χαμηλών τόνων, με καθαρό μπλε βλέμμα.

Η παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του ΣΚΑΪ, που την αποκαλούμε όλοι με το μικρό της όνομα, δεν με απειλεί, αντίθετα με ανακουφίζει. Σαν να στέκεται απέναντί μου ένας δικός μου άνθρωπος, αποφασισμένος να μου πει την αλήθεια χωρίς να το κάνει θέμα. Και καθώς οι μέρες περνούν και εξακολουθώ να είμαι κλεισμένη στο σπίτι και οι άνθρωποι της ενημέρωσης συνεχίζουν να είναι οι ήρωες της καθημερινότητάς μου, μου γεννήθηκε έντονα η επιθυμία να μιλήσω με τη Σία. Να μάθω τι σκέφτεται. Φοβάται; Στ’ αλήθεια ήθελα να μοιραστώ την ανησυχία μου μαζί της και να τη ρωτήσω σε δεύτερο πρόσωπο πότε, επιτέλους, θα ξαναεμφανιστεί στην οθόνη μου με πρώτο θέμα μια σύγκρουση στη Βουλή και όχι με αυτή την τόσο κοντινή μου απειλή.

Άμεση, ευγενική και -προς μεγάλη μου ανακούφιση- ευδιάθετη και γελαστή, δέχτηκε ευχαρίστως να κάνουμε αυτή την κουβέντα. «Θα βρω χρόνο», μου είπε. Έχοντας στο μυαλό μου μια λίστα-μαμούθ με ερωτήσεις, απορίες και αγωνίες, κάτω από τον γενικότερο τίτλο COVID-19, πήρα μια ανάσα και ξεκίνησα τη συζήτηση με τον πιο παιδαριώδη τρόπο: «Πώς κατέληξες να εκφωνείς το δελτίο;» τη ρώτησα, σαν να αλλάζω θέμα επιδεικτικά, πριν καν υπάρξει διάλογος. «Η ειλικρινής απάντηση είναι ότι δεν ξέρω. Ήρθε φυσικά. Μεγάλωνα θέλοντας να γίνω δημοσιογράφος, για να είμαι εκεί όταν γράφονται οι σελίδες της Ιστορίας. Το δελτίο ήρθε στην πορεία. Ούτε το κυνήγησα ούτε το περίμενα. Έτυχε. Όταν έτυχε όμως, έδωσα όλη μου τη δύναμη και την αφοσίωση».

Συνέντευξη: Η Σία Κοσιώνη αποκλειστικά στη Vogue Greece-1
©Yiorgos Kaplanidis
1/2
Native Share

Μαζί με την αφοσίωση, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, υπάρχει και μια άλλη ποιότητα πάντως. Το γεγονός ότι είναι η πιο προσιτή και ανθρώπινη anchorwoman κάπου οφείλεται. Αλήθεια, αντιλαμβάνεται αυτή τη διαφορά; «Άρχισα να λέω το δελτίο πριν από 14 χρόνια, στα 26 μου. Τι σταριλίκι και ντιβισμό να κουβαλάει ένα παιδί 26 ετών; Με αυτή την έννοια, ίσως έσπασα το καλούπι της απρόσιτης σταρ -anchorwoman – άσε που το έσπασαν και οι εποχές που ακολούθησαν. Το δικό μου μέλημα από την πρώτη στιγμή ήταν να μην ξεχνάω ποτέ, κάθε δευτερόλεπτο που περνάει στον αέρα, ότι απέναντί μου δεν έχω πρόβατα, αλλά νοήμονες πολίτες που μπορούν να σκέφτονται και να κρίνουν», απαντά.

