αλλαγή-πλεύσης-ή-trendy-καλοσύνη-153813
©Unsplash

Tα τελευταία χρόνια, η στροφή της ποπ κουλτούρας σε μια πιο ενδελεχή εξέταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φωταγώγησε, όπως αναμενόταν, και πολλές από τις άβολες αλήθειες του κινηματογράφου, τις οποίες μέχρι πρότινος οι περισσότεροι κάναμε ότι δεν βλέπαμε, με ένα σωρό ευφάνταστες δικαιολογίες. Όμως οι δικαιολογίες χρεοκόπησαν και το momentum του μοντέρνου αναθεωρητισμού, που πλέον πολιορκεί τόσους και τόσους τομείς της καθημερινότητάς μας, αποκάλυψε το προφανές. Σε ολόκληρο το εμπορικό του φάσμα, από τα γνωστά έως κλασικά αριστουργήματα (βλ. Breakfast at Tiffany’s) μέχρι το σύγχρονο mainstream, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο, ο κινηματογράφος ακολουθεί από καταβολής του ένα κακό παράδειγμα: των αθέμιτων, κοινωνικά νοσηρών διακρίσεων. Εύλογα ανθρώπινο, όμως αληθινά δυσάρεστο.

Η συνειδητοποίηση αυτή δεν ήταν εύκολη για κανέναν, όπως δεν είναι ποτέ εύκολο να διαπιστώσεις ότι κάτι που αγαπάς και σε διαμόρφωσε έχει μεγάλο, δομικό πρόβλημα. Όμως τα δείγματα της παθογένειας ήταν πάντα εκεί για όσους είχαν το κουράγιο να τα δουν. Στον κινηματoγράφο οι μειονότητες δεν υποεκπροσωπούνται απλώς, αλλά,ακόμη κι όταν εκπροσωπούνται, προσλαμβάνουν χαρακτήρα στερεοτυπικού συμπληρώματος, σαν το filler που γεμίζει αμήχανα κενά με έναν αναγνωρίσιμο και αναγνωρισμένο τρόπο: ο μαύρος κολλητός, η παχουλή φιλενάδα, ο μοδάτος γκέι-αξεσουάρ, ο εκκεντρικός Ασιάτης, ο αξιολύπητος ανάπηρος, οι φωνακλούδες, περιθωριακές τρανς. Ανεξαρτήτως πρόθεσης, δηλαδή, ο κινηματογράφος επιφύλασσε πάντα μονολιθική αντιμετώπιση στα πράγματα, περιγράφοντας τον κόσμο επί τη βάσει ενός δημοφιλούς κοινωνικού αφηγήματος που εξαιρεί τις ενδιάμεσες αποχρώσεις και τις γκρίζες ζώνες. Από ένα σημείο κι έπειτα, όμως, ο εξοβελισμός του Άλλου δεν εγείρει απλώς ζήτημα ισότητας και αντιπροσώπευσης, αλλά ρεαλισμού. Η ζωή δεν είναι τόσο απλοϊκή και άκαμπτη, και το σινεμά που την παρουσιάζει ως τέτοια μένει εξωφρενικά πίσω. Και προς τα πίσω σέρνει και τις αντιλήψεις όσων επηρεάζει.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Green Book (Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας 2019), που με φιλόδοξα αντιρατσιστικό ύφος επιχείρησε να συγκινήσει το κοινό –και ίσως να κάνει πολιτική δήλωση;– διηγούμενο μια ιστορία-γέφυρα του φυλετικού χάσματος. Το αποτέλεσμα του εγχειρήματος προκάλεσε θυμηδία, καθώς η ταινία δεν κατάφερε να αποφύγει την παγίδα της προσβλητικής επιδερμικότητας. Ο ρατσισμός των ’60s περιγράφηκε πιστά, η ομορφιά του ανθρωπισμού θριάμβευσε λαμπρά, αλλά στο τέλος –τι έκπληξη!– ο λευκός πρωταγωνιστής αναδείχθηκε σωτήρας του μαύρου συμπρωταγωνιστή του. Η μπαναλιτέ της ασυναίσθητης αυταρέσκειας.

