Για τον Jun Takahashi και το brand του Undercover, η μόδα είναι ένας συνδυασμός δημιουργικής αναρχίας και ανατρεπτικής κομψότητας.
Η ευρωπαϊκή και αμερικανική μόδα δέχτηκαν τις μεγαλύτερες επιρροές στις αρχές του 20ού αιώνα από την Άπω Ανατολή, με ενδύματα όπως το γιαπωνέζικο κιμονό να αποτελούν έμπνευση για δημιουργίες που επέτρεπαν ελευθερία κίνησης, καλύπτοντας το σώμα με ευγένεια και ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα τον ερωτισμό. Κατά την περίοδο 1950-1960, η δομή του εν λόγω ενδύματος λειτούργησε ως έμπνευση για «αρχιτεκτονικά» ρούχα, εκτοξεύοντας τη φήμη σχεδιαστών όπως ο Cristobal Balenciaga. Οι ριζοσπαστικοί Ιάπωνες δημιουργοί Yohji Yamamoto, Rei Kawakubo, Hanae Mori και Ιssey Μiyake, που πρωτοεμφανίστηκαν στο Παρίσι γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’70, συνέβαλαν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, στην εξάπλωση του φαινομένου Japonism, που είχε επηρεάσει στις αρχές του 19ου αιώνα και το καλλιτεχνικό κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Στο πλαίσιο της μόδας, το Japonism έφερε αδιαμφισβήτητα καινούργια αισθητικά ερεθίσματα, αποτελώντας έναν αντικατοπτρισμό της εξέλιξης του ανατολικού τρόπου ένδυσης, και την οικειοποίησή του από τη Δύση ως ασφαλές μέσο απελευθέρωσης των φύλων, διεύρυνσης των πολιτισμικών ορίων και περιορισμού των ασφυκτικών κατά καιρούς τάσεων.
Ο σχεδιαστής Jun Takahashi από το Τόκιο, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του το 1990, αμέσως μετά τις σπουδές του στο Bunka Fashion College, ακολούθησε μια εντελώς διαφορετική πορεία από εκείνη που χάραξαν οι προκάτοχοι συμπατριώτες του, πολύ απλά γιατί έκανε το αντίστροφο. Όντας ακόμα φοιτητής, εστιάστηκε στην εποχή του, δημιουργώντας το brand Undercover, που μέχρι σήμερα αποτελεί εξαίσιο παράδειγμα μιας θαρραλέας προσέγγισης του ενδύεσθαι, εμπνευσμένη από τον δρόμο και την πανκ, για να καταλήξει στα μεγάλα σαλόνια, ενώνοντας με επιτυχία τις κουκκίδες μεταξύ mainstream και underground κουλτούρας. Ο δημιουργικός χάρτης του περιλαμβάνει στοιχεία διαφορετικών μορφών έκφρασης, καθώς και εντυπωσιακές συνεργασίες με «ιερά τέρατα» της τέχνης, όπως οι Markus Åkesson, Cindy Sherman, Michaël Borremans κ.ά., τους οποίους συχνά εντάσσει στις συλλογές του με διάφορους τρόπους.
Ο Takahashi, που στα νιάτα του ήταν frontman των Tokyo Sex Pistols –ερμήνευαν διασκευές του γνωστού βρετανικού συγκροτήματος– και εμπνεόταν από την –πρόσφατα εκλιπούσα– Vivienne Westwood, είναι πλέον πατέρας δύο παιδιών και σχεδιαστής με παγκόσμια επιρροή, χάρη στην αντικομφορμιστική αισθητική του. Τον περασμένο Οκτώβριο, και έπειτα από δύο χρόνια απουσίας από την Εβδομάδα Μόδας, επέστρεψε στο Παρίσι δείχνοντας την πιο ευαίσθητη, ίσως, συλλογή του μέχρι σήμερα. Λέω ίσως, γιατί είναι αλήθεια ότι το κοινό φεύγει βαθιά συγκινημένο από κάθε παρουσίασή του. Η επίδειξη, που αυτή τη φορά έλαβε χώρα στον κατάμεστο από κόσμο καθεδρικό ναό της avenue Georges V., ακροβατούσε μεταξύ καθωσπρεπισμού και αναρχίας. Αυτή, άλλωστε, είναι η συνταγή της επιτυχίας της Undercover, που στηρίζεται πάντα σε αντιθέσεις, οι οποίες όμως συνθέτουν μια ενιαία οντότητα.
