the-x-file-η-πάλη-των-γενεών-στα-σόσιαλ-μίντια-256133

Στα εορταστικά τραπέζια όλοι οι έφηβοι ασχολούνταν με το ΤikΤok. Ηταν δύσκολο να απαλλοτριωθούν τα κινητά τους ακόμη και στη διάρκεια του μασήματος, αφού τα κορίτσια είχαν καταφέρει να σφηνώσουν τις συσκευές ανάμεσα στα ισχνά τους πόδια, στο σημείο ακριβώς που τελείωνε η κοντή φούστα, ενώ τα αγόρια χρησιμοποιούσαν υπερμεγέθη μανίκια-μπατζάκια ως αόρατους μανδύες. Στα σύντομα βιντεάκια της εφαρμογής ζει κι αναπνέει η Generation Z. Μαθαίνει και πειραματίζεται με συνταγές, αντιγράφει τάσεις κομμωτικής, γεννάει στιχουργικές ιδέες, εμπνέεται από χορευτικά βήματα, γελάει, συγκινείται, θυμώνει, πολιτικοποιείται.

Έχει πλάκα να παρατηρείς το χάσμα γενεών στα σόσιαλ μίντια. Αν κάποτε η μάχη ανάμεσα σε γονείς και παιδιά δινόταν σε επίπεδο Facebook-Snapchat, τώρα η υπεροχή του ΤikTok στις μικρές ηλικίες είναι συντριπτική. Οι μεγαλύτεροι επιδεικνύουν μηδενική ανοχή στην ταχεία εναλλαγή σαχλαμάρας-σοβαρότητας, σε αυτόν τον αχταρμά εικόνων που μπορεί να κυμαίνεται θεματολογικά από τον πόλεμο στην Ουκρανία μέχρι επίδειξη παρκούρ σε κεντρική πλατεία του Παρισιού ή μια φάρσα σε βάρος ταμία σούπερ μάρκετ στο Αλμπουρκέρκι. Στον αντίποδα οι νεότεροι πλήττουν θανάσιμα με τις αργόσυρτες αναλύσεις 500 λέξεων στο Φέισμπουκ, τις πολιτικές διενέξεις και τις επιθέσεις τρολς στο Twitter,  τον ψευτοεπαγγελματικό ναρκισσισμό στο LinkedIn ή τον καταιγισμό φιλτραρισμένων σέλφι που κρύβουν ρυτίδες και παχάκια στο Instagram. Προτιμούν το BeReal, που υπόσχεται σκηνοθετημένο ρεαλισμό και δήθεν αυθορμητισμό. Oι ίδιοι μιλούν μεταξύ τους ανταλλάσσοντας εικόνες, αφαιρετικά στιγμιότυπα και μηνύματα σε γκρίκλις, τραβούν τα φωνήεντα χάρη ευγένειας, λένε χυδαιότητες γραπτά αλλά ντρέπονται να κοιταχτούν στα μάτια όταν βρίσκονται αντιμέτωποι στην αληθινή ζωή.

Η ασυνεννοησία ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα είναι έκδηλη. Μόνο σε ένα σημείο ομονοούν: όταν-κατά το επιδόρπιο-η συζήτηση στράφηκε στο Screen Time. Τα πιτσιρίκια έβγαλαν τα κινητά τους κι άρχισαν να εκφωνούν πόσες ώρες περνούν στα σόσιαλ μίντια τη μέρα. Μιαμιση ώρα ήταν το λιγότερο («είχα πάρτι εκείνη τη μέρα, δεν ξέρω πώς έγινε αυτό») και πέντε το περισσότερο. Οταν ένας σαραντάρης αποφάσισε να κάνει το ίδιο, η συσκευή τον πρόδωσε: «9 ώρες και 30 λεπτά». «Ναι, αλλά εγώ το χρειάζομαι για τη δουλειά», απολογήθηκε κι όλοι κάγχασαν-με συμπόνοια κι αλληλεγγύη. Ο χρόνος μπροστά στην οθόνη συσπειρώνει γενιές και γεφυρώνει χάσματα.