Προσωπικά φέτος, τη χρονιά της λέξης «resilience», δεν προτίθεμαι να μεταβώ πουθενά και να προσπαθήσω τίποτα. Αυτό το φθινόπωρο αποφάσισα να μην μπω σε χειμερινή λειτουργία, να μη θέσω κανένα στόχο, να μην πάρω καμία σοβαρή απόφαση. Ούτως ή άλλως, η ζωή τελευταία φτύνει κατάμουτρα κάθε βεβαιότητα -όλων μας- για το άμεσο μέλλον. Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να βρω δικαιολογίες γι’ αυτή την ηθελημένη αδράνεια, μήπως πειστώ κι εγώ η ίδια ότι είναι εντάξει να μην πιεστώ να πάω παρακάτω, να μην κάνω καμία καινούρια αρχή – τουλάχιστον πριν καταλάβω σε βάθος τι μας συνέβη, τι μου συνέβη. Πού να μεταβώ αν δεν ξέρω πού είμαι τώρα;
Εδώ και ενάμιση χρόνο οι σταθερές μας κλονίζονται καθημερινά σε κάθε πρακτικό επίπεδο -υγείας, καθημερινότητας, επαγγελματικών, οικονομικών- και είναι αφελής όποιος πιστεύει ότι δεν έχουμε κλονιστεί εξίσου μέσα μας, ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις με τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Υπό το κράτος του πανικού φίλοι μάλωσαν ή χάθηκαν, σπίτια διαλύθηκαν ή φτιάχτηκαν ξαφνικά, πολλοί άλλαξαν τόπο κατοικίας προσωρινά και αποφάσισαν να μην επιστρέψουν, αρκετοί βρέθηκαν σε πένθος, ακόμα περισσότεροι σε βασανιστική μοναξιά. Είδαμε ανθρώπους γύρω μας να φτάνουν στα όριά τους και να αντιδρούν απρόβλεπτα. Και είναι σαν να γνωριστήκαμε μαζί τους και μαζί μας για πρώτη φορά.
Όλα τα μεγάλα γεγονότα που έχουμε υποστεί και που εξακολουθούμε να υφιστάμεθα αφενός μας διχάζουν αφετέρου μας φέρνουν αντιμέτωπους, προσωπικά και συλλογικά, με τα ίδια δύσκολα ερωτήματα: Ποιοι ήμασταν, ποιοι είμαστε τώρα, ποιους έχουμε γύρω μας, πώς θέλουμε να ζούμε στο εξής και με ποιους. Είναι σαν ο πλανήτης να μας ανάγκασε σε μια υπαρξιακή αναθεώρηση που αρχίζει από τη σχέση με τον εαυτό μας και φτάνει μέχρι αυτή με την κοινωνία, την πολιτεία, τη φύση και την πίστη. Ένας διαθλαστικός φακός που μας έφερε παραδόξως αντιμέτωπους με τον πραγματικό εαυτό μας και τη ζωή που είχαμε επιλέξει.