Haider Ackermann: Αινιγµατικός για τους άλλους, ονειροπόλος κατά τον ίδιο, αντιµετωπίζει τη µόδα ως µια συνεχή διαδικασία που δεν του επιτρέπει καν να απολαύσει την ολοκλήρωση µιας συλλογής του, αφού σκέφτεται το επόµενο project του.
Eίναι η δεύτερη φορά που επισκέπτοµαι τον χώρο του Haider Ackermann, ένα τυπικό διαµέρισµα της δεκαετίας του 1930, ψηλοτάβανο, µε κατάλευκους τοίχους και απέριττη διακόσµηση. Με καλωσορίζει ζεστά, προσκαλώντας µε να τον ακολουθήσω, ενώ κινείται µε ανάλαφρο βήµα, ευδιάθετος και προσηνής. Τον ευχαριστώ για την προθυµία που έδειξε να µιλήσει στη Vogue Greece, καθώς είναι γνωστό ότι διατηρεί µια ευγενική αλλά αποστασιοποιηµένη στάση προς τα Μέσα, γεγονός που έχει δηµιουργήσει ένα µυστήριο γύρω από το όνοµά του και γι’ αυτό του έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισµός «αινιγµατικός». Παραδέχεται ότι δεν αγαπά τη δηµοσιότητα. «Προτιµώ να κερδίζω τον σεβασµό µέσα από τη δουλειά µου. Θέλω όποιος φοράει τα ρούχα µου να αισθάνεται επιθυµητός, να νιώθει άνεση. Σήµερα, µε την ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων, τίθενται διάφορα ερωτήµατα, όπως: τι είναι τελικά πιο σηµαντικό, τα ρούχα από µόνα τους ή αυτός που τα φοράει; Ιδανικά θα ήθελα τα ρούχα µου να έχουν την προσοχή που τους αξίζει, γιατί ας µην ξεχνάµε ότι µπορεί να είµαι ο σχεδιαστής, το κεντρικό πρόσωπο του brand, έχω όµως πίσω µου µια οµάδα, είµαι ένα τίποτα χωρίς αυτούς. Μπορώ να παίξω τον ρόλο της βιτρίνας, αλλά έτσι, από µόνος µου, δεν το βρίσκω καθόλου συναρπαστικό. Πιστέψτε µε, η σχέση µε την οµάδα µου έχει πολύ µεγαλύτερο ενδιαφέρον από το τι κάνω στην προσωπική µου ζωή».
Μόλις δύο εικοσιτετράωρα µετά την τελευταία του επίδειξη, που στέφθηκε µε επιτυχία, αναρωτιέµαι πώς νιώθει. «Προσπαθώ να ανασυγκροτηθώ και να επικεντρωθώ σε αυτά που έχω να κάνω στη συνέχεια», απαντά. «Ξέρετε, µετά το τέλος µιας επίδειξης έρχεται κόσµος στα παρασκήνια για να µε συγχαρεί, είµαι περιτριγυρισµένος από γνωστούς και φίλους. Μισή ώρα αργότερα, ο χώρος αδειάζει και ξαφνικά αισθάνοµαι µοναξιά και αναρωτιέµαι τι ακριβώς συνέβη. Όλοι αυτοί οι µήνες σκληρής δουλειάς συµπυκνώνονται στα δέκα λεπτά που διαρκεί ένα σόου. Θα έλεγα ότι κατά κάποιον τρόπο η µόδα εµπεριέχει ένα περίεργο είδος βίας, γεγονός ωστόσο που προσωπικά µε βοηθά να προχωρήσω ένα βήµα παραπέρα».
Όµως, δεν αισθάνεται ικανοποιηµένος και πλήρης τη στιγµή της κορύφωσης της δηµιουργικής διαδικασίας που προηγείται; «Ω, όχι, ποτέ! Υπάρχει ένα αίσθηµα ικανοποίησης, αλλά ταυτόχρονα και µεγάλη κούραση όταν όλα τελειώνουν. Ανυποµονώ να ξεκινήσω το επόµενo project µου. Η µόδα, άλλωστε, είναι µια συνεχής διαδικασία χωρίς διακοπή. Μπορεί να είµαι µελαγχολικός ως άνθρωπος, αλλά δεν είµαι καθόλου νοσταλγικός σε σχέση µε τη δουλειά µου».