Το πρόβλημα, ωστόσο, φάνηκε πως δεν εκτείνεται μόνο στο δημιουργικό κομμάτι του κινηματογράφου, αλλά και στον παρασκηνιακό κόσμο της βιομηχανίας. Το σκάνδαλο Weinstein και η ηθική σήψη που έφερε στην επιφάνεια κατέστησαν σαφές ότι δεν είναι μόνο ο καλλιτεχνικός προσανατολισμός του κινηματογράφου στρεβλός, αλλά και η κουλτούρα που τον διαπνέει, ως γενικότερο σύστημα εργασίας και παραγωγής έργου. Οι εγκληματικές διαδικασίες προσέγγισης, επιλογής και ανάδειξης ηθοποιών, οι μαφιόζικες πρακτικές που το σύστημα μετέρχεται για να καλύπτει τα αίσχη των ισχυρών παραγόντων του, αλλά και τα μικρότερα επιμέρους ζητήματα, όπως οι αναίτιες μισθολογικές και ηλικιακές διακρίσεις, συνθέτουν μια ζοφερή πραγματικότητα που μια ματιά στο εσωτερικό της αρκεί για να μη θέλεις να σχετίζεσαι μαζί της ούτε καν ως θεατής.

Με δεδομένα όλα αυτά, η πρόσφατη απόφαση της Ακαδημίας να θέσει αυστηρές ποιοτικές και ποσοτικές προδιαγραφές για τις ταινίες που φιλοδοξούν να είναι υποψήφιες στην κατηγορία Καλύτερης Ταινίας, προκειμένου να διασφαλίσει έτσι τη συμπερίληψη μειονοτικών ομάδων στα έργα και στην παραγωγή τους, δεν ακούγεται παράλογη. Είναι σίγουρα παρεμβατική και ενδεχομένως πατερναλιστική, όμως έχει αιτιολογικό υπόβαθρο και σαφές νόημα. Η δημιουργία είναι συλλογικό κατόρθωμα και ο κινηματογράφος απευθύνεται σε ένα ετερογενές πλήθος με πολλαπλές ταυτότητες, επομένως ο «εκδημοκρατισμός» του, η διευκόλυνση δηλαδή της πρόσβασης σ’ αυτόν, είναι η μόνη οδός για τη βιωσιμότητά του. Κι ένα σχέδιο σαν αυτό μπορεί να ξεκινήσει μόνο από πάνω προς τα κάτω, από έναν φορέα με κύρος και εξουσία, που έχει τη δύναμη να δελεάσει στούντιο και δημιουργούς να ακολουθήσουν την ανθρωπιστικά ιδωμένη πορεία προς το μέλλον.

Όμως ο ανθρωπισμός –ως πραγματικότητα που βιώνεται και όχι ως ευχή που εκστομίζεται γενικά κι αόριστα– δεν είναι θέμα αριθμών και ποσοστώσεων. Και όσοι ζούμε σε περιβάλλοντα απ’ όπου αυτός εκλείπει, διαπιστώνουμε καθημερινά ότι δεν αρκεί μια περισπούδαστη παραίνεση για να εκπολιτιστούν οι αρνητές της προόδου, ούτε βέβαια ο εύσχημος πειθαναγκασμός τους. Μια σεξιστική, ομοφοβική και ρατσιστική κουλτούρα, ριζωμένη σε τέτοια βάθη ώστε να γίνεται ευρέως αντιληπτή μόλις τα τελευταία χρόνια, δεν συνιστά μέγεθος που αλλάζει από τη μία μέρα στην άλλη, διά της επιβολής. Ίσα ίσα, η κανονιστική μεταρρύθμιση του κινηματογράφου ενδέχεται αφενός να παροπλίσει την τέχνη, στερώντας της την αυτονομία και τη δημιουργική ελευθερία της, αφετέρου να εξοργίσει το κοινό, κάνοντάς το να νιώσει χειραγωγούμενο.

