Όταν ο γαλλικός οίκος ανακοίνωσε πρόσφατα την παρουσίαση της συλλογής Cruise 2022 στην Ελλάδα, δεν ήταν λίγες οι αντιδράσεις και οι προσδοκίες που γεννήθηκαν. Για την Κλάρα και την αδερφή της Άγκη Πουλαντζά, όμως, το νέο ξύπνησε ιδιαίτερες μνήμες. «Αισθάνθηκα κάτι πολύ οικείο όταν άκουσα για το ντεφιλέ της Αθήνας», λέει η Άγκη Πουλαντζά, η οποία όπως και η Κλάρα, είχε κάνει μερικά από τα πρώτα παιδικά της βήματα στο πρώτο franchise κατάστημα Christian Dior στο κέντρο της πόλης.

Η ιστορία έχει ως εξής: η γιαγιά τους, Κλάρα Μιχαλοπούλου, είχε ξεκινήσει το κατάστημα Contessina το 1958 στην Αθήνα. Στην πορεία, στην επιχείρηση ενσωματώθηκε και η κόρη της – μητέρα της Άγκης και της Κλάρας – Έλκα Πουλαντζά. Κάποια στιγμή, η Contessina – με το πάντα υπέροχο αμπαλάζ – ήταν αποκλειστικός αντιπρόσωπος οίκων όπως Christian Dior, Emilio Pucci, Rodier, Thierry Mugler, Pierre Balmain, Givenchy και Guy Laroche. Μητέρα και κόρη, όμως, επιθυμούσαν κάτι παραπάνω. Η ιδέα τους ήταν να ανοίξουν ένα monobrand κατάστημα στην Αθήνα, και στο στόχαστρο τους έβαλαν τότε το ‘πετράδι του στέμματος’ των διεθνών συνεργασιών τους, Christian Dior. «Είμασταν γυναίκες του εμπορίου, είχαμε ένα δικός μας θάρρος, θέλαμε να διαφοροποιηθούμε. Είμασταν οι πρώτες που φέραμε μεγάλες αντιπροσωπείες του εξωτερικού στην Ελλάδα και θέλαμε να είμασταν και οι πρώτες που θα ανοίγαμε μπουτίκ», θυμάται σήμερα η Έλκα Πουλαντζά.
Μητέρα και κόρη ταξίδεψαν στο Παρίσι και μετέφεραν τη φιλόδοξη ιδέα τους σε στελέχη του οίκου. Οι συζητήσεις ξεκίνησαν και η γαλλική εταιρία ξεκίνησε τη δική της έρευνα γύρω από την ελληνική πρόταση. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις για τη σύναψη συμφωνίας ήταν η παρουσία στο κατάστημα των διαφορετικών συλλογών του οίκου – ρούχα, αξεσουάρ και είδη σπιτού, μεταξυ άλλων. Σύμφωνα με την Έλκα Πουλαντζά, ο γαλλικός οίκος εκείνη την εποχή δεν είχε κάποιο άλλο κατάστημα franchise, και έτσι οι Ελληνίδες επιχειρηματίες έλαβαν ένα είδους carte blanche. Η μπουτίκ Christian Dior άνοιξε στην οδό Κριεζώτου το 1971.
Γιατί επιλέχτηκε ο συγκεκριμένος οίκος; «Κοιτούσαμε διάφορους, όμως ο Dior ξεχώριζε με την ιστορία του και την τεράστια γκάμα εμπορευμάτων. Οι τιμές δεν μας φόβιζαν γιατί είχαμε ήδη υψηλό επίπεδο πελατών», συμπληρώνει η Έλκα Πουλαντζά.
Τα ταξίδια στο Παρίσι για παρουσιάσεις και παραγγελίες κομματιών από τις διάφορες συλλογές, ήταν συστηματικά. «Λόγω υψηλών δασμών, τα ρούχα πρετ-α-πορτέ έβγαιναν πολύ ακριβά. Προτείναμε, λοιπόν, να μας στέλνουν τα υλικά και πατρόν και να τα φτιάχνουμε στη δική μας παραγωγική μονάδα στην Αθήνα», συνεχίζει η Έλκα Πουλαντζά.
Η πρόταση έλαβε το πράσινο φως. Ένα άτομο του οίκου εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα μόνιμα στη Αθήνα, ενώ δύο ακόμα ταξίδευαν συνεχώς από και προς Αθήνα για ελέγχους ποιότητας, μεταξύ άλλων. Τα υλικά – υφάσματα, ετικέτες και κουμπιά, μεταξύ άλλων – ερχόντουσαν από το Παρίσι, ενώ στην Αθήνα γινόταν η ραφή.
«Ήταν ένα κατάστημα πολύ προοδευτικό σε σχέση με τα υλικά που χρησιμοποιήσαμε, τα έπιπλα ήταν από μαύρο πλέξιγκλάς, ενώ το ειδικό μαύρο πάτωμα ήταν πολύ εντυπωσιακό», θυμάται η Έλκα Πουλαντζά.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, ο οίκος που ο Christian Dior είχε ιδρύσει το 1946, πέρασε στα χέρια του Bernard Arnault. Ο Γάλλος επιχειρηματίας ξεκινούσε τότε την πορεία του στον χώρο της πολυτέλειας και ο οίκος Dior θα γινόταν η “σημαία” του. Η ομάδα του Arnault προχώρησε σε βασικές αλλαγές στα συμφωνητικά και τις προδιαγραφές, θέτοντας, μεταξύ άλλων, μια ρήτρα ψηλότερων τζίρων για τα franchise καταστήματα. Μετά από κάποιες σεζόν, οι Ελληνίδες επιχειρηματίες αποφάσισαν να μην ανανεώσουν τη σύμβαση τους με τον οίκο.

Η Contessina συνέχισε την πορεία της και βρίσκεται σήμερα στα χέρια της τρίτης γενιάς. Η Άγκη Πουλαντζά κινεί τα εμπορικά νήματα, ενώ η Κλάρα σχεδιάζει συλλογές και είναι επικεφαλής των δράσεων της ‘αδερφής’ εταιρίας, Contessina London, στο Λονδίνο. Στο δημιουργικό ρόστερ της τωρινής Contessina περιλαμβάνο
Τα τελευταία χρόνια, η Κλάρα Πουλαντζά, με προϋπηρεσία στο Cerruti, δημιουργεί για το οικογενειακό brand την χειροπο
«Τις θυμόμουν αυτές τις κλωστές από το ατελιέ μας. Είχαν καταπληκτικά χρώματα. Το κουτί το φύλαγα σαν τα μάτια μου, αλλά δεν έβλεπα τι μπορούσα να κάνω με αυτό», σημειώνει η σχεδιάστρια. «Όταν ξεκίνησα τα κοσμήματα, ανακάλυψα ότι είχαν τις σωστές προδιαγραφές και ήταν τεράστια η χαρά μου όταν είδα ότι μπορούσα να τις χρησιμοποιήσω».

Διαβάστε επίσης | H Vogue Greece αποκλειστικά στο backstage του Dior Cruise 2022 show στο Καλλιμάρμαρο