Τον περασμένο Νοέμβριο ακούσαμε όλοι μια είδηση που νομίζαμε ότι δεν μας αφορούσε. Ένας νέος κορονοϊός είχε εμφανιστεί στη μακρινή μας Κίνα. Δεν ξέραμε καν τι είναι κορονοϊός. Μια περίεργη λέξη, κινεζική από κάθε άποψη στα αυτιά μας. Και η ίδια θυμάται τη μέρα που παρουσίασε αυτή την είδηση στο δελτίο: «Μου είχε κάνει εντύπωση. Ειλικρινά όμως, δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα σήμαινε λίγο καιρό αργότερα για τη δική μας ζωή. Στην αρχή ήταν μια περίεργη είδηση, ένα θέμα του εξωτερικού δελτίου που αφορούσε έναν λαό τόσο μακριά από μας. Δεν σας κρύβω επίσης ότι αυτό που έβλεπα να συμβαίνει με τις καραντίνες και τον αυστηρό περιορισμό των ανθρώπων στα σπίτια τους μου φαινόταν εξωπραγματικό, και επειδή μιλάμε για τη συγκεκριμένη χώρα, που δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις με τα ανθρώπινα δικαιώματα, το έβρισκα υπερβολικό, αυταρχικό και απάνθρωπο. Το καμπανάκι χτύπησε όταν ο ιός πέρασε τα σύνορα της Κίνας και πήγε στη Νότια Κορέα και στο Ιράν. Εκεί κατάλαβα ότι πλέον ήταν θέμα χρόνου». Σκέφτομαι ότι η κλιμάκωση των γεγονότων πρέπει να βιώνεται πολύ διαφορετικά από έναν άνθρωπο που έχει τον ρόλο του πομπού κακών ειδήσεων. Τι ισχύει στην πραγματικότητα;

«Παρακολουθώ τα γεγονότα με την ίδια ακριβώς αγωνία με την οποία τα παρακολουθούμε όλοι μας. Και εγώ, όπως όλοι, κρέμομαι από τα χείλη του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα κάθε απόγευμα, ενός ανθρώπου, παρεμπιπτόντως, ο οποίος απέδειξε περίτρανα ότι η ηπιότητα δεν είναι αντίθετη της στιβαρότητας. Η διαφορά είναι ότι εγώ επιπλέον τινάζομαι κάθε φορά που βλέπω στο κινητό μου μήνυμα από την ιατρική μας συντάκτρια, Λουίζα Κροντήρη. Επίσης, ότι δεν έχω επιλογή τι να κρατήσω και τι να αφήσω. Δεν μπορώ απλώς να πω “δεν αντέχω άλλο” και να κλείσω την τηλεόραση. Είμαι υποχρεωμένη να γνωρίζω τα πάντα, την κάθε λεπτομέρεια, την κάθε εξέλιξη και τον κάθε αριθμό που αφορά τα δεδομένα σε όλο τον κόσμο. Είμαι υποχρεωμένη να τα μεταδίδω και, συνεπώς, να εισπράττω όλο το αρνητικό τους φορτίο. Επιπλέον πρέπει, άσχετα από το πώς νιώθω, να τα μεταδώσω με έναν τρόπο που ούτε θα πανικοβάλλει ούτε θα προκαλεί εφησυχασμό. Το να σκέφτομαι την κάθε μου λέξη στον αέρα το έχω ξαναζήσει, ειδικά στην περίοδο της οικονομικής κρίσης. Τότε όμως είχε να κάνει με το αν θα έχουμε λεφτά να ζήσουμε. Τώρα έχει να κάνει με το αν θα ζήσουμε, σκέτο».

Καθώς αναφέρεται στον Σωτήρη Τσιόδρα, θυμάμαι την ημέρα που, ενώ μιλούσε, είχε έναν κόμπο στον λαιμό. Στην ίδια έχει συμβεί πρόσφατα κάτι αντίστοιχο; «Η αλήθεια είναι πως ναι, ένιωσα κάποιες στιγμές να λυγίζω. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις συνεντεύξεις μου με Έλληνες γιατρούς στη βόρεια Ιταλία, οι οποίοι περιέγραφαν στιγμές και καταστάσεις που υπερβαίνουν τον άνθρωπο. Είναι συγκλονιστικό, αν το σκεφτείς, να καλείται να αποφασίζει κάποιος για το ποιος θα ζήσει και ποιος όχι. Αυτή δεν είναι ανθρώπινη δουλειά. Είναι δουλειά του Θεού ή της φύσης, για όσους δεν πιστεύουν. Συγκινήθηκα επίσης πολύ με την καμπάνια που έκαναν Ιταλοί ηλικιωμένοι, μέσα από την οποία απηύθυναν έκκληση στους νέους, στα παιδιά και στα εγγόνια τους να μην τους αφήσουν να πεθάνουν. Για σκέψου… Εμείς κι εσείς. Εμείς και αυτοί. Το ότι ξαφνικά χωριστήκαμε σε νέους και γέρους, σε υγιείς και ευπαθείς, σε ικανούς και ανήμπορους, που οι μεν είναι προνομιούχοι και οι δε όχι, όλο αυτό με ενοχλεί δομικά και με εξοργίζει».