Most Read Articles
Εκείνο το απόγευμα, ενώ περίμενα έξω το νεύμα των PR για να περάσω στα παρασκήνια, επικρατούσε πανικός. Μπαίνοντας μέσα μόλις μισή ώρα πριν από την έναρξη του σόου, είδα τα μοντέλα σχεδόν έτοιμα, όλες τους καλλονές, ντυμένες με ρούχα που εξέπεμπαν διάφορα συναισθήματα, περιλαμβανομένης της επιθυμίας του Jun να επιστρέψει στο Παρίσι. Τα μάτια τους έλαμπαν από «παγωμένα δάκρυα» στα μάγουλα, ενώ τα μαλλιά τους, στολισμένα με δύο πλεξούδες που από μακριά έμοιαζαν με κέρατα, γυάλιζαν από την μπριγιαντίνη. Η συλλογή περιλάμβανε κοστούμια, φορέματα και casual πανωφόρια φτιαγμένα από καμπαρντίνα, crêpe de Chine, μεταξωτή ζορζέτα και βαμβάκι, και έμοιαζαν «χαρακωμένα» από μια αιχμηρή λεπίδα, ενώ κάποια είχαν τυπωμένα μηνύματα – «Love», «Dream», «Angel», «Sweet». Στο κουαρτέτο των κοστουμιών σε τόνους γκρι, κόκκινου, lime και καφέ που άνοιξαν την παράσταση, οι χαρακιές ήταν φινιρισμένες με λευκή δαντέλα Chantilly και οι ντραπέ λεπτομέρειες άφηναν γυμνό το δέρμα. Μαύρα, κόκκινα και λευκά τριαντάφυλλα διακοσμούσαν ώμους, μπούστα, πέτα και ζώνες. Μέσα στον πολύ λίγο χρόνο που είχα, προσπάθησα να φωτογραφίσω όσα περισσότερα looks μπορούσα. Ήταν όλα μαγικά! Θα μπορούσαν να είναι ρούχα κάποιου άλλου οίκου σκέφτηκα, όπως η Chanel, και αποφάσισα να το πω στον Jun. Προς το παρόν τον αποχαιρέτησα, επιβεβαιώνοντας το ραντεβού μας για το επόμενο πρωί στο ξενοδοχείο όπου διέμενε. Φτάνοντας εκεί, με ενημέρωσαν πως είχε βγει για τρέξιμο. Μου έκανε εντύπωση που συνεχίζει να κάνει πράγματα που συνήθιζε 15 χρόνια πριν, όταν έτρεχε 10 με 15 χιλιόμετρα την ημέρα, νούμερο που όπως μου είχε πει αυξανόταν συνεχώς. Όταν επέστρεψε, του έδωσα θερμά συγχαρητήρια για την επιτυχία της προηγούμενης ημέρας. Η συλλογή του αποθεώθηκε –δικαίως– από το κοινό και τους δημοσιογράφους, και ο ίδιος έδειχνε ευχαριστημένος.
«Τι είδαμε χθες, λοιπόν;» τον ρωτώ. «Το σημείο εκκίνησης γι’ αυτή τη συλλογή ήταν η επιθυμία μου να δημιουργήσω καθημερινά ρούχα με μια απροσδόκητη ανατροπή», μου λέει. «Αυτή τη φορά τα κύρια χαρακτηριστικά των ρούχων είναι τα αιχμηρά κοψίματα και οι πολλαπλοί τρόποι να φορεθούν. Προσέγγιση που μπορεί να δίνει για ακόμα μία φορά πανκ αίσθηση, ωστόσο εκπέμπει και μια αβίαστη κομψότητα – είναι ρούχα που μπορούν να φορεθούν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν θα έλεγα πως είναι κάτι καινούργιο, αυτή είναι η πραγματική φύση της δουλειάς μου, που παραμένει σταθερή για περισσότερο από δύο δεκαετίες». Πράγματι, αυτό που έχει ορίσει εξαρχής την Undercover αισθητική είναι η ασάφεια. Ίσως επειδή ο Takahashi ίδρυσε το brand του τη στιγμή που η οικονομική φούσκα της Ιαπωνίας ήταν έτοιμη να σκάσει και γι’ αυτό οι δημιουργίες του αποκάλυπταν, πέραν της τόλμης και της εφευρετικότητας, μια «επισφάλεια». Στο αβέβαιο κλίμα που και σήμερα βιώνουμε, αυτός ο συνδυασμός αυτοπεποίθησης, ευθραυστότητας και χιούμορ είναι εξαιρετικά επίκαιρος. Τον ρωτώ για την εξέλιξή του από το 1990 μέχρι σήμερα.
