Πριν λίγες μέρες κοιμήθηκα με τη Ρίτα. Ξύπνησα μέσα στη νύχτα γιατί είχε σκαρφαλώσει στο κρεβάτι και μου έγλειφε το χέρι, τρομοκρατημένη από τους κεραυνούς. Τη χάιδεψα, να ξέρει ότι είμαι εκεί, ότι είναι ασφαλής. Οτι παρόλο που είμαι απλώς η dogsitter, δεν είμαι δίπλα της μόνο στα πάρτι και τις χαρές για να την ταϊζω ξηρούς καρπούς στα μπαρ, αλλά και στα δύσκολα: στις βροντές και στα βεγγαλικά, όταν της επιτίθενται πιο μεγαλόσωμα σκυλιά, όταν τη βασανίζουν πιτσιρίκια και της θυμίζουν τα δύσκολα χρόνια της Αλεξανδρούπολης. Για τον προκάτοχό της τον Μπελά έχω κλάψει σπαρακτικά. Τη μέρα της ευθανασίας του, ένιωθα σαν να έχω χάσει δικό μου άνθρωπο. Ο επικήδειος που έγραψα μού βγήκε αυτόματα, σαν λυγμός.
Ο Ορτιπο είναι new entry στη ζωή μου, παρακολουθώ καθημερινά την εξέλιξή του, πώς έφτασε αεροπορικώς από τη Μαδρίτη και προσγειώθηκε στο κέντρο της Αθήνας, την πρόοδό του στο σχολείο (δις την εβδομάδα εκπαίδευση), τους τσακωμούς με το διαβητικό συγκάτοικό του, τον Νικέι,ο οποίος παίζει με το δωράκι που του έφερα από το LA. Η Ντέιζι ζει στο Κονέτικατ, είναι μαύρη αλλά και ρατσίστρια, έχει μπουφάν Barbour και μισεί τα ελάφια. Συχνά γαυγίζει στην οθόνη της τηλεόρασης ειδικά όταν παρακολουθεί ντοκιμαντέρ με ζώα. Ο Πίνο γεννήθηκε στην Ουκρανία, αλλά ζει στη Βοστώνη. Τον τελευταίο καιρό είναι ερωτευμένος και κοιμάται συνέχεια, μάλλον από καϋμό για το αντικείμενο του πόθου του.
Ο Αλεξέι μοιάζει με aristocat, αλλά είναι του δρόμου. Ζει μέσα σε μια διαρκή αντίφαση. Συμπεριφέρεται σαν σκύλος, αλλά είναι γάτα. Σουλατσάρει στα Ανάκτορα, παριστάνει τον σνομπ, αλλά ζητιανεύει ένα χάδι. Εχει ρώσικο, πριγκιπικό όνομα κι ελληνική, λιμανίσια ματσίλα. Με τη Μπουμπού είχα ανέκαθεν τεταμένες σχέσεις, αλλά ήξερα όλο το ιατρικό της ιστορικό όταν τελικά, πλήρης ημερών, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο. Η Μπέτι έφτασε τα 18 κι οδεύει για το βιβλίο Γκίνες. Ο Θουκιδίδης τρώει μαρουλόφυλλα τα καλοκαίρια και το χειμώνα πέφτει (παρά την κλιματική αλλαγή!) σε χειμερία νάρκη.
Τα κατοικίδια των φίλων μου είναι και λίγο δικά μου. Ξέρω τα σουσούμια τους. Υπήρξα άθλια ιδιοκτήτρια δύο σκυλιών και δύο χάμστερ. Ο Τεκίλα και η Μπλόφα με εγκατέλειψαν, τα τρωκτικά αλληλοφαγώθηκαν. Γι’ αυτό πλέον έχω αποφασίσει ότι θα υιοθετώ προσωρινά τα ζώα των άλλων. Θα τα κακομαθαίνω, θα τα κανακεύω, θα τα ταϊζω και θα τ΄αφήνω να ανεβαίνουν στα κρεβάτια, θα τα παίζω και θα τα χαϊδεύω μέχρι να λιώσουν. Θα μ αγαπούν και θα χοροπηδάνε γύρω μου σαν ελατήρια. Τις αρρώστιες και τις απώλειες όμως προτιμώ να τις κοιτάω από μια απόσταση ασφαλείας. Να γράφω δακρύβρεχτες νεκρολογίες και αφιερώματα ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας Ζώων, «να χαζεύω τις φωτογραφίες τους σε παλιές ευτυχισμένες στιγμές», χωρίς να σκίζεται η καρδιά μου από την οδύνη.