Εκτός από οργή, νιώθει και φόβο; Αυτόν τον ανθρώπινο και ακατέργαστο φόβο, ως μητέρα, ως κόρη, ως άνθρωπος; «Φοβάμαι όπως όλοι μας», απαντά και συνεχίζει (στον ενικό πλέον): «Δεν σου κρύβω ότι δεν το έχω χωνέψει. Κάθε πρωί που ξυπνάω, σκέφτομαι πως δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Κάθε, μα κάθε πρωί κάνω την ίδια σύντομη συζήτηση με τον εαυτό μου: είναι αλήθεια ή το ονειρεύτηκα; Είναι αλήθεια. Σήκω και πάλεψέ το. Φοβάμαι μην κολλήσω και γίνω μία από αυτούς τους, έστω και λίγους, νέους ανθρώπους που μπορεί να πεθάνουν από τον ιό. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να σκέφτομαι ότι δεν με νοιάζει για μένα, αλλά δεν πρέπει να επιτρέψω να μεγαλώσει το παιδί μου χωρίς μητέρα από μια απροσεξία μου. Φοβάμαι μην κολλήσω τους δικούς μου και φύγουν από ένα δικό μου λάθος. Αλλά και στην πιο light εκδοχή των φόβων μου, φοβάμαι μη χρειαστεί να μείνω 15-20 μέρες μακριά από την οικογένειά μου, από τον άντρα μου. Φοβάμαι ακόμη ότι, αν κολλήσω, θα χρειαστεί να λείψω για καιρό από τη δουλειά μου, τώρα που με έχει τόση ανάγκη».

Ακούγοντάς τη να μοιράζεται φωναχτά τους φόβους της, συνειδητοποιώ ότι το κλισέ «είμαστε όλοι ένα» που επικρατεί τον τελευταίο καιρό είναι αλήθεια. Από προσωπική άμυνα θέλω να περάσουμε σε κάτι ανάλαφρο. Τη ρωτάω αν αναπολεί την εποχή που τα κρίσιμα θέματα ήταν πολιτικά και παίρνω την απάντηση που φανταζόμουν: «Ω, ναι! Κάθε μέρα σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να τσακωνόμαστε ξανά για το πρώτο θέμα του δελτίου, γιατί δεν είναι απολύτως προφανές. Πόσο θα ήθελα να είναι μεγάλο θέμα ένας άγριος καβγάς στη Βουλή. Ναι, αυτή η συχνά χαζή και ανούσια καθημερινότητα μου λείπει. Τη θέλω πίσω».

Από την άλλη, νιώθει άραγε ποτέ–από επαγγελματική διαστροφή– την ικανοποίηση ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ενημέρωσης σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για την ανθρωπότητα; «Αυτό είναι στη φύση μου. Δεν γίνεται να μην είμαι εκεί. Δεν έχει να κάνει με το αν μου αρέσει ή όχι. Νιώθω να υπάρχω μέσα από μια τεράστια σφαίρα γεγονότων, στην οποία κατοι- κώ εδώ και πολλά χρόνια. Πάντως, έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι, όταν ξαναέρθουν οι εποχές που δεν θα υπάρχουν σοβαρές ειδήσεις, δεν θα γκρινιάξω, ούτε θα παραπονεθώ ότι βαριέμαι επειδή “δεν γίνεται τίποτα”».