Μόλις πριν από λίγους μήνες, η απόφαση του HBO Max να αφαιρέσει προσωρινά το Gone with the Wind από την πλατφόρμα του, θεωρώντας την απεικόνιση των δούλων ρατσιστική, προκάλεσε έντονο διάλογο σχετικά με την προσέγγιση της ιστορίας μέσα από την τέχνη. Ο ρατσισμός στην Αμερική του 19ου αιώνα ήταν μια αυτονόητη ιδεολογική και ταξική συνθήκη, με την κοινωνία δομημένη ακριβώς πάνω του. Ωστόσο, ακόμα και μια αυταπόδεικτα επονείδιστη αλήθεια μπορεί να αποδοθεί με πολλούς τρόπους από μια ταινία του 20ού αιώνα. Το ΗΒΟ έκρινε ότι ο ρόλος της Mammy (για τον οποίο η Hattie McDaniel κέρδισε και Όσκαρ) αποδόθηκε εξιδανικευμένα, με τη δουλεία να φαντάζει περισσότερο σαν εθελούσια αφοσίωση παρά ως μια βίαιη κατάσταση αδικίας και υπανάπτυξης. Ακόμη όμως κι αυτή η παραπλανητική απεικόνιση της δουλείας είναι ένα ιστορικό δεδομένο από μόνη της. Ένα κινηματογραφικό παράθυρο στην πρόσληψη του φυλετικού ζητήματος μέσα στα χρόνια. Τελικά, η ταινία επανήλθε πλαισιωμένη από μια επανορθωτική επεξήγηση της ιστορικής της βάσης, σε μια προσπάθεια να συμβιβαστεί το εμβληματικό έργο με την καθυστερημένη απολογία προς τους αδικημένους της ιστορίας.

Ίσως αυτό που έχει ανάγκη ο κινηματογράφος για να περάσει στο επόμενο στάδιο να μην είναι η αστυνόμευση, τα προκάτ καλούπια και οι αναδρομικές κατάρες, αλλά η ουσιαστική του διεύρυνση. Όχι κατ’ ανάγκην ένας μαύρος Τζέ- ιμς Μποντ ή γυναίκες Ghostbusters, αλλά πολλοί Black Panthers και κάμποσες Wonder Women. Συμπεριληπτικότητα δεν σημαίνει κούνημα δακτύλου και καταναγκαστική σύνθεση. Σημαίνει, κυρίως, ευκαιρίες σε όσους μέχρι στιγμής λειτουργούσαν ως οι τελευταίοι τροχοί της αμάξης, προκειμένου να γράψουν τις δικές τους ιστορίες, να μιλήσουν στον κόσμο με τους δικούς τους όρους και να οικοδομήσουν το κινηματογραφικό σύμπαν που τους αρμόζει. Οι αποσυνάγωγοι του σινεμά δεν θέλουν απλώς μια κάποια μερίδα σε μια βιομηχανία διαμορφωμένη από άλλους, αλλά το πρόσφορο έδαφος ώστε να φτιάξουν, επιτέλους, τη δική τους πίτα. Άλλωστε, η ισότητα με το ζόρι, και μάλιστα στα μέτρα των προνομιούχων, δεν είναι ακριβώς ισότητα, αλλά ένας μηχανισμός απαλοιφής τύψεων. Το να υποχρεωθεί ένας διάσημος σκηνοθέτης να προσλάβει μειονοτικούς ηθοποιούς στο cast του μπορεί όντως να αποδώσει θετικά αποτελέσματα υπέρ του πλουραλισμού, όμως δεν παύει να είναι μια διαδικασία που επιχειρεί να βάλει βοηθητικές ρόδες σε έναν συρμό εκτροχιασμένο. Ποιος θέλει να είναι κομμάτι αυτού του μοτίβου;

Πόσο καλό μπορεί να είναι ένα τέτοιο είδος τέχνης; Οι άνθρωποι εγείρουν μεγάλες αξιώσεις από τους θεσμούς που κατά κάποιον τρόπο υπερβαίνουν τα ανθρώπινα, κι ένας τέτοιος θεσμός είναι ο κινηματογράφος. Όσο υπερβατικός κι αν είναι όμως, από ανθρώπους απαρτίζεται. Ας κάνουμε λοιπόν και με αυτόν όση υπομονή κάνουμε με τους εαυτούς μας. Τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στην εξέλιξη και σε πολύ λίγο τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο.

Διαβάστε επίσης | Icons: Θα αντέξουν στον χρόνο τα σημερινά «είδωλα» με τους εκατομμύρια followers;