Most Read Articles
Ίσως αυτό να οφείλεται στις εµπειρίες που του πρόσφεραν οι συνεχείς µετακινήσεις της οικογένειάς του στα παιδικά του χρόνια, στις οποίες άλλωστε οφείλει και την πολυπολιτισµική του έµπνευση. Γεννηµένος στην Κολοµβία, έζησε στην Αιθιοπία, στο Τσαντ, στην Αλγερία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία… Απόφοιτος της Βασιλικής Ακαδηµίας Καλών Τεχνών της Αµβέρσας, παρουσίασε την πρώτη του συλλογή το 2003, αποκτώντας γρήγορα ορκισµένους θαυµαστές, όπως η Βρετανίδα ηθοποιός Tilda Swinton και ο πρωταγωνιστής της πολυβραβευµένης, ποιητικής ταινίας Call Μe by Your Name, Timothée Chalamet. Μία δεκαετία αργότερα, έχοντας προχωρήσει σε άλλες, ενδιαφέρουσες συνεργασίες, αποφάσισε να δοκιµάσει τις δυνάµεις του και στο ανδρικό ρούχο, βήµα που τον οδήγησε στις αρχές του 2017 στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του οίκου Berluti, όπου έµεινε για µόνο τρεις σεζόν.
Πώς, όµως, αποφάσισε να στραφεί στη µόδα ως µέσο έκφρασης, αφού είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για έναν καλλιτέχνη µε την πραγµατική έννοια του όρου; Εξοµολογείται ότι δεν πρόκειται για απόφαση, αλλά για µια φυσική εξέλιξη των εντυπωσιακών εικόνων που αφοµοίωσε στα παιδικά του χρόνια και κάποια στιγµή τον έκαναν να σκεφτεί ότι η µόδα θα τον έφερνε πιο κοντά στις γυναίκες, και µε αυτόν τον τρόπο θα τις καταλάβαινε περισσότερο. «Ακόµα δεν το έχω καταφέρει, αλλά προσπαθώ», λέει γελώντας και εξηγεί ότι η κατανόηση της γυναικείας ευαισθησίας και του τρόπου σκέψης είναι κάτι που προσπαθεί να αναλύσει µέσα από τη δουλειά του. «Με την οικογένειά µου ζήσαµε σε πολλές χώρες και το να γνωρίζω όλες αυτές τις διαφορετικές γλώσσες µε ώθησε να παρατηρώ τον κόσµο µέσα από ένα αποστασιοποιηµένο και ασφαλές πλαίσιο. Στην Αιθιοπία, για παράδειγµα, οι γυναίκες φορούσαν ένα είδος ρούχου που τυλιγόταν γύρω από το σώµα τους και τις έκανε να µοιάζουν ατελείωτες, σαν να ήθελαν να αγγίξουν τον ήλιο. Στην Αλγερία καλύπτονταν ολόκληρες από το τσαντόρ. Προσπαθούσα µε τη φαντασία µου να επιλύσω το µυστήριο του τι κρυβόταν κάτω από τα υφάσµατα, ποια ήταν η πραγµατική γυναίκα πίσω από αυτά».