«Ποτέ δεν είδα την εξέλιξή μου αποκλειστικά με βάση το Τόκιο. Έδειξα τη δουλειά μου στο Παρίσι, πεπεισμένος ότι ήταν ο φυσικός της χώρος», απαντά. «Εκεί ήταν που διαπίστωσα επίσης κάτι πολύ σημαντικό: την απουσία σεξουαλικότητας και φινέτσας στα ρούχα που έδειχνα στη χώρα μου. Αναγκάστηκα έτσι να επαναπροσδιορίσω την ταυτότητά μου, δουλεύοντας σκληρά. Έγινα πιο δεκτικός σε επιρροές, ώστε να δημιουργήσω νέα σχέδια που εντέλει αποτέλεσαν τη βάση της εξέλιξής μου. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει για να προχωρήσω στο επόμενο στάδιο, όχι μόνο της καριέρας, αλλά και της ζωής μου. Μιλώντας για την πελατεία μας, μπορώ να πω ότι πλέον είναι σταθερή, ειδικά οι άνδρες που αγοράζουν τα ρούχα μας με τον ίδιο ενθουσιασμό, σε αντίθεση με τις γυναίκες με τις οποίες η σχέση μας ολοένα και εξελίσσεται. Από τότε που ξεκινήσαμε να δείχνουμε τη δουλειά μας στο Παρίσι, η γυναίκεια συλλογή ωρίμασε, έγινε είδος πολυτελείας, με αποτέλεσμα να είναι ακόμα πιο ελκυστική σε εκείνους που μπορούν να την αποκτήσουν. Οι διαφορές σε σχέση με το ξεκίνημα αυτού του ταξιδιού είναι κάτι περισσότερο από εμφανείς», πιστεύει. Μιλώντας για την εικόνα ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, του ζητώ να αποσαφηνίσει τη διαφορά μεταξύ «ιαπωνικής» και «ευρωπαϊκής» κομψότητας και τι σημαίνει για τον ίδιο. «Οι Ιάπωνες δεν συνηθίζουμε να βγαίνουμε έξω ντυμένοι με κομψά ρούχα», εξηγεί. «Στα δικά μου μάτια η ιαπωνική μόδα είναι κάτι “ακατάστατο”. Όταν αναφέρομαι λοιπόν στην κομψότητα, τη διαχωρίζω σε δύο είδη: αυτήν που προκύπτει από την απλότητα κι εκείνη που απορρέει από τις επιλογές σε συνδυασμό με την προσωπικότητα του ατόμου. Το μυστικό της δικής μου κομψότητας, αυτής που δημιουργώ ως Jun, βασίζεται σε μια μείξη κομψών και άκομψων στοιχείων – αν βγάζει νόημα αυτό που λέω».
Επιστρέφοντας στη φετινή συλλογή του, παρατηρώ ότι κάποιες προτάσεις του για το ερχόμενο καλοκαίρι περιλαμβάνουν oversized Τ-shirts, τα οποία θυμίζουν τη συσχέτισή του με τους Sneaker Geeks, καθώς και με την ιδιοφυΐα πίσω από το brand A Bathing Ape, τον επίσης Ιάπωνα NIGO®, με τον οποίο ο Jun δημιούργησε τη θρυλική Nowhere στο Τόκιο – την μπουτίκ που ξεκίνησε το 1993 και έγινε η πρώτη βιτρίνα που φιλοξένησε τα ταλέντα των δύο δημιουργών. Έχω μπροστά μου μια φωτογραφία της ανεπιτήδευτης βιτρίνας της Nowhere, που δύο δεκαετίες αργότερα αποτελεί ξανά αφετηρία για το δεύτερο κύμα επιρροής της ιαπωνικής μόδας σε όλο τον κόσμο, εξίσου συγκινητική όσο μια τραβηγμένη στο Λονδίνο νεανική φωτογραφία του Jun με ντεκαπαρισμένα μαλλιά, να κάνει μορφασμούς στην κάμερα. Πράγματι, ο όρος «πανκ» περιλαμβάνεται στη φιλοσοφία της Undercover, από μόνος του όμως είναι περιοριστικός σε σχέση με το εύρος της σκοτεινά μαγευτικής, επαναστατικής και συχνά παράξενης φαντασίας του Takahashi. «Από παιδί εμπνέομαι από την πανκ κουλτούρα και από πράγματα απέναντι στο κατεστημένο», παραδέχεται. «Θέλω να πιστεύω πως αυτό είναι εμφανές στις δημιουργίες μου. Το να σχεδιάζω ρούχα είναι η πηγή από την οποία αντλώ ενέργεια για την ύπαρξή μου. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω, ανεξάρτητα από τις συνθήκες. Ως εκ τούτου, όλα όσα κατά καιρούς παρουσιάζω αντικατοπτρίζουν τον σκοπό για τον οποίο έχω γεννηθεί. Δεν με ενδιαφέρει η μαζική παραγωγή “αστικής” μόδας του δρόμου. Για μένα ορισμός του “street” είναι η δύναμη και η φρεσκάδα της νεολαίας, οι σκεϊτάδες της πόλης και οι νέοι που χορεύουν στα κλαμπ μέχρι την αυγή. Από αυτούς εμπνέομαι και θα εμπνέομαι για πάντα», τονίζει.