Συνέντευξη: Η Σία Κοσιώνη αποκλειστικά στη Vogue Greece-2
©Yiorgos Kaplanidis
2/2
Native Share

Τελικά, φαίνεται ότι δεν υπάρχει κάποιος που να μην έχει μπει στη διαδικασία αναθεωρήσεων μέσα από αυτό που ζει σήμερα. Ακόμη και η Σία Κοσιώνη, που αναγκαστικά δεν βιώνει την εμπειρία του κατ’ οίκον περιορισμού, μοιάζει να κάνει τη δική της αυτοκριτική. Αλήθεια, θα ήθελε η οικογένειά της να ήταν από εκείνες που απλώς «μένουν σπίτι»; «Να σου πω την αλήθεια, είμαι μπερδεμένη. Από τη μια θα ήθελα να είμαστε κλεισμένοι στο σπίτι, όπως όλος ο κόσμος, και να μην πρέπει να ρισκάρουμε την υγεία μας. Από την άλλη, μας είναι αδιανόητο, και σ’ εμένα και στον άντρα μου, από το δικό του κρίσιμο πόστο, να μη βρισκόμαστε εκεί, στην πρώτη γραμμή, τώρα που συμβαίνει στη χώρα μας, στον κόσμο μας, στη γενιά μας κάτι τέτοιο». Από πού αντλεί δύναμη; Ποια είναι η ευχάριστη σκέψη της ημέρας; «Όταν βγάζω για ποδήλατο τον γιο μου, περπατάω και σκέφτομαι ότι μια μέρα όλα θα έχουν τελειώσει και θα του μιλώ για μια άγρια περίοδο που, μέσα στην ατυχία του να τη ζήσει, ήταν αρκετά τυχερός ώστε να μην τη θυμάται».

Με αφορμή αυτό, προσπαθώ να αποκρυσταλλώσω άποψη για το ποια είναι η γυναίκα πίσω από τον τηλεοπτικό ρόλο. Μοιράζομαι μαζί της αυτόν τον συλλογισμό και, καθώς είναι πάντα έτοιμη να απαντήσει, με τη σχολαστικότητα και την ακρίβεια που τη διακρίνει στο να δίνει πληροφορίες, αναφέρει αλήθειες που τη χαρακτηρίζουν: «Προτιμώ πάντα τον δύσκολο δρόμο. Δεν βρίσκω ησυχία μέσα μου ούτε έξω μου. Προσπαθώ πολύ να είμαι καλή σε όλα. Είμαι αυστηρή με τον εαυτό μου και επιεικής με τους γύρω μου. Δίνω πολλή αγάπη και θέλω να την παίρνω πίσω. Λατρεύω το ότι είμαι γυναίκα». Με αφοπλίζει η προθυμία της να πει αυτό που ισχύει, ακόμη και για τον εαυτό της. Αναρωτιέμαι αν αυτή η δεξιότητα είναι στο DNA της ή αν τη διδάχτηκε. Της την εμφύσησε, ίσως, κάποιος; Είχε μέντορες στη μέχρι τώρα πορεία της;

«Μέντορες με την έννοια του ανθρώπου που σε παίρνει από το χεράκι, όχι. Αλλά είχα συναδέλφους που πίστεψαν πολύ γρήγορα σ’ εμένα, με παραδέχθηκαν, μου έδωσαν ευκαιρίες και μου έδειξαν εμπιστοσύνη. Ένας από αυτούς είναι ο Αλέξης Παπαχελάς, η πρόσφατη περιπέτεια του οποίου με τον κορονοϊό με κράτησε ξάγρυπνη πολλά βράδια». Πριν την αποχαιρετήσω, τη ρωτάω –θεωρώντας την απολύτως κατάλληλη να απαντήσει– ποια θεωρεί ότι είναι τα όπλα των Ελλήνων στις μεγάλες κρίσεις. Με βεβαιότητα και ίσως με καμάρι απαντά: «Το ένστικτο της επιβίωσης. Έχουμε πολλά στραβά, αλλά είμαστε λαός σκληρός και σκληραγωγημένος από την ιστορία του. Είμαστε μαχητές και στα δύσκολα γινόμαστε μια γροθιά».

*Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Μαΐου της Vogue Greece.

Photographer: YiorgosKaplanidis @ThisIsNotAnotherAgency Makeup & Hair: Sophia Sarigiannidou @ ThisIsNotAnotherAgency.