Ωστόσο, δεν ήταν η µόδα το πρώτο του πάθος, αλλά ο χορός. «Αν µετανιώνω για κάτι, είναι που δεν έγινα χορευτής. Όταν ζούσαµε στην Αλγερία, η µεγαλύτερη αδελφή µου παρακολουθούσε µαθήµατα κλασικού χορού, στα οποία αναγκαστικά πήγαινα και εγώ, αφού η µητέρα µας εργαζόταν και δεν είχε κάποιον να µε προσέχει. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι µου άρεσε πολύ, είχα έµφυτο ταλέντο και απολάµβανα τον χρόνο µου εκεί. Όταν µετακοµίσαµε στην Ολλανδία, οι γονείς µου µε ρώτησαν αν ήθελα να συνεχίσω και, φυσικά, απάντησα θετικά. Όµως, όταν την πρώτη µέρα µπήκα στην αίθουσα και είδα µόνο ξανθά κορίτσια µε tutu, σοκαρίστηκα. Ήµουν το µόνο σκουρόχρωµο αγόρι και δεν µιλούσα καν τη γλώσσα. Έφυγα και δεν επέστρεψα ποτέ», θυµάται.
Ίσως να του λείπει ο χορός, όµως σίγουρα η µόδα κέρδισε από την παρουσία του στους κόλπους της. Το απέδειξε για άλλη µία φορά µε τη συλλογή του γι’ αυτό το καλοκαίρι, κυρίως µε τη δεξιοτεχνία µε την οποία πάντρεψε την ανδρική µε τη γυναικεία γκαρνταρόµπα, προτείνοντας µια επίκαιρη σιλουέτα µέσα από µια καινούργια ανάγνωση του παιχνιδιού των δύο φύλων. «Όταν δηµιουργούσα τη συλλογή, δεν είχα πρόθεση να αναδείξω µέσα από αυτήν επιµέρους έννοιες. Ήµουν απλώς ερωτευµένος, εξ ου και η µουσική επένδυση που επέλεξα για το σόου, ένα προσωπικό µήνυµα που ήθελα να στείλω σε κάποιον που καθόταν ανάµεσα στο πλήθος των καλεσµένων µου», εκµυστηρεύεται. Εκείνο το πρωί, από τα ηχεία της οβάλ αίθουσας του Palais de Tokyo ακουγόταν η βραχνή, ερωτική φωνή του Leonard Cohen, να ερµηνεύει το I’m Υour Μan, µια εξοµολόγηση ενός άνδρα µε ευαισθησίες, που αγκαλιάζει τη θηλυκότητά του µέσα από τον έρωτά του για µια γυναίκα η οποία του αποκαλύπτει την αρσενική της πλευρά.
«Με αυτή τη συλλογή θέλησα να ενθαρρύνω τις γυναίκες να διεκδικήσουν, να υπογραµµίσω τη δύναµή τους να πάρουν πίσω ό,τι τους ανήκει», τονίζει. Για τους περισσότερους αυτή λειτούργησε σαν ένα ηχηρό µήνυµα, καθώς, ενώ έδειχνε αρκετά χαλαρή και κατανοητή, έκρυβε τελικά πολύ περισσότερα. «Σίγουρα διέθετε µια δυαδικότητα, όµως θέλω να ξεκαθαρίσω ότι είναι οτιδήποτε άλλο παρά unisex», τονίζει. «Φυσικά ένας σχεδιαστής µπορεί να παίζει µε το θηλυκό και το αρσενικό. Όµως, µπορεί να ανταλλάσσουµε µεταξύ µας ρούχα, αλλά όχι φύλα. Ο δανεισµός από την γκαρνταρόµπα του άλλου είναι κάτι βαθιά συναισθηµατικό και εµπεριέχει ερωτισµό, αφού µπλέκει τις αισθήσεις – την αφή καθώς τα αγγίζεις, την όσφρηση που σου θυµίζει όλη µέρα τη µυρωδιά του αγαπηµένου σου. Αυτή η ανταλλαγή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν, για παράδειγµα, µια γυναίκα ρίχνει στους ώµους της ένα ανδρικό σακάκι – αυτόµατα µοιάζει εύθραυστη και ταυτόχρονα δυνατή. Μιλάµε για συναισθήµατα που ξυπνούν µέσα από τους ρόλους που µας δίνουν τα ίδια τα ρούχα. Γεννώνται ερωτήµατα για την ίδια τη ζωή και τις ευαισθησίες µας».
