Αυτοβιογραφούμενη, η Joan Didion υπερασπίζεται το δικαίωμα όλων στη διαχείριση της απώλειας με όποιον τρόπο νομίζουν, ξεκινώντας με τους δικούς τους όρους μια νέα ζωή. Και αυτή είναι μια σπουδαία προσφορά.
Η δουλειά της Joan Didion ήταν πάντα αμφιλεγόμενη. Ενώ άπαντες αναγνώριζαν το ταλέντο στο γράψιμο, τη στιλιστική μοναδικότητα και την κινηματογραφική προσωπικότητά της, κάτι την εμπόδιζε για πολλά χρόνια να αναδειχθεί σε icon, δηλαδή σε αδιαφιλονίκητα εμβληματική περσόνα, από αυτές που τείνουμε να χαρακτηρίζουμε «ιερά τέρατα». Κάποιοι απέδιδαν την επιφύλαξή τους απέναντί της στον τρόπο που γράφει, τόσο στα δημοσιογραφικά κομμάτια όσο και στα βιβλία της. Τον έβρισκαν ψυχρό και ανεπίτρεπτα αποστασιοποιημένο. Άλλοι ήταν καχύποπτοι προς την ασαφή πολιτική της σκέψη, που ελισσόταν με αξιοθαύμαστη ευελιξία ανάμεσα στα στερεότυπα περί Δεξιάς και Αριστεράς, έτσι όπως μόνο ένα πραγματικά ελεύθερο πνεύμα μπορεί να κάνει. Με λίγα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι η Joan αντιστέκεται μια ζωή σθεναρά στην κατηγοριοποίηση. Και αυτό προκαλεί σύγχυση στους ανθρώπους. Αν είναι αυθεντικό, βέβαια, μοιραία καταλήγει στον θαυμασμό.
Ξεκινώντας την καριέρα της στη Vogue στα ’60s και συνεχίζοντας με μια πληθωρική γκάμα ερευνητικής δημοσιογραφίας, συγγραφής σεναρίων και λογοτεχνίας που καλύπτει από πολιτική και φαντασία μέχρι niche lifestyle, η Didion έκανε ό,τι έκανε χρησιμοποιώντας ένα βασικό εργαλείο: την αυτοβιογραφία. Ταξίδεψε, παρατήρησε, φαντάστηκε και ερμήνευσε τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του εαυτού της, και εκεί όπου άλλοι διέκριναν ναρκισσισμό και ομφαλοσκόπηση –εν μέρει μπορεί να είχαν δίκιο–, εκείνη έβλεπε μια ιδιοσυγκρασιακή μέθοδο που έδινε στην ίδια αναγνωρίσιμη ταυτότητα και στο έργο της αισθητική συνέπεια. Δεν πουλούσε τον εαυτό της, αλλά περιέγραφε τα πράγματα χωρίς ψευδαισθήσεις οικουμενικότητας και αντικειμενικής αυθεντίας. Σαν αφηγήτρια που τα ψεγάδια της υποκειμενικότητάς της αντισταθμίζονταν από την ευστροφία και τη γνησιότητά της. Χωρίς την αυτοβιογραφική παρατηρητικότητα της Didion, άλλωστε, δεν θα είχαμε σήμερα το White Album, μια σπάνια καταγραφή της τρελαμένης, μεταιχμιακής Αμερικής όπως αυτή αποτυπώθηκε στην Καλιφόρνια των ’60s και ’70s.
Τα χρόνια μετά το millennium έφεραν στην Joan Didion δύο τραγωδίες που δεν αξίζουν σε κανέναν, μαζί με μια καθυστερημένη αναγνώριση, που της άξιζε από την πρώτη στιγμή όσο σε ελάχιστους. Ο θάνατος του συζύγου της, John Gregory Dunne, και της κόρης τους, Quintana Roo Dunne, με διαφορά δύο ετών, δεν ήταν απλώς μια αβάσταχτη γνωριμία με την απώλεια, αλλά και μια απερίγραπτη δοκιμασία για το σώμα και το πνεύμα της. Απερίγραπτη, μέχρι που την περιέγραψε. Αν η κατάρα ενός αληθινού συγγραφέα είναι ότι δεν σταματά να καταγράφει και να αναλύει, η Joan Didion μετέτρεψε αυτό το άχθος σε δημιουργία, δίνοντάς μας το The Year of Magical Thinking μετά τον θάνατο του άντρα της και το Blue Nights λίγα χρόνια αφότου έχασε την κόρη της. Διαβάζοντάς τα, δεν είναι το δράμα και η ένταση του σοκ αυτά που αποκομίζει κανείς, αλλά η σε μεγάλο βαθμό ανεξιχνίαστη και μυστηριώδης φύση του πένθους, πέρα από τα γνώριμα χαρακτηριστικά του. Η Didion πραγματεύεται την εμπειρία της απώλειας, όχι από την πλευρά των μεγάλων συναισθημάτων που είναι εύκολο να περιγραφούν λόγω του όγκου τους, αλλά από την πλευρά της ανατριχιαστικά ήσυχης συντριβής. Και της απορίας. Και κάπως έτσι προσφέρει έναν ανεπανάληπτο οδηγό για τις περιοχές της θλίψης που συνήθως μένουν ασχολίαστες.