Τι σημαίνει μούσα; Η λέξη προϋποθέτει μια κτητική αντωνυμία. Μούσα ποιου; Η Τζέιν Μπίρκιν έχει εγγραφεί στην ποπ κουλτούρα ως μούσα πολλών: του Σερζ Γκενσμπουργκ, του Μάη του 1968, του οίκου Hermes. Μέσα από τις ταινίες της Ανιές Βαρντά, της κόρης της, Σαρλότ Γκενσμπουργκ και της νέας βιογραφίας της, όμως παρουσιάζεται πλέον ως αυθύπαρκτη προσωπικότητα, μια γυναίκα απελευθερωμένη από τον μύθο που άλλοι φιλοτέχνησαν για λογαριασμό της.
Η αντιφατική εικόνα της προκύπτει από το βιβλίο «It Girl: Η ζωή και η φήμη της Τζέιν Μπίρκιν» (It Girl: The Life and Legacy of Jane Birkin) της Μαρίσα Μέλτσερ που κυκλοφορεί στις 7 Οκτωβρίου από τον εκδοτικό οίκο Atria. Στην κριτική της στο New Yorker η Άναχιντ Νερσεσιάν, γνωστή από το βιβλίο της για τις «Ωδές του Κητς», γράφει με τρυφερότητα για το είδωλο του Μάη, αντιμετωπίζοντάς την περισσότερο σαν ένα θύμα κακοποιητικών ανδρών που απελευθέρωθηκε όταν τα νιάτα κι η ομορφιά της άρχισαν να υποχωρούν παρά σαν το αιώνιο σύμβολο της γαλλικής κομψότητας-αν και Βρετανίδα. «Ακόμη κι αν αποκαλύψουμε τα πάντα, δεν δείχνουμε και πολλά», λέει με ένα αινιγματικό χαμόγελο στο φακό της Ανιές Βαρντά («Jane B. par Agnès V»)η Μπίρκιν αφότου έχει αδειάσει το περιεχόμενο της ομώνυμης Hermes τσάντας της: μια μάσκαρα, ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, έναν ελβετικό σουγιά κλπ.
Η ιστορία είναι γνωστή. Ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Hermes, Ζαν Λουί Ντιμά, καθόταν δίπλα της σε μια πτήση της Air France κι εκείνη διαμαρτυρήθηκε ότι καμία τσάντα δεν είναι αρκετά μεγάλη και κομψή για να χωρέσει όσα θέλει να μεταφέρει καθημερινά. Το εμβληματικό της καλάθι δεν ήταν βολικό και τα υπάρχοντά της άρχισαν να χύνονται από μέσα. Εκείνη γονάτισε κι άρχισε να τα μαζεύει εκνευρισμένη. Στην παρατήρηση του Ντιμά ότι χρειάζεται μια άλλη τσάντα, του σχεδίασε στο πίσω μέρος μιας χάρτινης σακούλας για ναυτία ποια θα ήταν η ιδανική τσάντα. Εκείνος κράτησε το σχέδιο και ζήτησε από τον οίκο του να του δώσει σάρκα και οστά. Αυτή είναι η φωτογενής, λαμπερή πλευρά της. Διαβάζοντας όμως πίσω από τις γραμμές διακρίνουμε ένα νεαρό κορίτσι που γοητευόταν από μεγαλύτερους άνδρες, οι οποίοι συστηματικά την κακομεταχειρίζονταν κι αδιαφορούσαν για τα ταλέντα της: στη μουσική, στο τραγούδι, στην υποκριτική, στη μόδα.
Η μούσα του Σερζ Γκενσμπούργκ άξιζε χίλιες φορές περισσότερο από τον κακομούτσουνο, αλκοολικό τραγουδοποιό, που κάγχαζε με αυτοπεποίθηση κάθε φορά που τον έλεγαν «άσχημο». «Έκοψα τα μαλλιά μου αγορίστικα, φορούσα ανδρικά ρούχα. Ηθελα να ακούνε μόνο τη μουσική και τους στίχους. Ηταν φανταστικά», αφηγείτο για τα χρόνια που ερμήνευε τα τραγούδια της στο Μπατακλάν, στο γνωστό κλαμπ στο Παρίσι.
Η πιο συγκινητική ματιά της Νερσεσιάν έρχεται στο τέλος, μέσα από το ντοκιμαντέρ της κόρης της Τζέιν Μπίρκιν, Σαρλότ Γκενσμπουργκ. Σ’ αυτό, το «Jane by Charlotte», δεν υπάρχουν σταρ και είδωλα, μόνο μια κόρη που κυνηγά τη μαμά της από πίσω να την αποτυπώσει, να προλάβει να «παγώσει» τη μνήμη της προτού πεθάνει. «Είναι ένα κινηματογραφικό δοκίμιο για την ομορφιά, καθώς η Γκενσμπούρ χρησιμοποιεί την κάμερά της για να χαϊδέψει, να σφίξει και να περιποιηθεί το σώμα της Μπίρκιν. Στέκεται με το φακό της πάνω στα σκευρωμένα χέρια της, στο παιχνίδι του φωτός στα ζυγωματικά της, στα πόδια της μέσα στα αθλητικά Converse. Η Γκενσμπούρ κινηματογραφεί τη μητέρα της σαν να ήταν ένα μεσαιωνικό γλυπτό μιας λυπημένης αλλά λαμπερής αγίας, την οποία εξιδανικεύει ο χρόνος…Αυτή ήταν πάντα η ομορφιά της ή μάλλον αυτή ήταν πάντα προορισμένη να είναι».