Αναπόφευκτα η συζήτηση έρχεται στον ερωτισµό που αποπνέουν οι δηµιουργίες του, όπως σµιλεύουν το σώµα ή αφήνουν ακάλυπτα κάποια σηµεία, αν και το κάνει µε κάποια αυστηρότητα. Έχει διαφορετική άποψη. «Η προσέγγισή µου είναι κάπως πιο αισθησιακή, σαν ένα είδος αποπλάνησης ίσως. Μου αρέσει αυτό το παιχνίδι, αγαπώ τα πάντα που περιβάλλουν µια τέτοια κατάσταση, αλλά όχι κατ’ ανάγκη την ίδια τη λέξη “σεξ”. Για µένα σηµασία έχει η λεπτοµέρεια που θα ξυπνήσει την επιθυµία – ο γυµνός λαιµός, µια χειρονοµία, ο τρόπος που ανεµίζει ένα ρούχο µε την κίνηση. Από µόνο του το σώµα δεν θα µε εµπνεύσει να δηµιουργήσω. Επίσης, στο λεξιλόγιό µου δεν υπάρχει η λέξη “χυδαιότητα”, γιατί τίποτα δεν είναι χυδαίο. Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο που τα προβάλλουµε».
Θεωρεί ότι η δοµή ενός ρούχου αποκαλύπτει µια συγκεκριµένη στάση ζωής. «Είναι σηµαντικό να διανύουµε τη ζωή µε ήθος, γιατί χωρίς αυτό θα χαθούµε», πιστεύει. Υπάρχει ηθική στη µόδα; αναρωτιέµαι. «Φυσικά και υπάρχει, αλλά δεν νοµίζω ότι οι σχεδιαστές οφείλουν να µεταδίδουν τέτοιου είδους µηνύµατα. ∆εν είναι αυτός ο ρόλος τους, αν και οι κοινωνικές εξελίξεις αντικατοπτρίζονται στις συλλογές που δηµιουργούµε. Έχω την άποψη ότι κάθε σχεδιαστής πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός πριν αποφασίσει να σχολιάσει την επικαιρότητα µέσα από τη δουλειά του».
Τον ρωτώ για το σώμα και τη διαρκή προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του μέσα από τα ρούχα ή ακόμα και τις αισθητικές επεμβάσεις. Τι κρύβεται, αλήθεια, πίσω από αυτή μας την ανάγκη; «Μπορούμε να κάνουμε τα πάντα για το σώμα μας σήμερα, και αυτό αποτελεί μια συνεχή και ουσιαστική πρόκληση για εξέλιξη. Αν κοιτάξουμε στο πρόσφατο παρελθόν και δούμε ανάλογες προσπάθειες μετάλλαξης, όπως για παράδειγμα μέσα από το έργο της performer ORLAN [σ.σ. εκπροσώπου της «σαρκικής τέχνης», ενός είδους γλυπτικής σώματος με πλαστικές επεμβάσεις και στόχο τον κοινωνικό σχολιασμό], θα δούμε ότι η προσέγγιση ήταν καλλιτεχνική. Σήμερα πρόκειται περισσότερο για ματαιοδοξία. Αν μια τέτοια επέμβαση βοηθά στη συναισθηματική σταθερότητα κάποιου, ας την κάνει, γιατί όχι; Όμως πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχει μέτρο, γιατί η ταυτότητα και η ατομικότητα είναι τα δύο σημαντικότερα χαρακτηριστικά στην εποχή μας. Όλες οι καινούργιες δυνατότητες ανοίγουν τους ορίζοντες προς έναν νέο κόσμο, με ανθρώπους που αμφισβητούν τον εαυτό τους πολύ περισσότερο από ό,τι εμείς στην ηλικία τους. Η νέα γενιά δεν είναι μια χαμένη γενιά. Τους νέους τούς ενδιαφέρει η αναζήτηση της ταυτότητάς τους πολύ περισσότερο από ό,τι εμάς. Πλέον τα όρια έχουν καταργηθεί, μπορεί κανείς να επιλέξει ποιος θέλει να είναι».