Ακούγοντάς τον, φέρνω στον νου μου την πρώτη συλλογή που παρουσίασε στην πασαρέλα το 1994, αποδίδοντας τα γνωστά basics ως ξεχωριστά στοιχεία, που με τη μέθοδο του layering κατέληγαν σε εξωπραγματικές σιλουέτες με περιγράμματα υψηλής ραπτικής. Μέσα στα χρόνια οι συλλογές Undercover εξελίχθηκαν, άφησαν πίσω τις πρωταρχικές τους εμμονές και κινήθηκαν προς άλλες, ευφάνταστες εξερευνήσεις της θηλυκότητας και του savoir faire. Όπως συνέβη με τους Rei Kawakubo και Junya Watanabe, και για τον Takahashi η κλασική οδός για τη δημιουργία ρούχων διαφοροποιήθηκε, καταλήγοντας σε ένα πραγματικά μοντέρνο αποτέλεσμα. Παρακολουθώντας κανείς τη διαδρομή του συναρπαστικού brand του, ανακαλύπτει το κινηματογραφικό εύρος του έργου του σχεδιαστή, με επαναλαμβανόμενα στοιχεία που εξερευνώνται μέσα από τις εποχές που αλλάζουν.
Με τον Jun γνωριστήκαμε πριν από πολλά χρόνια στο Παρίσι. Είχα νιώσει τότε ότι υπήρχε μια σύνδεση μεταξύ μας – ως δύο άνθρωποι που βρίσκονται σε μια συνεχή δημιουργική αναζήτηση και προσπαθούν να προσδιορίσουν, μέσα από την ύλη, το άυλο, το συναίσθημα, την πνευματική ολοκλήρωση. Θυμάμαι ακόμα ότι στην εκπνοή της δεκαετίας του 2000, σε μια γκαλερί στην περιοχή St Germain, ο Takahashi παρουσίαζε μια συλλογή από κούκλες που επινόησε και έραψε ο ίδιος στο χέρι και οι οποίες σύντομα έγιναν γνωστές ως Grace Dolls. Δεν έγινε ποτέ ξεκάθαρο εάν αυτά τα συναρπαστικά και κάπως τρομακτικά πλάσματα είναι εχθρικά ή φιλικά, πέραν του ότι ανήκουν σε μια μυστική οργάνωση που ονομάζεται «Gila». Με αφορμή αυτές, τον ρωτώ για το ανθρώπινο σώμα, όπως κάνω με όλους τους σχεδιαστές με τους οποίους συνομιλώ, επειδή με ενδιαφέρει η αντίληψή τους γύρω από αυτό. Γιατί, άραγε, προσπαθούμε να το επαναπροσδιορίσουμε αιώνες τώρα; «Εάν πράγματι υπάρχει ένας νέος τύπος ανθρώπινου σώματος, με ενδιαφέρει πολύ να σχεδιάσω ρούχα γι’ αυτό», μου λέει. «Όπως ξέρεις, οι κούκλες Grace έχουν τέσσερα χέρια, ενώ το σώμα τους είναι πολύ διαφορετικό από το δικό μας. Απολαμβάνω να τις φτιάχνω και να φαντάζομαι ρούχα γι’ αυτές, είναι κάτι διασκεδαστικό για μένα. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως δεν υπάρχει κάποιος σωματότυπος που να θεωρώ ιδανικό όταν σχεδιάζω. Γιατί, αν αυτά που φτιάχνω αγνοούν το Χ σώμα, μεγάλο μέρος τους θα καταλήξει στον κάδο των σκουπιδιών. Θέλω τα ρούχα μου να είναι πρακτικά και ρεαλιστικά».
Πριν τον αποχαιρετήσω, τον ρωτώ για τη σημασία τού να είναι κανείς ρομαντικός. «Στη δική μου περίπτωση νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με τη δειλία μου. Θα ήθελα να είμαι πολύ πιο τολμηρός», αποκαλύπτει. «Βρίσκομαι πολύ μακριά από το να χαρακτηριστώ αισιόδοξος. Ο ρομαντισμός είναι στο τέλος της ημέρας ο τρόπος για να βρω την ισορροπία μου σε αυτόν τον ανισόρροπο κόσμο. Ρομαντισμός για μένα είναι τα ρούχα που φτιάχνω, και σε αυτά εμπεριέχεται η ισορροπία που χρειάζομαι για να συνεχίσω», καταλήγει.