«Η αλληλογραφία είναι ένα είδος ερωτικής σχέσης. . . Αλλά αν είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, θα αναγνωρίσουμε ότι η βασική απόλαυση της αλληλογραφίας βρίσκεται στην πλευρά του αποστολέα κι όχι σε εκείνη του παραλήπτη. Είναι η δική μας επιστολική περσόνα που ερωτευόμαστε και όχι αυτή του φίλου μας δι’ αλληλογραφίας», γράφει η Αμερικανίδα συγγραφέας και αρθρογράφος στο περιοδικό New Yorker Τζάνετ Μάλκολμ στο εμβληματικό έργο της «Ο δημοσιογράφος κι ο δολοφόνος».
Ψοφάω να διαβάζω επιστολές, ειδικά ερωτικές: του Σεφέρη στη Μαρώ («δεν έχω υπομονή σήμερα. Αισθάνομαι πατημένος σα χαλκομανία σε ένα τζάμι»), τις πορνογραφικές του Τζόις στη Νόρα Μπάρνακλ («Ησουν εσύ που γλίστρησες το χέρι σου μέσα στο παντελόνι μου και τράβηξες απαλά το πουκάμισό μου στην άκρη. Αγγιξες το μου με τα μακριά γαργαλητά σου δάχτυλα και σταδιακά το πήρες όλο, χοντρό και άκαμπτο όπως ήταν, στο χέρι σου και με κούμπωσες αργά μέχρι να χύσω με τα δάχτυλά σου, σκύβοντας όλη την ώρα από πάνω μου και με κοιτάζοντας με με τα ήσυχα άγια μάτια σου»), τις ντροπαλές του Ναμπόκοφ στη Βέρα («Γατούλα μου, χαρά μου, πόσο χαρούμενα σε αγαπώ σήμερα. Σε φιλώ, αλλά δεν θα πω που, δεν υπάρχουν λέξεις γι’ αυτό»).
Το έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι με έναν τρόπο η αλληλογραφία είναι μια μορφή ναρκισσισμού. Από μικρή τρελαινόμουν να γράφω γράμματα. Εχω κάποια από την εποχή που πήγαινα δημοτικό και νομίζω εκείνη την περίοδο με ενδιαφέρει περισσότερο να κάνω ωραία καλλιγραφικά γράμματα παρά να γοητεύσω τον παραλήπτη με το περιεχόμενο των επιστολών. Επειδή τα παιδικά επιστολόχαρτα δεν είχαν γραμμές, παρά μόνο κάποια σχέδια στην άκρη, τις περισσότερες φορές οι προτάσεις μου γέρνουν προς τα δεξιά και βυθίζονται σε ένα αχνό υδατογράφημα, συνήθως μια κοριτσίστικη φιγούρα. Στην υπογραφή μου το τελικό άλφα έχει πάντα μια ουρίτσα από την οποία ξεφυτρώνει ένα λουλούδι.
Στη συνέχεια τα γράμματα γίνονται φλογερά, ασταμάτητα, καταιγιστικά. Στις εφηβικές ερωτικές επιστολές δεν δίνω πλέον έμφαση στην καλλιγραφία, αλλά στο πάθος. Ετσι ο γραφικός χαρακτήρας είναι βιαστικός, αλλοπαρμένος, ίσα ίσα που διακρίνει ο αναγνώστης τι θέλω να πω, τέτοια είναι η παραφορά. Οσο πιο δυσανάγνωστη η γραφή, τόσο μεγαλύτερος ο έρωτας. Σχεδόν καθρεφτίζονται στο χαρτί τα αναψοκοκκινισμένα κόκκινα μάγουλα του 16χρονου εαυτού μου.
Την εποχή του Ιντερνετ υιοθετώ αμέσως την ηλεκτρονική αλληλογραφία. Τα fonts δεν με εμποδίζουν να εκφραστώ, δεν με λογοκρίνει η τεχνολογία: έχω γράψει εκατομμύρια (κυριολεκτώ) λέξεις σε μηνύματα, τσατς και email. Εχω κάνει το ίδιο και κατά παραγγελία για φίλους και φίλες, ενίοτε το κάνω ακόμη. «Τι να απαντήσω στο τάδε μήνυμα;», με ρωτούν συχνά. Ως Σιρανό ντε Μπερζεράκ σκαρφίζομαι απαντήσεις. Μέσα μου όμως αγχώνομαι ότι ο παραλήπτης ίσως με εντοπίσει ανάμεσα στις γραμμές. Ισως με «διαβάσει» σε μια απάντηση, εξυπνακίστικη, δακρύβρεχτη, στοχαστική. Δεν έχει συμβεί ποτέ.
Ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας έχει στο σπίτι του μία κούτα χάρτινη γεμάτη με επιστολές μου. Με παρακαλάει να πάω τις παραλάβω. Προτιμώ να μην δω τον εαυτό μου στα 19. Ισως ανακαλύψω ότι όλα αυτά που έγραφα και μου έδιναν την απόλαυση που περιγράφει η Μάλκολ, δεν αξίζουν-λογοτεχνική- δεκάρα. Από μια άποψη μπορεί να είναι και καλύτερο που τα ηλεκτρονικά μου γράμματα (μα 2000 λέξεις, 13.000 χαρακτήρες ερωτική επιστολή;) χάθηκαν για πάντα. Τα κατάπιαν τα κρυπτογραφημένα μηνύματα και τα χαμένα passwords.