Η ταυτότητα, η συνέπεια, η σοβαρότητα και η ποιότητα είναι σαφέστατοι παράγοντες διαχρονικότητας στη μόδα, ιδιαίτερα στην εποχή μας με την πληθώρα προϊόντων, πολλά από τα οποία είναι άχρηστα ή περιττά. Οι δύο προηγούμενες δεκαετίες ήταν καταλυτικές στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε η βιομηχανία για να πάρει τη σημερινή της μορφή, αφού τότε οι περισσότεροι από τους νέους σχεδιαστές προσχώρησαν σε μεγάλες εταιρείες, προκειμένου να επιβιώσουν στον χώρο. To 2005, o Ackermann υπέγραψε ένα τέτοιο συμβόλαιο με τη βελγική BVBA 32, που αποτελούσε ήδη στέγη για τους Ann Demeulemeester και Thimister, ενώ ταυτόχρονα εγκαινίασε το ατελιέ του στο Παρίσι. Τον ρωτώ για τις θυσίες που ενδεχομένως έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια. «Δεν θυσίασα τίποτα. Είμαι ονειροπόλος από τη φύση μου, αλλά, αν τα όνειρα δεν γίνονται πραγματικότητα, δεν έχουν καμία αξία. Πολλές φορές, όταν κάνω βόλτα το βράδυ, φαντάζομαι την επόμενη επίδειξή μου. Η επιχείρησή μου είναι το διαβατήριο που μου επιτρέπει να ονειροπολώ. Στο τέλος της ημέρας, ένα ρούχο που έχω ονειρευτεί πρέπει να το φτιάξω και μετά να πουληθεί και να φορεθεί. Δεν ξέρω αν αυτό είναι θυσία. Το σίγουρο είναι ότι η διαδικασία είναι όμορφη και μέσα από αυτήν ανακαλύπτω τα όριά μου», ομολογεί. Πόσο εύκολο είναι να παραμείνει πιστός στο όραμά του και, κυρίως, επίκαιρος, τη στιγμή που η άποψή του για τη σύγχρονη γυναίκα παραμένει σχεδόν ίδια, με ανεπαίσθητες αλλαγές κάθε σεζόν; Γιατί, πράγματι, αυτό που κάνει τα ρούχα του ξεχωριστά είναι ότι δεν δίνουν καθόλου την αίσθηση του εφήμερου. Αντίθετα, μπορεί κάποιος να επενδύσει στη διαχρονικότητά τους. «Ελπίζω να μην προκαλώ πλήξη», λέει γελώντας δυνατά. «Απλώς, μου αρέσει να υπάρχει μια συνέχεια στη δουλειά μου και, ευτυχώς, υπάρχουν και άλλοι σχεδιαστές που σκέφτονται σαν εμένα. Όπως είπα, κάθε συλλογή μου αποτελεί ένα νέο κεφάλαιο του βιβλίου που ξεκίνησα να γράφω στην αρχή της καριέρας μου. Εύχομαι να προκαλεί περιέργεια γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Ομολογώ ότι συχνά αναρωτιέμαι αν στ’ αλήθεια έχω κάτι καινούργιο να πω. Όταν ξεκινούσα, υπήρχαν μεγάλοι σχεδιαστές, κάποιοι από τους οποίους παραμένουν ενεργοί. Μόνο που τώρα έχουν προστεθεί και άλλοι, και όσο περνάει ο καιρός πολλαπλασιαζόμαστε. Αυτή η πληθώρα σε ενεργοποιεί, σε ωθεί να στοχεύσεις στο καλύτερο, να αναγκάσεις τον εαυτό σου να κάνει το επόμενο βήμα. Αλλά, ναι, υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέσαι αν η φωνή σου έχει ακόμα ήχο. Για μένα τα σόου είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι αυτής της διαδικασίας. Αν καταφέρω μέσα στα δέκα λεπτά που διαρκούν να κάνω τους θεατές να ξεχάσουν την καθημερινότητα και τις ανησυχίες τους χάρη στην εμπειρία που ζουν, τότε μόνο θεωρώ ότι έχω πετύχει τον στόχο μου».
