Tα τελευταία χρόνια, η στροφή της ποπ κουλτούρας σε μια πιο ενδελεχή εξέταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φωταγώγησε, όπως αναμενόταν, και πολλές από τις άβολες αλήθειες του κινηματογράφου, τις οποίες μέχρι πρότινος οι περισσότεροι κάναμε ότι δεν βλέπαμε, με ένα σωρό ευφάνταστες δικαιολογίες. Όμως οι δικαιολογίες χρεοκόπησαν και το momentum του μοντέρνου αναθεωρητισμού, που πλέον πολιορκεί τόσους και τόσους τομείς της καθημερινότητάς μας, αποκάλυψε το προφανές. Σε ολόκληρο το εμπορικό του φάσμα, από τα γνωστά έως κλασικά αριστουργήματα (βλ. Breakfast at Tiffany’s) μέχρι το σύγχρονο mainstream, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο, ο κινηματογράφος ακολουθεί από καταβολής του ένα κακό παράδειγμα: των αθέμιτων, κοινωνικά νοσηρών διακρίσεων. Εύλογα ανθρώπινο, όμως αληθινά δυσάρεστο.
Η συνειδητοποίηση αυτή δεν ήταν εύκολη για κανέναν, όπως δεν είναι ποτέ εύκολο να διαπιστώσεις ότι κάτι που αγαπάς και σε διαμόρφωσε έχει μεγάλο, δομικό πρόβλημα. Όμως τα δείγματα της παθογένειας ήταν πάντα εκεί για όσους είχαν το κουράγιο να τα δουν. Στον κινηματoγράφο οι μειονότητες δεν υποεκπροσωπούνται απλώς, αλλά,ακόμη κι όταν εκπροσωπούνται, προσλαμβάνουν χαρακτήρα στερεοτυπικού συμπληρώματος, σαν το filler που γεμίζει αμήχανα κενά με έναν αναγνωρίσιμο και αναγνωρισμένο τρόπο: ο μαύρος κολλητός, η παχουλή φιλενάδα, ο μοδάτος γκέι-αξεσουάρ, ο εκκεντρικός Ασιάτης, ο αξιολύπητος ανάπηρος, οι φωνακλούδες, περιθωριακές τρανς. Ανεξαρτήτως πρόθεσης, δηλαδή, ο κινηματογράφος επιφύλασσε πάντα μονολιθική αντιμετώπιση στα πράγματα, περιγράφοντας τον κόσμο επί τη βάσει ενός δημοφιλούς κοινωνικού αφηγήματος που εξαιρεί τις ενδιάμεσες αποχρώσεις και τις γκρίζες ζώνες. Από ένα σημείο κι έπειτα, όμως, ο εξοβελισμός του Άλλου δεν εγείρει απλώς ζήτημα ισότητας και αντιπροσώπευσης, αλλά ρεαλισμού. Η ζωή δεν είναι τόσο απλοϊκή και άκαμπτη, και το σινεμά που την παρουσιάζει ως τέτοια μένει εξωφρενικά πίσω. Και προς τα πίσω σέρνει και τις αντιλήψεις όσων επηρεάζει.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Green Book (Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας 2019), που με φιλόδοξα αντιρατσιστικό ύφος επιχείρησε να συγκινήσει το κοινό –και ίσως να κάνει πολιτική δήλωση;– διηγούμενο μια ιστορία-γέφυρα του φυλετικού χάσματος. Το αποτέλεσμα του εγχειρήματος προκάλεσε θυμηδία, καθώς η ταινία δεν κατάφερε να αποφύγει την παγίδα της προσβλητικής επιδερμικότητας. Ο ρατσισμός των ’60s περιγράφηκε πιστά, η ομορφιά του ανθρωπισμού θριάμβευσε λαμπρά, αλλά στο τέλος –τι έκπληξη!– ο λευκός πρωταγωνιστής αναδείχθηκε σωτήρας του μαύρου συμπρωταγωνιστή του. Η μπαναλιτέ της ασυναίσθητης αυταρέσκειας.
Το πρόβλημα, ωστόσο, φάνηκε πως δεν εκτείνεται μόνο στο δημιουργικό κομμάτι του κινηματογράφου, αλλά και στον παρασκηνιακό κόσμο της βιομηχανίας. Το σκάνδαλο Weinstein και η ηθική σήψη που έφερε στην επιφάνεια κατέστησαν σαφές ότι δεν είναι μόνο ο καλλιτεχνικός προσανατολισμός του κινηματογράφου στρεβλός, αλλά και η κουλτούρα που τον διαπνέει, ως γενικότερο σύστημα εργασίας και παραγωγής έργου. Οι εγκληματικές διαδικασίες προσέγγισης, επιλογής και ανάδειξης ηθοποιών, οι μαφιόζικες πρακτικές που το σύστημα μετέρχεται για να καλύπτει τα αίσχη των ισχυρών παραγόντων του, αλλά και τα μικρότερα επιμέρους ζητήματα, όπως οι αναίτιες μισθολογικές και ηλικιακές διακρίσεις, συνθέτουν μια ζοφερή πραγματικότητα που μια ματιά στο εσωτερικό της αρκεί για να μη θέλεις να σχετίζεσαι μαζί της ούτε καν ως θεατής.