Μου διηγείται μια δική του όμορφη εμπειρία από ένα ταξίδι στο Μαρακές, καλεσμένος του ευρηματικού Serge Lutens. «Είχε έρθει η στιγμή να αποχωρήσω και με ρώτησε αν είχα δέκα λεπτά να του διαθέσω, για να μου διαβάσει μια παράγραφο από ένα βιβλίο που αγαπούσε. Τα δέκα λεπτά έγιναν τελικά σαράντα πέντε, καθώς αφέθηκα στην αφήγηση, ξεχνώντας ό,τι άλλο είχα στο μυαλό μου. Νομίζω ότι ο χρόνος είναι ένα από τα πιο όμορφα δώρα που μπορούμε να προσφέρουμε σε κάποιον, ειδικά αυτή την εποχή που είμαστε όλοι απασχολημένοι με χιλιάδες πράγματα ταυτόχρονα».
Του θέτω το σύνηθες ερώτημα που απασχολεί πολλούς τελευταία, εάν δηλαδή ο τρόπος που βιώνουμε τη μόδα θα ανήκει σύντομα στο παρελθόν, σαν κάτι ξεπερασμένο. «Προσωπικά ενθουσιάζομαι να πηγαίνω σε επιδείξεις μόδας, μου αρέσει να βλέπω τα μοντέλα στην πασαρέλα, να μοιράζομαι αυτή τη μαγική εμπειρία με τον διπλανό μου. Όλα αυτά τα μικρά πράγματα που συμβαίνουν σε ένα σόου και σε κάνουν να ιδρώνεις από την αγωνία, αλλά και να απολαμβάνεις την ομορφιά. Νομίζω πως αξίζει τον κόπο. Εύχομαι αυτός ο τρόπος παρουσίασης να μην εκλείψει».
Παραδέχεται ότι είναι περίεργος για τις αντιδράσεις της νεότερης γενιάς. «Τα μέλη της ομάδας μου πολλές φορές με κοροϊδεύουν για τις ανησυχίες που εκφράζω. Προσπαθώ να συνδέω το παρελθόν με το παρόν και ταυτόχρονα δίνω χρόνο στους νέους, ακούω αυτά που έχουν να πουν. Οι νέοι είναι πολύ τολμηροί. Παρατηρώ ότι αυτοί που έρχονται να εξασκηθούν στο ατελιέ μου έχουν κάτι να πουν. Τους ακούω με ενδιαφέρον. Το θεωρώ απαραίτητο, εάν θέλω να δημιουργήσω μια συλλογή συμβατή με την εποχή. Οφείλω να είμαι ανοιχτός σε αυτά που συμβαίνουν γύρω μου. Δεν τα καταλαβαίνω όλα, φυσικά, αλλά προσπαθώ».
Καλλιτέχνης ων, είναι περίεργο που δεν ασχολήθηκε ποτέ με την υψηλή ραπτική. «Δεν ξέρω πώς είναι για τους άλλους, αλλά για μένα η haute couture ήταν και παραμένει άπιαστο όνειρο. Χάρη σ’ αυτήν ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη μόδα σε ηλικία 12 ετών, ανακαλύπτοντας μαέστρους όπως ο Yves Saint Laurent. Φανταζόμουν τότε τον εαυτό μου θεατή σε κάποιο σόου του Christian Lacroix, να ζω από κοντά το πάθος ανθρώπων όπως εκείνος για τα κεντήματα και τα υφάσματα. Για μένα, μέσα από τη χειροτεχνία μεταδίδεται ένα ζεστό μήνυμα, γιατί η ενασχόληση με αυτήν προϋποθέτει αγάπη και αφοσίωση. Είναι, πράγματι, όνειρο ζωής να μπορέσω να ασχοληθώ με το υψηλότερο είδος ραπτικής».
Δημοσιεύθηκε στη Vogue Greece Iουνίου 2019.
Δείτε ολόκληρο το βίντεο της συνέντευξης στο VogueTV.